Shedia

EN GR

27/11/2013

«Η εξουσία διαφθείρει». Συνέντευξη της Ντεµπ Σεκόλοου στη Μαριάννα Κατσαούνη

«Η αμερικανίδα καλλιτέχνις ανακαλύπτει την Αθήνα, μας υπενθυμίζει μια παγκόσμια αλήθεια και αναρωτιέται “τι θα συνέβαινε αν;”» 
 
Τα έργα  της Ντεμπ Σοκόλοου (Deb Sokolow) έχουν τη μορφή διαγραμμάτων φτιαγμένων με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποδίδουν μία διαστρεβλωμένη, ίσως και παρανοϊκή εικόνα της πραγματικότητας, η οποία, ωστόσο, έχει πάντοτε την αλήθεια ως βάση της. Πρόκειται για ιστορίες γραμμένες στο δεύτερο πρόσωπο, στολισμένες με περίεργα σύμβολα και ασπρόμαυρες φωτογραφίες αγνώστων. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια film noir απόδοση της πραγματικότητας, στην οποία, όμως, το χιούμορ αποτελεί βασικό συστατικό.
 
Το έργο που δημιούργησε για την 4η Biennale της Αθήνας AGORA προέκυψε από την επίσκεψή της στην Αθήνα, που έγινε προκειμένου να ερευνήσει τα μυστήρια της πόλης. Όταν κατέφτασε στην Αθήνα, δεν ζήτησε να δει την Ακρόπολη και την Πλάκα. Αντίθετα, θέλησε να δει την Ομόνοια, τη Μενάνδρου και τη Λιοσίων. Θέλησε, επίσης, να μάθει πώς ζουν οι άνθρωποι μέσα στην κρίση, με ποιους τρόπους βάλλεται ο πολίτης από τη διαφθορά και πόσο έχει αλλάξει η κοινωνία μέσα σε πέντε χρόνια κρίσης. Τη ξενάγησα, λοιπόν, στις αντιφάσεις της πόλης, μιλήσαμε για την ανεργία, την Ακροδεξιά, το πολιτικό σύστημα, τα αναρίθμητα κοινωνικά ζητήματα και τα πολλαπλά επίπεδα της διαφθοράς. Ένα μήνα αργότερα, το έργο της τοποθετήθηκε στον 2ο όροφο του πρώην Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Μέσα από μία παρανοϊκή όσο και αστεία θεωρία συνωμοσίας, η Σοκόλοου δίνει τη δική της απάντηση στο «Και τώρα τι;» της AGORA. Και η απάντηση αυτή είναι τόσο αφοπλιστικά απλή όσο και παραγνωρισμένη.
 
 
 
Τι σε ενέπνευσε να ασχοληθείς με το film noir και το μυστήριο στη δουλειά σου και γιατί;
 
Μεγάλωσα διαβάζοντας μυθιστορήματα μυστηρίου και μου άρεσε πολύ να ανακαλύπτω «ποιος το έκανε». Αυτό με έκανε να διαβάζω τα βιβλία μέχρι το τέλος, πράγμα που είναι πάντοτε ο στόχος μου για όποιον βλέπει/διαβάζει μια από τις ιστορίες μου. Είναι μια πρόκληση το να μπορείς να κάνεις κάποιον να «διαβάσει τέχνη», αλλά όταν υπάρχει κάποιου είδους μεγάλο ερώτημα που ο αναγνώστης μπορεί να ανακαλύψει μόνο αν διαβάσει μέχρι το τέλος, τότε είναι πιο εύκολο.
 
Ποιος είναι ο αφηγητής των ιστοριών σου και τι ψάχνει πραγματικά;
 
Ο αφηγητής μου είναι ένα αναξιόπιστο, ανώνυμο άτομο και αναφέρεται σε ολόκληρες τις ιστορίες που γράφω σε δεύτερο πρόσωπο. Δεν θέλω το έργο να φαίνεται σαν να προέρχεται από το ημερολόγιο μου. Επομένως, γράφω σε δεύτερο πρόσωπο, ελπίζοντας ότι το κοινό που διαβάζει το έργο θα μπορέσει να αναλάβει τον ρόλο του αφηγητή, του πρωταγωνιστή, δηλαδή, και να δει την ιστορία από την οπτική του.
 
Ο αφηγητής σε κάθε ιστορία προσπαθεί διαρκώς να αποκαλύψει κάποιου είδους αλήθεια ή να αποδώσει δικαιοσύνη, ωστόσο το κάνει με μυστήριους ή γελοίους (αστείους) τρόπους. 
 
Σκοπός σου είναι να απεικονίσεις την πραγματικότητα ή μια φανταστική ιστορία στη δουλειά σου; Ποια η σημασία της πραγματικότητας σε κάθε έργο;
 
Στόχος μου είναι να απεικονίσω μια, επιφανειακά, φανταστική ιστορία, που από κάτω κρύβει στοιχεία της πραγματικότητας εάν ο αναγνώστης επιλέξει να τα δει.
 
 
Πόσο σημαντικό στοιχείο της δουλειάς σου είναι το χιούμορ; Με ποιο τρόπο σχετίζεται το χιούμορ με το μυστήριο;
 
Χρησιμοποιώ το χιούμορ γιατί είναι ένα τέχνασμα που μπορεί να αφοπλίσει και να προσελκύσει σε μια ιστορία τον αναγνώστη. Οι ιστορίες μυστηρίου και το film noir έχουν πολύ χιούμορ, και αυτό είναι κάτι που προσπαθώ να αξιοποιήσω όταν δανείζομαι τα μοτίβα και των δύο.
 
Πρόσφατα, επισκέφθηκες την Αθήνα για να κάνεις έρευνα σχετικά με το έργο σου για την AB4. Δεδομένου ότι επισκέφθηκες περιοχές που δεν είναι πρωτίστως τουριστικές, ποιες είναι οι εντυπώσεις σου από την Αθήνα;
 
Πριν έρθω στην Αθήνα, είχα διαβάσει ότι το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, εκτός από τις τουριστικές περιοχές, ήταν μια μεγάλη, τσιμεντένια ζούγκλα. Καθώς περπατούσα σε αυτές τις περιοχές, εξεπλάγην βλέποντας πόσες πολλές από τις δομές γύρω μου είχαν μεταμορφωθεί σε πιο «απαλά» και εξατομικευμένα μέρη, ειδικά στους πιο ψηλούς ορόφους, με μπαλκόνια, φυτά, όμορφες ταράτσες, παράθυρα κ.λπ.
 
Τι μυστήρια και τι αλήθειες ανακάλυψες;
 
Δεν μπορώ να αποκαλύψω τι βρήκα κατά τη διάρκεια της διαμονής μου, γιατί θα προδόσω μεγάλο μέρος του έργου. Θα μπορώ, όμως, να πω ότι ανακάλυψα το σουβλάκι. Είναι ένα πολύ φθηνό και νοστιμότατο φαγητό.
 
Ερευνώντας μυστήρια σε μια ξένη χώρα, βρήκες κάποια που θεωρείς ότι είναι κοινά ή παγκόσμια; Κάποιες κοινές αλήθειες;
 
Νομίζω ότι η πιο κοινή αλήθεια, που μπορεί κανείς να βρει παντού, είναι ότι η εξουσία διαφθείρει. Η εξουσία κάνει αυτούς που την έχουν να πιστεύουν ότι είναι υπεράνω του νόμου ή, χειρότερα, ότι είναι άτρωτοι. Επομένως, μερικές φορές οι εξουσιάζοντες χρησιμοποιούν μη παραδοσιακές μεθόδους λειτουργίας για να κάνουν τη δουλειά τους και σχεδόν πάντα πρόκειται για μια σκοτεινή, φαύλη, μυστήρια ιστορία.
 
 
 
Πιστεύεις ότι αυτό που κάνεις είναι αυστηρά διηγηματικό ή στοχεύεις και στην έναρξη διαλόγου;
 
Ελπίζω πάντα ότι μπορεί να υπάρξει συζήτηση, αφού κάποιος διαβάσει κάτι που έχω γράψει. Σχεδόν πάντα με ρωτούν: «Είναι αλήθεια αυτό;» ή «Είσαι το ίδιο παρανοϊκή με τον αφηγητή σου;» Αυτές είναι καλές ερωτήσεις, αλλά είναι ακόμα καλύτερα εάν και όταν κάποιος προχωρά πέρα από αυτές.
 
Ποιος θα ήταν ο διάλογος στην περίπτωση της Ελλάδας και της AGORA;
 
Θα έλπιζα η συζήτηση να ξεκινούσε από πολλές διαφορετικές ερωτήσεις: ποια συστατικά είναι απαραίτητα για μια κοινωνία ώστε να καταφέρει να σταθεί και πάλι στα πόδια της και οι άνθρωποι που ζουν σε αυτή να μη νιώθουν τόσο απογοητευμένοι; Πώς βρίσκεις δουλειές για τους άνεργους; Πώς αναζητάς τη δικαιοσύνη σε ένα διεφθαρμένο σύστημα;
 
 
Μέσα στην κρίση της Ελλάδας, η AGORA θέτει ένα σημαντικό ερώτημα: «Και τώρα τι;» Πώς σχετίζεται το έργο σου με αυτό το ερώτημα;
 
Μια από τις σκέψεις που είχα όσο έκανα το έργο για την AGORA, όσο αφελής κι αν ακούγεται, ήταν αυτό το «τι θα συνέβαινε αν;» Τι θα συνέβαινε αν  μία ομάδα νέων τριαντάρηδων δούλευε σε απόλυτη μυστικότητα, κάπου στην Αθήνα, για να βρει λύσεις σε όλα τα προβλήματα της χώρας με τη συλλογική δύναμη του μυαλού των ανθρώπων που την απαρτίζουν; Το σκέφτομουν διαρκώς, κυρίως γιατί γνώρισα μερικούς τριαντάρηδες κατά τη διάρκεια της διαμονής μου στην Αθήνα. Είχαν χιούμορ, ήταν πολύ έξυπνοι και άνεργοι, και σκέφτηκα, «αυτοί οι τύποι είναι καταπληκτικοί και είναι το μέλλον της Ελλάδας. Αλλά αν η Ελλάδα δεν μπορεί να τους δώσει ένα μέλλον, τι μπορούν να κάνουν, συλλογικά, για να το αλλάξουν αυτό;». 
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ