Shedia

EN GR

27/02/2013

Επείγοντα Περιστατικά, του Γιώργου Μπαζίνα

Γράφει ο Γιώργος Μπαζίνας
 
Λαθρεπιβάτης στην πόλη
Μεταθανάτιοι προβληματισμοί και μια συνάντηση από τα παλιά.
 
Διαβάζω στις ειδήσεις: «Ένας 65χρονος άνδρας, που όλοι αρχικά θεωρούσαν πως είχε αποκοιμηθεί στο κάθισμά του μέσα στο συρμό του υπόγειου σιδηροδρόμου του Βερολίνου, διασχίζοντας έτσι πολλές φορές τη γερμανική πρωτεύουσα από τη μία άκρη ως την άλλη, ήταν στην πραγματικότητα νεκρός, ανακοίνωσε σήμερα η Αστυνομία».
 
Ονειρεύτηκα ότι πέθανα, ένα κρύο πρωινό σε κεντρικό δρόμο. Ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο, καθιστός σε πολυσύχναστο πεζοδρόμιο. Δεν μου φάνηκε τόσο τρομακτικό, όσο θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Πάσχω από βαριάς μορφής περιέργεια και το γεγονός ενός θανάτου με πλήρεις αισθήσεις ήταν μια εξαιρετική πρόκληση για το μυαλό μου.
 
Εξάλλου, έχω δει πραγματικά τρομακτικούς εφιάλτες. Έχω δει ότι ήμουν κολλητός και μυστικoσύμβουλος του Μητσοτάκη. Έχω δει ότι εκλιπαρούσα τον Φώτη για μια διευθυντική θέση στην ΕΡΤ. Αυτά κι αν μ’ έκαναν να πετάγομαι κάθιδρος στον ύπνο μου, με τρομακτικές αμφιβολίες για την πολιτική μου συνέπεια και τις φρικτές διαδρομές του υποσυνείδητού μου.
 
Παρόλο που έκανε παγωνιά, δεν βίωνα καμία ιδιαιτέρως δυσάρεστη κατάσταση. Είχα πλήρη αντίληψη, παρόλη την αδυναμία κίνησης. Είχα απουσία επιθυμιών, αλλά και έλλειψη αναγκών. Και είχα την απόλυτη εμπειρία του πόσο πάτο μπορώ να πιάσω, ένα θέμα που με είχε απασχολήσει μερικές φορές στο παρελθόν.
 
Και για λόγους ονειρικής αδείας ήμουν αόρατος. Αυτό τουλάχιστον υπέθετα. Γιατί κανείς δεν σταματούσε, κανείς δεν λοξοκοιτούσε, κανείς δεν αναρωτιόταν τι στο καλό έκανα εκεί πέρα. Ή απλώς, δεν ήμουν αντικείμενο του ενδιαφέροντός τους. Πράγμα που βοηθούσε αποτελεσματικά στο να μην υπάρχω για το οπτικό τους πεδίο.
 
Γιατί να θέλει κανείς να δει έναν δυστυχισμένο, απλωμένο στο δρόμο; Οι άνθρωποι προσπερνούσαν βιαστικοί, εξαιρετικά απασχολημένοι με τα δικά τους προβλήματα ή την έλλειψη προβλημάτων (εξίσου ενοχλητικό), βυθισμένοι σε σκέψεις ανασφάλειας, απλήρωτων χρεών, ανεκπλήρωτων επιθυμιών, ανικανοποίητων επιδιώξεων, αν και πολυπληθέστερες ήταν οι βραχυκλωμένες σκέψεις με κάποιο σλογκανάκι επαναλαμβανόμενο σε μια αέναη λούπα «αμ, μ’ αρέσει το βιτάμ, αμ, αμ».
 
Όσο δεν με παρατηρούσαν αυτοί, είχα την ευκαιρία να τους κοιτάζω προσεκτικά εγώ. Δεν μπορώ να πω ότι απέκτησα κάποια ιδιαίτερη γνώση. Ύστερα από λίγο άρχισαν να μου φαίνονται όλοι ίδιοι. Γκρίζοι κι απρόσωποι. Κομπάρσοι. Το πλήθος σε ταινία δράσης.
 
Πάντα με τρόμαζε αυτή η έλλειψη σεναριακής έγνοιας για πρόσωπα που εμφανίζονταν για λίγο, ίσα-ίσα για να τους σκοτώσει κάποιος, και περνούσαν στην ανωνυμία της έλλειψης ενδιαφέροντος. Τι απογίνονταν οι σκοτωμένοι σε σκηνές δράσης; Τους κηδεύει κάποιος; Έχουν συγγενείς; Ζει η μαμά τους; Ενδιαφέρεται κανείς για την απώλεια εργατικού δυναμικού; Υπάρχει λίστα αναμονής για νεοδιορισμένους γκάνγκστερς;
 
Και τότε τον είδα. «Λουκά», είπα, «τι κάνεις εδώ;»
 
Ήταν μια ερώτηση που δεν θα ’παιρνε βραβείο εξυπνάδας. Και που δεν είχε απάντηση, καθώς εκείνος εξαφανίστηκε ταχέως. Εκτός των άλλων ήταν πεθαμένος εδώ και πολύ καιρό.
 
Σκέφτομαι ότι στη ζωή μου υπήρξαν στιγμές που τις θυμάμαι έντονα. Υπήρξαν θεωρητικά σημαντικές στιγμές, που δεν τις θυμάμαι παρά αμυδρά. Και υπάρχουν ασήμαντες στιγμές που με στοιχειώνουν με επιμονή.
 
Ο Λουκάς είχε μια μικρή ταβέρνα στους Αμπελόκηπους, την εποχή των φοιτητικών μου χρόνων. Ήταν ένα υπόγειο που προϋπαντούσε με μυρωδιές ελκυστικές τους πεινασμένους που κατέβαιναν τις σκάλες του. Κυρίως φοιτηταριό. Κυρίως ολιγοφραγκείς. Το διακήρυττε ο μαυροπίνακας των χρεών που ήταν αναρτημένος σε περίοπτη θέση. Με άσπρη κιμωλία ήταν καταγραμμένοι παλιοί πελάτες, με ανεξόφλητα χρέη. Έκπληξη! Είδα εκεί καταγραμμένο τον σοβαροφανή μαθηματικό μου στο γυμνάσιο.
 
Φυσικά, το ταβερνάκι διέθετε πολλά και ικανοποιητικά για τους κατέχοντες. Οι άλλοι περιοριζόμασταν σε μικρότερο μενού: κυρίως πλατάρια κοτόπουλου, μακαρόνια, σκέτο από γιουβέτσι. Ο Λουκάς ήταν αθεράπευτα αισιόδοξος. Χαμογελούσε πλατιά, αρκετά για να φαίνεται το χρυσό του δόντι. Δούλευε σαν σκύλος, μαζί με τον αδερφό του. Μάζευε λεφτά για ν’ αγοράσει ένα διαμέρισμα, με επόμενο στόχο να παντρευτεί. Ήταν ένα καλό σχέδιο, αλλά είχε σοβαρό ελάττωμα στην εκτέλεση. Πέθανε πριν προλάβει να το πραγματοποιήσει.
 
Και μαζί του πέθανε και μια ολόκληρη εποχή. Γιατί το πρώτο πράγμα που ανακοίνωσε ο αδερφός του όταν ξανάνοιξε την ταβέρνα ήταν: «Τέρμα ο βερεσές». Αλλά για μένα δεν ήταν τόσο ο βερεσές. Ήταν που ο Λουκάς πάντα μου ’βαζε κι ένα κομματάκι κρέας στο σκέτο από γιουβέτσι. Κι αυτό το κομματάκι πλέον εξαφανίστηκε μαζί του. Όχι πως ήταν τίποτα φοβερό. Απλώς ήξερα ότι κάποιος γνοιαζόταν. Και μου φαινόταν σαν προνόμιο που…
 
«Φίλε, αυτή είναι δικιά μου θέση».
 
Ήταν ένας σκύλος. Με ξινισμένη, κακοδιάθετη φάτσα.
 
«Με βλέπεις;» ρώτησα έκπληκτος.
 
Με κοίταξε με απόρριψη.
 
«Σε εκπλήσσει που σε βλέπω και όχι ότι σου μιλάω;» είπε. «Κοίτα, αυτό το σημείο είναι δικό μου. Εδώ κατουράω. Πήγαινε παραπέρα».
 
Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι αυτό είναι αδύνατον. Δεν έχω κανένα έλεγχο των μυών μου. Μαζί κατανοούσα το παράλογο της κουβέντας. Ήμουν νεκρός, αλλά μιλούσα, και είχα πλήρη συνείδηση της κατάστασής μου. Ήταν μια λογική αντίφαση κι ακόμα χειρότερα ήταν ένα λάθος της πραγματικότητας.
«Κοίτα», είπε ο σκύλος, «εγώ εδώ κατουράω, εδώ θα κατουρήσω. Αν θέλεις μείνε».
 
Αλλά πριν προλάβω να εμπεδώσω την πληροφορία ότι θα με κατουρήσει ένας σκύλος με έντονη επιρροή της γραφειοκρατίας, εκείνος έφυγε τρέχοντας φωνάζοντας: «Ε, ψιψίνα, έλα να σου πω λίγο».
 
Ξύπνησα αλαφιασμένος. Τρομαγμένος κοιτάζω από το ματάκι της πόρτας. Είναι εκεί και με παραμονεύει η πραγματικότητα. Παίρνω βαθιά ανάσα. Χρειάζομαι κουράγιο να βγω εκεί έξω.

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ