Shedia

EN GR

31/07/2013

Λόγια της πλώρης του Χρήστου Αλεφάντη

Το χέρι του Θεού
 
«Η θάλασσα είναι το χέρι του Θεού. Κι εγώ κάθε πρωί περπατάω πάνω στο χέρι του Θεού»,  μου είπε ο Μιχάλης. Δεν θυμάμαι αν είχε προηγηθεί κάποια ερώτηση ή αν είχε αποφασίσει μόνος του να σπάσει τη σχεδόν απόλυτη σιωπή της νύχτας. 
 
Τον Μιχάλη από τη Μυτιλήνη τον γνώρισα στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, όταν έκανα μια μεγάλη έρευνα για τους έλληνες ψαράδες του Σίδνεϊ. Είναι φημισμένοι (και) ως ψαράδες οι Έλληνες της Αυστραλίας. Να, ο ελληνοκύπριος Da Costi, για παράδειγμα, είναι από τους μεγαλύτερους ψαρεμπόρους της μακρινής ηπείρου.
 
Ο Μιχάλης ήταν ο πρώτος ψαράς που συνάντησα. Μετανάστευσε στην Αυστραλία κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και καταπιάστηκε με το ψάρεμα σχεδόν από την αρχή. Αυτό ήταν που ήξερε να κάνει καλά.
 
Για τις ανάγκες του ρεπορτάζ (αλλά μάλλον και για πιο προσωπικές μου ανάγκες), επί μέρες, βγαίναμε μαζί τα βράδια με το καΐκι του. Η διαδικασία ήταν η ίδια. Αφού έριχνε τα δίχτυα, θα καθόμασταν στο κέντρο του καϊκιού και θα πιάναμε την κουβέντα, μέχρι να έρθει η ώρα να σηκώσει την όποια ψαριά. Χαμηλόφωνα πάντα («για να μην τρομάξουμε τα ψαράκια»), η κουβέντα μας ταξίδευε μεταξύ δύο πατρίδων  –Ελλάδα και Αυστραλία, Μόλυβος και  Σίδνεϊ– και αμέτρητων καημών και θεμάτων.
 
Δεν αργήσαμε να γίνουμε φίλοι, και όταν του εκμυστηρεύτηκα(!) τον καημό μου για το ψάρεμα (ένα από αυτά τα πράγματα που χρόνια λες ότι θα κάνεις και δεν κάνεις ποτέ), με έβαλε αμέσως στη διαδικασία. Ξεκινήσαμε το ψάρεμα μαζί. Επί χρόνια, κάθε Σάββατο (τα Σάββατα απαγορεύεται το επαγγελματικό ψάρεμα στα νερά του Σίδνεϊ, για «να πάρουν μια ανάσα τα ψαράκια»), κατά τις 3:30 το πρωί, θα περνούσε από το σπίτι να με πάρει. Ρίχναμε την άγκυρα στη μέση του κόλπου του Μπότανι (εκεί όπου το 1789 κατέπλευσε ο Πρώτος Στόλος υπό τον Κάπτεν Τζέιμς Κουκ με 696 κατάδικους στα αμπάρια του, για να εδραιώσει την Terra Nullius ως τη νέα βρετανική αποικία), στήναμε 3-4 καλάμια και περιμέναμε τα ψάρια και το χάραμα. Στατιστικά, θα έρχονταν κάποια στιγμή και τα δύο.
 
Τις πρώτες μέρες του απόλυτου ενθουσιασμού μου, όταν έβλεπα ψάρι στο αγκίστρι, θόλωνα από χαρά. Ο Μιχάλης πάντα ήρεμος, τον έβλεπα κάποιες φορές να βγάζει το αγκίστρι, να ζυγίζει το ψάρι με το μάτι και, όταν είχε αμφιβολίες, να το απλώνει στο κομμάτι της κουπαστής που πάνω του ήταν χαραγμένο ένα μέτρο. 
 
Ακόμα και έναν πόντο μικρότερο από το επιτρεπόμενο όριο να ήταν το ψάρι, το πέταγε κατευθείαν στη θάλασσα.
 
«Μα! Μόνο για έναν πόντο;» διαμαρτυρήθηκα δειλά την πρώτη φορά, συγκρατώντας, όσο μπορούσα, τον αχαλίνωτο ενθουσιασμό του πρωτάρη ψαρά που βλέπει τον κόπο του να επιστρέφει στον γαλάζιο βυθό. 
 
«Ναι, Χρήστο, για έναν πόντο! Μην το κάνεις ποτέ! Δώσε ευκαιρίες στη θάλασσα, έτσι δίνεις και σε μας». Ήταν κατηγορηματικός.
 
Και, μα την αλήθεια, τις αμέτρητες φορές που έτυχε το ψάρι να είναι έστω ένα εκατοστό μικρότερο του επιτρεπόμενου, δεν κράτησε ούτε ένα – ακόμα και τα πρωινά που ήταν άδειο το καλάθι μας (σιγά που θα γυρίζαμε εμείς οι τρομεροί ψαράδες ποτέ με άδειο καλάθι!).
 
Έγινε μάθημα η καλοσύνη του Μιχάλη και η προσήλωσή του στους νόμους των ανθρώπων και της θάλασσας. Και τον έχω πάντα στο νου στους περιπάτους σε προβλήτες και λιμάνια. Όταν συναντώ ανθρώπους να ψαρεύουν με καλάμι, σχεδόν πάντα θα πάω να πω μια «καλησπέρα» και, ενστικτωδώς, θα ρίξω μια ματιά στον κουβά που υποδέχεται την ψαριά.
 
Πάρα πολλές φορές θα δω ψαράκια μικρά που δεν τα πιάνει ούτε η… οδοντογλυφίδα. 
 
-- Δεν είναι πολύ μικρό για να το βγάλετε από τη θάλασσα; θα ρωτήσω, δήθεν αθώα.
 
--Έλα μωρέ! είναι συνήθως η απάντηση. 
 
Ή κάτι, τέλος πάντων, που να μοιάζει με «έλα μωρέ»…
 
«Έλα μωρέ» για αυτό, «έλα μωρέ» για εκείνο… Σκέφτομαι ότι δεν είναι απλώς μία φράση, αλλά φιλοσοφία ολόκληρη. Στάση ζωής.
 
Για τα ψάρια, για το νερό, για τα δάση, για τη δυστυχία του άλλου, για τη δυστυχία γενικώς, αρκεί το δικό μας «κουβαδάκι» να μη μοιάζει άδειο.
 
Να, όμως, που ήρθαν οι μέρες που απειλείται και το δικό μας «κουβαδάκι».
 
Ήρθαν οι μέρες που πρέπει να αλλάξουμε. Ο εφησυχασμός και η αδιαφορία του «έλα μωρέ» είναι πασιφανές ότι, τελικώς, δεν μας βοήθησαν.
 
Θέλει ευθύνη. Για τα ψάρια, για το «κουβαδάκι» μας, για το «κουβαδάκι» του άλλου, για τις ζωές μας, για την κοινωνία ολόκληρη.
 
Και καλές ψαριές.
 
ΥΓ. Σε αυτό το τεύχος της «σχεδίας» φιλοξενείται ρεπορτάζ της Μαρίας Ψαρά για την προστασία των θαλασσών και το καλάθι του ψαρά («Το μέγεθος μετράει», σελ. 34-35).
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ