Shedia

EN GR

01/04/2015

Επείγοντα περιστατικά του Γιώργου Μπαζίνα

Σκίτσο του Altan
 
Η λύτρωση της ανέφικτης επιθυµίας
 
Το τρένο που ανεβήκαµε δεν ξέρουµε πού πηγαίνει, αλλά ίσως σε κάποιο στάθµο βρούµε κάποιον να µας περιµένει.
του Γιώργου Μπαζίνα
 
«Tο 2000 θα ‘ναι µπαµπάδες οι σηµερινοί πιτσιρικάδες», τραγουδούσε η Αρλέτα σ’ ένα τραγουδάκι σε στίχους της Μαριανίνας Κριεζή που επιτιµούσε κάποιον Τάκη µε τον οποίο έπαιζε σκάκι και έριχνε στάχτες έξω από το τασάκι και θα τον περίµενε σε κάποιο καφενεδάκι. Το τραγούδι µε προβληµάτιζε
για διάφορους λόγους: την ευκολία της αφορµής του χωρισµού του ζεύγους, τις δυσάρεστες συνέπειες της διαµονής σε στενόχωρο δυαράκι, τις αφελείς παραινέσεις της κοπέλας προς το αγόρι: «να πας να σου φτιάξουνε τα φρένα, στο χολ θα βρεις τα παπούτσια σου βαµµένα», αλλά, κυρίως, τη σχετικότητα του χρόνου και την ασυγκράτητη τάση των νέων να µεγαλώνουν και να αναπαράγονται.
Ανακαλύπτω ότι, κατ’ ανάγκην και κατά συνήθεια, κοιτάζοµαι καθηµερινώς στον καθρέφτη εδώ και αρκετές δεκαετίες και, παρόλο που για ένα µεγάλο διάστηµα –αφότου διάβασα το σχετικό διήγηµα του Κάφκα– ανησυχούσα µήπως ανιχνεύσω σηµάδια ότι µετατρέποµαι σε κατσαρίδα, ποτέ δεν συνειδητοποίησα το πέρασµα του χρόνου µε έναν τρόπο ικανό να µε σοκάρει, έτσι όπως µε σοκάρει να βλέπω πιτσιρίκια που είχα χρόνια να δω να γίνονται άντρες και γυναίκες, έτοιµοι να προσφέρουν ή να µην προσφέρουν στον παραγωγικό ιστό, να επιβιώνουν γλίσχρα, να φορολογούνται αγρίως και να ανησυχούν σφόδρα για το συνταξιοδοτικό πρόβληµα. 
Διαπιστώνω, πλέον, ότι το πρόβληµα του χρόνου αρχίζει να µε απασχολεί ιδιαίτερα. Πρώτον, διότι έχω έννοµο συµφέρον και ισχυρή αγωνία επί του προσδόκιµου της ζωής και, δεύτερον, διότι όχι µόνο δεν γνωρίζω προς τα πού πορεύοµαι, αλλά έχω και το µόνιµο άγχος ότι θα φτάσω καθυστερηµένος.
Οι ιδιότυπες αυτές σκέψεις µε καταλαµβάνουν εντόνως συνήθως στην αρχή του χρόνου, όταν οι εορτασµοί και οι ευχές µού φαίνονται δυσοίωνα ανεδαφικές και εκτός τόπου, αλλά κάθε χρονιά –οι δυσοίωνες σκέψεις– διαρκούν και περισσότερο.
Ωστόσο, φέτος, υπέπεσα σε µια µικρή αταξία, υπήρξε µια ανεδαφική µικρή χαρά που µε συνεπήρε, µια µικρή έκρηξη έντονης ψυχολογικής πίεσης, ανάµνησης παλαιών προσδοκιών και µιας γενναίας προσπάθειας να συµµετέχω σε µια ευφρόσυνη διάχυση ελπίδας στον περιβάλλοντα χώρο. 
 
Σκίτσο του Altan
 
Υπέρ της εξουσίας
 
«Τους φάγαµε, κύριε Γιώργο!» µου είπε µε φαρδύ χαµόγελο ικανοποίησης ο ψιλικατζής της γειτονιάς µου, την εποµένη των εκλογών.
Κατάλαβα τι εννοούσε, κατάλαβε ότι κατάλαβα, δεν µ’ άρεσε η έκφραση –είµαι εναντίον της ανθρωποφαγίας–, αλλά περιορίστηκα σε ένα χαµόγελο συνενοχής. Θα ‘πρεπε ίσως να πω κάποια έξυπνη ατάκα ή έστω κάτι βαθυστόχαστο, αλλά τα κατάλληλα λόγια δεν έρχονται πάντα όταν τα χρειάζοµαι. Ας πούµε, θα µπορούσα να πω: «Επιτέλους, τους µάζεψε η σκουπιδιάρα της ιστορίας ό-λους αυτούς τους ανεκδιήγητους τύπους, τα ανθρωπάκια που έπαιξαν µε τη ζωή µας, οι πρόθυµοι οσφυοκάµπτες και οι εύσωµοι εξουσιοµανείς συνταγµατολόγοι. Άντε γεια».
Η φίλη µου κατεβαίνει στο Σύνταγµα, στη συγκέντρωση συµπαράστασης – εγώ δεν µπορώ, έχω και γνωµάτευση γιατρού. Γελάµε και µόνο µε την ιδέα: διαδήλωση υπέρ της εξουσίας.
«Ήταν πολύ παράξενο», µου είπε αργότερα. «Υπήρχε µια διάχυτη χαρά, µια παράξενη καλή ατµόσφαιρα. Μου ‘ρθε να βάλω τα κλάµατα». Και δεν ήταν η µόνη που το ένιωθε αυτό. Παλιοί συναγωνιστές, γνώριµες φυσιογνωµίες από διαδηλώσεις και διαµαρτυρίες. Ήταν σαν µια λύτρωση µιας ανέφικτης επιθυµίας, το τέλος του δρόµου που φαινόταν ότι δεν οδηγεί πουθενά. Όχι, φυσικά, ότι οδηγεί κάπου, αλλά για µια στιγµούλα µόνο φαινόταν εφικτό το ανέφικτο.
Σκέφτοµαι ότι πολύ νεανικό χρόνο επένδυσα στη διεκδίκηση ενός διαφορετικού κόσµου. Υπήρχε ένα όνειρο που, αν και νεφελώδες, διεκδικούσε τα πάντα και τίποτα λιγότερο. Πολλοί υπήρξαµε υπερασπιστές µιας ιδεολογίας που αποδείχτηκε ανεπαρκής, από πρόθεση ψευδής στην ερµηνεία της. Επαγγελλόµασταν την ανατροπή. Συµβιβαστήκαµε µε τη διαµαρτυρία. Αλλά, αν δεν υπήρχε κι αυτή, θα ‘µασταν µια κοινωνία προβάτων, κοπάδι προς σφαγή. Το αστικό κράτος, η εξουσία θέλει πειθήνια ανθρωπάκια, πρόθυµα και ικανά να διαµορφωθούν στις προβλεπόµενες από την παραγωγή και την κατανάλωση απαιτήσεις. Η συνάντηση της ιδεολογίας της απελευθέρωσης µε τις κρατικές οντότητες κατέληξε πάντα σε θλιβερά έως αποτρόπαια µορφώµατα εξουσίας.
Και µας στέρησε το δικαίωµα να ονειρευόµαστε έναν καλύτερο κόσµο, την ουτοπία της ισονοµίας και της ελευθερίας. Η ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι µια πονεµένη ιστορία εξορίας, βασανισµού, εξευτελισµού και απογοήτευσης. Μια αδιέξοδη πορεία, όπου το πολιτικό σύστηµα την είχε εντάξει ως χρήσιµη µειοψηφούσα άποψη, αναγκαία για τη νοµιµοποίηση των αποφάσεων της πλειοψηφίας, καλυµµένης από την απατηλή ιδέα του πλουραλισµού και της αντίθετης γνώµης.
Παρ’ όλ’ αυτά, κόντρα στο κύµα, πολλοί απ’ τους λίγους ήταν επίµονα συνεπείς στην αµφισβήτηση ενός κράτους παραλυµένου από τη διαπλοκή, τα έννοµα και άνοµα συµφέροντα, το ψεύδος και την εθελοδουλεία. Όχι πως τίποτα απ’ αυτά είναι καινούριο –εξ απαλών ονύχων του ελληνικού κράτους α-
ποτέλεσαν τα συστατικά της κυρίαρχης πολιτικής µαγειρικής– αλλά, γαµώτο, µας ρήµαξαν τη ζωή µας για πολύ καιρό.
Και ιδού τώρα: ο παλιός διαχειριστής χρεοκόπησε και η Αριστερά ανέλαβε το µαγαζί. Γουάου! Άλλη εποχή, νέα ήθη. Φιλόδοξες επαγγελίες, χαρµόσυνα µηνύµατα για ν’ αναβαθµιστεί η ποιότητα της ζωής µας, δουλειά για τους διαθέσιµους, κουπόνια για τους εξαθλιωµένους, νέα αρχή, διεκδίκηση, αξιοπρέπεια, αγέρωχα µηνύµατα ανυπακοής, αλλά... 
 
Σκίτσο του Altan
 
Η καλύτερη πρόταση
 
Πάσχω από χρόνια δυσπιστία προς το κράτος και τους ποικίλους φορείς της εξουσίας. 
Η εξουσία ελέγχεται αφανώς και επιδιώκει να ελέγχει φανερώς, οι εταιρείες θέλουν να κερδίζουν, οι µέτοχοι θέλουν αποδόσεις, οι φαρµακευτικές χαίρονται στις επιδηµίες, οι τραπεζίτες τρελαίνονται αν τους στερήσεις τα µπόνους. Είναι απλές αλήθειες. Είναι κανόνες λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήµατος που προβλέπονται από τα εγχειρίδια χρήσης του. Και δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα τίποτα απ’ αυτά ν’ αλλάξει συντόµως.
Και το µαγαζί-κράτος έχει φαλιρίσει εδώ και καιρό. Οι προµηθευτές απειλούν να κό-ψουν την πίστωση. Ο καινούριος διαχειριστής δεν έχει τη δυνατότητα πραγµατικής διαχείρισης. Ο πραγµατικός ιδιοκτήτης είναι κρυµµένος πίσω από έναν ιστό από άνοµα συµφέροντα και δαιδαλώδες γραφειοκρατικό πλαίσιο αφανούς ιδιοκτησίας. Είναι σκληρότατος τοκογλύφος και δεν ντρέπεται να το δείχνει. Αλλά, επειδή το τµήµα των δηµοσίων σχέσεών του έχει µελετήσει και έχει συστήσει µια επίφαση καλών προθέσεων, ενδεχοµένως και υπό προϋποθέσεις, µπορεί να επιτρέψει µια πολιτική κοινωνικής φιλανθρωπίας, βερεσέ σε ορισµένους, το µαγαζί να χαρίζει και µερικά ληγµένα. Η φιλανθρωπία είναι πάντα ευπρόσδεκτη, λένε οι ειδικοί, κάνει καλό στις ενοχές µας, και σίγουρα βοηθάει στη χώνεψη.
Εντάξει, είµαι άρρωστα απαισιόδοξος και ισχυρά καχύποπτος όταν ακούω µεγάλες κουβέντες και προεκλογικές υποσχέσεις. Στην πολιτική λέγεται και καµιά υπερβολή να περνάει η ώρα. Ώς τώρα, διατηρούσαµε το δικαίωµα να γελάµε µε τις µεγαλοστοµίες και τις ανέφικτες υποσχέσεις ζωής χαρισάµενης. Αλλά τώρα έχει εκλείψει ο χρόνος. Η γαµηµένη ζωή τρέχει µε ταχύτητες που το σαραβαλάκι µας δεν είναι σε θέση να πιάσει. Και οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν αενάως, ερωτεύονται, ζευγαρώνουν, ονειρεύονται µια καλύτερη ζωή, που όλο και πιο σπάνια βρίσκουν, απελπίζονται, µαραζώνουν, βυθίζονται στην κατάθλιψη, που έχει καταντήσει εθνικό µας χαρακτηριστικό. 
Αλλά σ’ αυτή την άθλια πραγµατικότητα που ζούµε, υπάρχει ελπίδα να γίνουν λίγο καλύτερα τα πράγµατα; Αν δεν έχουµε καλύτερη πρόταση, ας µην την αρνηθούµε. Αν πρόκειται να σωθούν µερικοί µελλοντικοί αυτόχειρες, αν λίγοι από τα εκατοµµύρια των ανέργων βρουν δουλειά, αν οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν αβοήθητοι στα νοσοκοµεία κι αν οι άποροι µπορούν να παίρνουν τα φάρµακά τους, δεν είναι αρκετό, αλλά είναι περισσότερο από το τίποτα. 
Εκόντες-άκοντες, θέλοντας και µη, επιβιβαστήκαµε σ’ ένα τρένο που δεν έχει προορισµό την ουτοπία. Δηλαδή, δεν ξέρουµε καν πού πηγαίνει. Αλλά µπορεί σε κάποια στάση, σε κάποιο σταθµό να βρούµε κάποιον να µας περιµένει.                                       
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ