Shedia

EN GR

25/09/2013

Καταστροφικές εµµονές. Συνέντευξη του Γιώργου Αργείτη στον Σπύρο Ζωνάκη

Ο καθηγητής Οικονομικών εξηγεί πως η πολιτική των μνημονίων το μόνο που κάνει είναι να μας σπρώχνει πιο βαθιά στην κρίση και στη δυστυχία και τονίζει την ανάγκη ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης για τη χώρα.
 
Η μοναδική ρεαλιστική διέξοδο από την κρίση είναι άρρικτα συνδεδεμένη με την ουσιαστική μείωση του δημόσιου χρέους και την αντικατάσταση του Μνημονίου, ύστερα από σοβαρή διαπραγμάτευση με την τρόικα, από ένα συνεκτικό και αξιόπιστο εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο που θα απεγκλωβίσει τη χώρα από τη λιτότητα και την ύφεση. Επίσης, για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, εισηγείται την εφαρμογή του θεσμού του «εργοδότη ύστατης προσφυγής». Αυτά λέει στη συνέντευξη που παραχώρησε στη «σχεδία» ο Γιώργος Αργείτης. Ο κ. Αργείτης είναι  αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας και επιστημονικός υπεύθυνος της Μονάδας Μακροοικονομικής Ανάλυσης και Οικονομικού Μετασχηματισμού του Παρατηρητηρίου Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. 
 
 
Πάνω από τρία χρόνια μετά την εισαγωγή του πρώτου Μνημονίου, η ασκούμενη οικονομική πολιτική έχει πιθανότητες να οδηγήσει τη χώρα μας σε έξοδο από την κρίση χρέους;
 Το πλαίσιο οικονομικής πολιτικής των Μνημονίων έχει πολύ λίγες πιθανότητες να συμβάλει στην έξοδο της χώρας από την κρίση, και αυτές εξαρτώνται αποκλειστικά από τις παρεμβάσεις που θα γίνουν, αν γίνουν, στην ΕΕ και που θα στοχεύουν στην έξοδο συνολικά της Ευρωζώνης από την κρίση χρέους και την τραπεζική κρίση. Παράλληλα, η πολιτική αυτή έχει προκαλέσει τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος στη χώρα μας. Υπάρχει ένα θεμελιακό λάθος στην πολιτική των Μνημονίων. Δεν λαμβάνεται υπόψη η παραγωγική δομή της Ελλάδας, αυτό που συνήθως ονομάζουμε μοντέλο ανάπτυξης. Στην Ελλάδα, η οικονομική δραστηριότητα και η απασχόληση είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την εγχώρια ζήτηση. Οι εξαγωγές δεν έχουν σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη, εξαιτίας της ποιοτικής και ποσοτικής ανεπάρκειας του εγχώριου παραγωγικού συστήματος. Εάν σε αυτό το μοντέλο εφαρμόσεις πολιτική δημοσιονομικής και εισοδηματικής λιτότητας και περιορίσεις δραματικά τη ζήτηση, το αποτέλεσμα θα είναι η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Αυτό κάνει η τρόικα τα τελευταία τρία χρόνια, υποθέτοντας ότι η λιτότητα θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και θα αυξήσει τις εξαγωγές. Πώς μπορεί να γίνει αυτό σε μία οικονομία που εξάγει έναν περιορισμένο όγκο προϊόντων και υπηρεσιών, τουλάχιστον σε ορατό χρονικό ορίζοντα; Αυτό προϋποθέτει αλλαγή μοντέλου ανάπτυξης, κάτι που δεν μπορεί να οδηγήσει βραχυπρόθεσμα σε έξοδο από την κρίση. Αυτό που τελικά συμβαίνει είναι η εμμονή της τρόικας στην εσωτερική υποτίμηση, η οποία προκαλεί ύφεση, ανεργία, πτώση των δημοσίων εσόδων και πιέσεις για αλλεπάλληλα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, τα οποία επιδρούν εκ νέου αρνητικά στο ΑΕΠ. Ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται με περαιτέρω αύξηση της ανεργίας, μείωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των Ελλήνων, αλλά και αύξηση του χρέους.  
 
Τι αντιπροτείνετε για τον απεγκλωβισμό μας από αυτό το αδιέξοδο;
 
Είναι απολύτως αναγκαία η άμεση αντικατάσταση του Μνημονίου από ένα άριστα σχεδιασμένο και ρεαλιστικό εναλλακτικό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής με τρεις άξονες. Ο πρώτος πρέπει να είναι η ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Θεωρώ πως το δημόσιο χρέος, που πλέον αγγίζει τα 320 δις ευρώ, και ως ποσοστό του ΑΕΠ το 172%, δεν ήταν και δεν είναι βιώσιμο. Η τρόικα έχει βαφτίσει αυθαίρετα, βάσει του τι είναι πολιτικά εφικτό, ως βιώσιμο ένα ποσοστό χρέους για την Ελλάδα λίγο κάτω από το 120% του ΑΕΠ, το οποίο προβλέπεται να επιτευχθεί μεταξύ 2020-2022. Μέχρι τότε, το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο ούτε στους σχεδιασμούς της τρόικας. Το εθνικό συμφέρον επιβάλλει να γίνει αμέσως αναδιάρθρωση και απομείωση των δανειακών υποχρεώσεών μας. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω ενός συνδυασμού παρεμβάσεων, όπως κούρεμα του χρέους, ώστε αυτό να πέσει ακόμη και κάτω από το 80% του ΑΕΠ, πολύ μεγάλη επέκταση της χρονικής περιόδου αποπληρωμής του και τη μεγαλύτερη δυνατή μείωση των επιτοκίων. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι ο πολιτικός ρεαλισμός μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης. Επιπλέον, απαιτείται συντονισμός δράσεων με τις άλλες χώρες που είναι σε κρίση για τον επαναπροσδιορισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως «δανειστή ύστατης προσφυγής» για τα εθνικά κράτη. Ο δεύτερος άξονας πρέπει να συνίσταται  στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά με εγκατάλειψη της πολιτικής της λιτότητας, με ουσιαστική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και, κυρίως, με τη θεσμοθέτηση του «εργοδότη ύστατης προσφυγής». Η Ελλάδα θα κερδίσει στην επαναδιαπραγμάτευση μόνο εάν προτείνει φερέγγυο και ρεαλιστικό πρόγραμμα δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων που να έχει την υποστήριξη της κοινωνίας. Τέλος, ο τρίτος άξονας, που είναι  μεσο-μακροπρόθεσμος, αφορά την κινητοποίηση όλων των  υγιών δυνάμεων που  διαθέτει η χώρα, ώστε να πετύχει την αναδόμηση του μοντέλου ανάπτυξης της, με έμφαση στις παραγωγικές επενδύσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας και στη δημιουργία απασχόλησης. 
 
 
Απεμπλοκή από την αυτοκτονική πολιτική
 
Είναι εφικτό ένα τέτοιο πρόγραμμα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης;
 
Με τους υπάρχοντες πολιτικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη και τη γερμανοποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων δεν θα είναι εύκολη η εφαρμογή μιας διαφορετικής οικονομικής στρατηγικής και πολιτικής. Μια ενδεχόμενη υλοποίησή της, όμως, θα σηματοδοτούσε τη δυνατότητα απεμπλοκής όλης της Ευρωζώνης από την αυτοκτονική πολιτική της λιτότητας που έχουν επιβάλλει οι πιο αντιδραστικοί κύκλοι του ευρωπαϊκού βιομηχανικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό, η χώρα μας θα πρέπει άμεσα να ολοκληρώσει το σχεδιασμό ενός εναλλακτικού και συνάμα ρεαλιστικού οικονομικού προγράμματος που θα κερδίσει την κοινή λογική στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό μπορεί να γίνει εάν οι πολίτες πεισθούν ότι τους προτείνεται ένα πρόγραμμα που έχει συνοχή μεταξύ χρηματοδοτικών μέσων και δημοσιονομικών και μακροοικονομικών στόχων. Ένα εναλλακτικό σχέδιο το οποίο θα υποφέρει από μακροοικονομικό λαϊκισμό και θα αναφέρεται σε επινοημένες πραγματικότητες δεν μπορεί αφενός, πλέον, να πείσει κανέναν και αφετέρου θα είναι εξίσου καταστροφικό με το Μνημόνιο, καθώς θα είναι ανεφάρμοστο και θα δημιουργήσει υψηλό ρίσκο και αβεβαιότητα. Συνεπώς, μια πρόταση που θα χαρακτηρίζεται από μακροοικονομικό ρεαλισμό μπορεί να τεθεί σε διαπραγμάτευση με την τρόικα, με πιθανότητες εφαρμογής. Παράλληλα, η διεθνοποίηση της μπορεί να γίνει μέσω της οικοδόμησης συμμαχιών με όλες εκείνες τις ευρωπαϊκές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να υπηρετήσουν το στόχο της επιβίωσης της ΕΕ. 
 
Το Μάιο του 2014 τελειώνουν οι δόσεις της δανειακής σύμβασης. Μέχρι το τέλος του 2016 οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους υπερβαίνουν τα 10 δις ευρώ. Ποια σενάρια διαβλέπετε για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού;
 
Για την περίοδο 2014-2016, η έλλειψη ρεαλισμού των εκτιμήσεων για το πρωτογενές πλεόνασμα, για τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων και την ύφεση έχει αυξήσει το χρηματοδοτικό κενό, το οποίο κατά τη δική μου εκτίμηση θα είναι πιο κοντά στα 20 δις ευρώ. Ως πιο πιθανό σενάριο, βλέπω να προχωρά η τρόικα σε σημαντική αναδιάρθρωση των δανειακών μας υποχρεώσεων, κυρίως με ένα συνδυασμό επιμήκυνσης της αποπληρωμής τους και μείωσης των επιτοκίων. Η επιλογή αυτή θα μειώσει, ίσως και να εξαφανίσει το χρηματοδοτικό κενό που υπάρχει σήμερα, ανάλογα βέβαια με το μέγεθος της αναδιάρθρωσης. Αν ωστόσο συνεχίσει να υπάρχει χρηματοδοτικό κενό, ίσως εξαιτίας πιθανού δημοσιονομικού κενού, αυτό να επιχειρηθεί να καλυφθεί από έκδοση ομολόγων στις αγορές με εγγυήσεις της τρόικας. Το σενάριο αυτό μου φαίνεται, τώρα που κάνουμε τη συνέντευξη, πολύ ρεαλιστικό όχι μόνο για καθαρά οικονομικούς λόγους –οι δανειστές δεν βάζουν το χέρι για άλλη μια φορά στην τσέπη τους να μας δανείσουν– αλλά και για πολιτικούς λόγους. Θα παρουσιαστεί ως μείζων επιτυχία του προγράμματος προσαρμογής, της ασκούμενης λιτότητας. Εξυπηρετεί το μοντέλο οικονομικής πολιτικής που θέλουν για την Ευρωζώνη οι συντηρητικοί κύκλοι της ΕΕ. Αντιλαμβάνεστε ότι μια τέτοια προοπτική θα ήταν επίσης βούτυρο στους εκλογικούς σχεδιασμούς της ελληνικής κυβέρνησης. Ωστόσο, το σενάριο αυτό δεν καθιστά σε καμία περίπτωση το ελληνικό χρέος βιώσιμο, το πάρτι θα κρατήσει έως την επόμενη εμφάνιση χρηματοδοτικού κενού, ενώ θα δεσμεύσει τη χώρα με νέο Μνημόνιο και τη λήψη νέων μέτρων, με έμφαση στη δραματική μείωση της δημόσιας απασχόλησης.  Αν δεν συμβεί το σενάριο αυτό, τότε έχουμε μπροστά μας μια περίοδο υψηλής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας. Νέος δανεισμός χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους θα επαναφέρει στο προσκήνιο σενάρια χρεοκοπίας και νομισματικής αλλαγής.  
 
 
Εργοδότης ύστατης προσφυγής
 
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η μαζική ανεργία στη χώρα μας;
 
Το ελληνικό μοντέλο καπιταλισμού και η ελληνική επιχειρηματικότητα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δημιουργήσουν τις θέσεις εργασίας που έχουν χαθεί στην κρίση, τουλάχιστον σε προβλεπόμενο χρονικό διάστημα. Θεωρώ ότι η ιστορική στιγμή είναι κάτι παραπάνω από κατάλληλη ώστε η Ελλάδα να θεσμοθετήσει τον «εργοδότη ύστατης προσφυγής». Συνοπτικά, η ιδέα αυτή είναι η εξής: το ελληνικό Δημόσιο προχωρά στη δημιουργία μίας «χρονικά σταθερής δεξαμενής απασχόλησης» με το αποκλεισμένο μέρος του εργατικού δυναμικού (νέοι, γυναίκες, μεγάλοι σε ηλικία κ.λπ.) το οποίο κατανέμει σε target groups και διαθέτει σε μια σειρά από δραστηριότητες, όπως κοινωνικές δράσεις ή υποδομές (π.χ. υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας, προστασία του περιβάλλοντος, κτιριακές επισκευές), ανάλογα με τις καταγεγραμμένες ανάγκες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Προς αποφυγή παρερμηνείας, δεν μιλάμε για μια νέα γενιά δημοσίων υπαλλήλων. Αυτά τα προγράμματα θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν από ένα εθνικό ταμείο απασχόλησης που θα αντλεί πόρους π.χ. από μια πιθανή αναστολή πληρωμής τόκων,  έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την αξιοποίηση μη στρατηγικής δημόσιας περιουσίας, την αναδιάρθρωση του συστήματος παροχής επιδομάτων. Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε προγράμματα εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, συμβάλλοντας άμεσα στην αύξηση του ΑΕΠ, των δημοσίων εσόδων και δημιουργώντας βάση αναχρηματοδότησης αυτών των προγραμμάτων απασχόλησης. Επίσης, οι συνέπειες για την  κοινωνία, τα νοικοκυριά, τους άνεργους θα είναι ανεκτίμητες, θα δημιουργηθεί ελπίδα. Η εκτίμηση μου είναι ότι τα προγράμματα αυτά είναι ο μόνος εφικτός τρόπος για την ελληνική οικονομία να επιστρέψει βραχυπρόθεσμα σε διατηρήσιμα θετικό πρόσημο ανάπτυξης. 
 
Πώς αξιολογείτε το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων; Ποιες είναι οι δημοσιονομικές και αναπτυξιακές του επιπτώσεις;
 
Το επιχειρούμενο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων δεν είναι τίποτα περισσότερο από διαχειριστική ανοησία και νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία. Η Ελλάδα βρίσκεται σε διαδικασία αποπληθωρισμού. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η αξία των περιουσιακών στοιχείων της μειώνεται. Συνεπώς, ούτε ο αναθεωρημένος εισπρακτικός στόχος των ιδιωτικοποιήσεων (που προβλέπει άντληση 20 δις ευρώ έως το 2020) είναι εφικτός. Μπορούν οι ιδιωτικοποιήσεις να λύσουν το ζήτημα του χρηματοδοτικού κενού που δημιουργεί η διαφορά δανειακών υποχρεώσεων και προβλεπόμενου, αν και μη ρεαλιστικού, πρωτογενούς πλεονάσματος; Όχι. Οι προγραμματισμένες ιδιωτικοποιήσεις θα δημιουργήσουν ανάπτυξη; Αυτή είναι η πλέον αθεμελίωτη εμπειρικά και ιστορικά υπόθεση της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης. Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, και μάλιστα η εκποίηση επιχειρήσεων στρατηγικού χαρακτήρα, όπως η ενέργεια,  η αμυντική βιομηχανία και οι υπηρεσίες ύδρευσης, δεν έχει κανένα αναπτυξιακό αποτέλεσμα, αφαιρεί από τη χώρα πολύτιμους και στρατηγικούς πόρους, παράγει ανεργία και επιφέρει ασήμαντο και βραχυπρόθεσμο δημοσιονομικό όφελος. Επίσης, η υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων θα αφήσει γυμνή τη χώρα σε μελλοντικό δανεισμό. Ποιος θα θελήσει να δανείσει ένα κράτος που δεν θα έχει περιουσιακά στοιχεία; Μόνο με ρήτρες δέσμευσης φορολογικών εσόδων.
 
 
Μιλήσατε προηγουμένως για την ανάγκη ανασυγκρότησης του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας. Πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί;
 
Μια μακροπρόθεσμη πολιτική ανάπτυξης θα πρέπει να επιδιώκει μεταρρυθμίσεις για να προωθηθεί η μετάβαση σε μια νέα, εξαγωγικού προσανατολισμού οικονομία, με μεγαλύτερη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να επικεντρώνονται στην αλλαγή της δομής της παραγωγής και της ανακατανομής των πόρων προς σύγχρονους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. πράσινη ενέργεια και βιολογική γεωργία), καθώς και σε μια πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών. Αυτό απαιτεί αποδόμηση της κυρίαρχης παρασιτικής κουλτούρας της ελληνικής επιχειρηματικότητας, που επιδιώκει κέρδη από μια σειρά από αναδιανεμητικούς μηχανισμούς (μαύρη εργασία, απλήρωτη υπερωριακή εργασία, φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή) και ενίσχυση της υγιούς επιχειρηματικότητας που οριοθετείται από τον άξονα καινοτομία – παραγωγή  – προσφορά – κερδοφορία.  Απαιτεί, επίσης, μια νέα αντίληψη για τη σημασία και το ρόλο των δημοσίων επενδύσεων Δεν θα είναι μια εύκολη διαδικασία και απαιτεί πολύ χρόνο και εθνική προσπάθεια, αλλά είναι ζωτικής σημασίας για να βρει η χώρα μας μια διατηρήσιμη πορεία βελτίωσης της ασφάλειας και της ευημερίας της. Βέβαια, η αναδόμηση του μοντέλου ανάπτυξης προϋποθέτει και την αναδόμηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην κατεύθυνση της ενίσχυσης συνεταιριστικών και περιφερειακών τραπεζών που θα στηρίζουν αποκλειστικά τη χρηματοδότηση της δημιουργικής επιχειρηματικότητας και επενδυτικών σχεδίων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε τοπική κλίμακα. 
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ