Shedia

EN GR

01/06/2015

Πατριδογευσία του Χρήστου Κωστή

«Η µαγειρική είναι σαν τη µουσική»
 
Από «εχθρός του λαού» στην Αστακάραφκα, «Ρωσοπόντια» και «δυο φορές ξένη» στην Αθήνα.
 
Η Δέσποινα, ελληνικής καταγωγής, πριν από είκοσι πέντε περίπου χρόνια άφησε το Καζακστάν της καταρρέουσας Σoβιετικής Ένωσης για να έρθει στην Ελλάδα, τη χώρα που θεωρούσε πατρίδα της. Ρίζωσε εδώ και στην πορεία άνοιξε ρωσικό εστιατόριο.
 
«Γεννήθηκα στη µικρή πόλη Αστακάραφκα του βόρειου Καζακστάν, κοντά στην πρωτεύουσα Αστάνα, το 1974. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες µου είχαν γεννηθεί στον Καύκασο και εκτοπίστηκαν στο Καζακστάν το 1942, στο πλαίσιο των σταλινικών διώξεων εναντίον των Ποντίων, που θεωρούνταν “εχθροί του λαoύ”. H Αστακάραφκα, που βρίσκεται στο µέσο µιας απέραντης στέπας, δηµιουργήθηκε εκείνη την περίοδο αποκλειστικά από εξόριστους Έλληνες Πόντιους και Γερµανούς του Βόλγα. Λόγω του ψύχους, που άγγιζε τους -40 βαθµούς, τα πρώτα σπίτια είχαν φτιαχτεί κάτω από τη γη. Οι ελληνικές κατοικίες που χτίστηκαν µετέπειτα είχαν µπλε χρώµα και οι γερµανικές πράσινο. Ο πατέρας µου ήταν µηχανολόγος µηχανικός και η µητέρα µου οικονοµολόγος. Για να µπορούν να σπουδάσουν, είχαν αλλάξει, µάλιστα, τα διαβατήριά τους από ελληνικά σε σοβιετικά. Από µικρή µού άρεσε το θέατρο κι η µουσική. Σπούδαζα πιάνο και σοπράνο στο ωδείο της πόλης. Ως έφηβη, ήθελα να γίνω δικηγόρος», αφηγείται η Δέσποινα. 
 
«Μέχρι τα τέλη του ’80, απολαµβάναµε ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, η πόλη ήταν ένας πλούσιος σιτοβολώνας. Επί περεστρόικας, όµως, αυτό σταµάτησε. Λίγο πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αρχίσαµε να προµηθευόµαστε τα τρόφιµα και τα ρούχα µε κουπόνια. Υπήρχε έλλειψη ειδών βασικής ανάγκης. 
 
Η προϊούσα διάλυση της χώρας και η φτώχεια µάς οδήγησαν στην απόφαση, τον Ιούλιο του 1991, και αφού µόλις είχα αποφοιτήσει από το λύκειο, να έρθουµε στην Ελλάδα. Το 80% των 16.000 ελλήνων και γερµανών κατοίκων εγκατέλειψαν την πόλη. Βγάλαµε βίζα από το ελληνικό προξενείο της Μόσχας ως οµογενείς. Τις ηµέρες που ετοιµαζόµασταν να φύγουµε, ήρθε µια πρόσκληση, ως αριστούχος, να πάω να σπουδάσω στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας, ώστε να µπω στο διπλωµατικό σώµα. Ήταν πια αργά. Στο ταξίδι δεν µας άφησαν να πάρουµε παρά λίγα ρούχα, σεντόνια και βιβλία», µας λέει.
 
«Φθάνοντας στην Ελλάδα, θα αποκτήσουµε πολύ γρήγορα την ελληνική υπηκοότητα, ήµασταν, όµως, σαν χαµένοι. Στη Σοβιετική Ένωση ήµασταν για όλους Έλληνες κι εδώ, στο µέρος που το θεωρούσαµε παράδεισο, µας αποκαλούσαν περιφρονητικά “Ρωσοπόντιους”, και αυτό µας πλήγωνε. Ντρεπόµουν και για το ότι δεν µπορούσα να µιλήσω ελληνικά, ενώ τα καταλάβαινα. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, καθάριζα σπίτια µε τη µητέρα µου 16 ώρες την ηµέρα, ενώ δύο φορές την εβδοµάδα, για να πληρώσουµε το νοίκι, πουλούσα τα λιγοστά µας υπάρχοντα στην αγορά της Καλλιθέας. Έκλαιγα και έλεγα: “Τέλειωσα το σχολείο µε χρυσό µετάλλιο, οι συµµαθητές µου είναι όλοι στα πανεπιστήµια κι εγώ καθαρίζω σκάλες”, χωρίς όµως, να νιώθω ντροπή για αυτό που έκανα. Παράλληλα, συνέχισα τις σπουδές µου ως σοπράνο στο Εθνικό Ωδείο. Θεωρώντας µε εξαιρετικό ταλέντο, δεν µου έπαιρναν χρήµατα. Οι δάσκαλοί µου µε παρότρυναν να φύγω στο εξωτερικό, καθώς πίστευαν ότι δεν είχα µέλλον στην Ελλάδα. Ονειρευόµουν να κάνω καριέρα στην όπερα, αλλά, καθώς δεν είχε τη δυνατότητα η οικογένειά µου να µε στείλει έξω, σταµάτησα τα µαθήµατα ύστερα από πέντε χρόνια».
 
Το 1996, θα έρθει ο γάµος της, ενώ ώς το 2010 θα εργαστεί ως πωλήτρια σε ένα κατάστηµα επίπλων. Εκείνη τη χρονιά θα ανοίξει κι ένα ρωσικό εστιατόριο στην Καλλιθέα, την «Πρεµιέρα», όπου µαγειρεύει η ίδια παραδοσιακά πιάτα από όλη την πρώην Σοβιετική Ένωση, από µπορς έως πιλµένι. «Η µαγειρική είναι σαν τη µουσική, καλλιτεχνία. Όπως παίρνεις τις νεκρές παρτιτούρες και τους δίνεις ψυχή µε την ερµηνεία, το ίδιο συµβαίνει και µε τα υλικά ενός φαγητού». 
 
Όσον αφορά τη µεγάλη της ικανοποίηση; «Η απόφαση της κόρης µου να γίνει µουσικός. Θέλει να φύγει για σπουδές πιάνου στη Μόσχα, έχει πάρει ήδη πολλά βραβεία στην Ελλάδα. Εύχοµαι να πετύχει αυτό που δεν κατόρθωσα να κάνω εγώ», καταλήγει.     
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ