Shedia

EN GR

29/01/2014

Επείγοντα περιστατικά του Γιώργου Μπαζίνα

σκίτσο του Quino
 
Απροσδόκητα συμπεράσματα
 
Ένα γεύμα εργασίας για την καλύτερη κατανόηση της θεωρίας «μαζί τα φάγαμε». 
 
Οι επέτειοι με καταθλίβουν. Μου υπενθυμίζουν ότι πέρασε ένας χρόνος, και ανεξαρτήτως του λογιστικού απολογισμού των καλών και των κακών στιγμών, είναι ένας παρελθόν χρόνος, χρήσιμος μόνον για αναπολήσεις, διαπιστώσεις, απολογισμούς και αναστεναγμούς. Οι γάμοι με καταθλίβουν. Οι άνθρωποι τρέφουν αυταπάτες για μια κοινή πορεία, ανθόσπαρτη κατά προτίμηση, αλλά στη δική μου ματιά προβάλλουν άθλιες στατιστικές μιζέριας, απογοήτευσης και ανικανοποίητων επιθυμιών.
'
Οι κηδείες με καταθλίβουν. Οι αποχωρήσεις αγαπημένων προσώπων μού ηχούν σαν δυσοίωνα καμπανάκια προειδοποίησης για τη συμπαντική ασημαντότητά μας και τον περιορισμένο χρόνο του ταξιδιού μας στον πλανήτη. Οι βαφτίσεις με καταθλίβουν. Τα μωράκια, αυτά τα ευτυχισμένα πλασματάκια, παραδίδονται εντελώς ανυπεράσπιστα, χωρίς σαφείς οδηγίες χρήσεως, σε μια ζωή πλούσια σε απογοητεύσεις, θυμό, απέχθεια, αγωνία, αρρώστια, και Πάγκαλους. 
 
Οι Πάγκαλοι κι αν με καταθλίβουν. Έχει πλημμυρίσει ο τόπος από ομοιώματα, ανθρωπάκια που σκούζουν στις τηλεοράσεις, υπερφίαλα όσο και, κατ’ ουσίαν, ανεγκέφαλα, έρμαια των ιδεοληψιών τους, επικινδύνως ανεύθυνα, εγκληματικώς αποφθεγματικά, εμετικά σίγουρα για τη λογική τους επάρκεια. Ο μεγαλύτερος φόβος που με διακατέχει, καθώς μεγαλώνω, είναι μην τύχει ένα πρωί και ξυπνήσω Πάγκαλος. Το ανθρώπινο μυαλό είναι πολύ ντελικάτο πράγμα. Μερικές συνάψεις να καούν, ένα αγγείωμα να πιέσει τη λογική, δεν χρειάζεται πολύ για να ξεφύγεις. Για να μην υπολογίσουμε τις οξεοβασικές χημικές ισορροπίες, την ελλιπή οξυγόνωση και τους κινδύνους από τρελαμένα αιμοπετάλια. 
 
 
Ονειροπραγματικότητα
 
Αυτές οι θλιβερές σκέψεις είναι επετειακές, με κατακλύζουν με το ξημέρωμα κάθε νέας χρονιάς, και η μόνη ρεαλιστική ευχή που αποδέχομαι είναι να μην είναι αυτή η τελευταία χρονιά προσφοράς του καταστήματος. Και κάθε καινούρια χρονιά, νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι και μια διάχυτη ανησυχία ότι έχω αργήσει σ’ ένα ραντεβού, για το οποίο δεν θυμάμαι πού και πότε θα γίνει. Το κακό είναι ότι όχι μόνο ο χρόνος τρέχει γρηγορότερα από μας, αλλά πάει και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό είναι ένα απόφθεγμα που δεν θυμάμαι πού διάβασα και που δεν κατανοώ κι εντελώς το νόημά του, αλλά μ’ αρέσει ως εξαιρετικά παραστατική απεικόνιση της διαδρομής μας στη ζωή.
 
Σκέφτομαι, μερικές φορές με τρόμο, πως, παρ’ όλες τις δυσοίωνες προοπτικές και τις άθλιες εμπειρίες, έχω μια διαστροφική επιθυμία να συνεχίσω αυτή τη διαδρομή που δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα αν μου δόθηκε ως δώρο ή ως τιμωρία.
 
Η αλήθεια είναι πως υπήρξαν και μερικές, πραγματικά, ευτυχισμένες στιγμές στη ζωή μου, που με εξέπληξαν ευχάριστα. Για παράδειγμα, μια φορά που πήρα τηλέφωνο να κλείσω ραντεβού για σπιρομέτρηση πνευμόνων στο «Σωτηρία», θεωρώντας ως αναμενόμενη μια δίμηνη περίπου αναμονή, ο συνομιλητής μου από την άλλη άκρη της γραμμής με αιφνιδίασε: «Ελάτε σήμερα, τώρα αν μπορείτε!». Δεν μπορούσα, αλλά αυτό μού έφτιαξε τη μέρα, το μήνα, τη χρονιά. Το θυμόμουνα και γελούσα ενδομύχως, ειδικά στις ατέλειωτες ώρες αναμονής στον «Ευαγγελισμό», που είναι το αγαπημένο μου νοσοκομείο, σε βαθμό που κάποτε εκνεύρισα έναν ηλικιωμένο κύριο στην αίθουσα αναμονής, και σ’ ένα διάλειμμα ενός ρατσιστικού λογυδρίου για τους μετανάστες που μονοπωλούν το ενδιαφέρον των γιατρών, μου είπε εκνευρισμένος: «Καλά, εσείς γιατί φαίνεστε ευχαριστημένος;». 
 
Ναι, φυσικά, υπήρξαν και άλλες χαρούμενες στιγμές στη ζωή μου, αλλά δεν θα αναφερθώ τώρα, γιατί μπορεί να ξεχάσω καμία και να παρεξηγηθώ.
 
Α, κάτι άλλο που μ’ ευχαριστεί πολύ είναι να ονειρεύομαι ξύπνιος. Είναι μια κατάσταση που ονομάζω ονειροπραγματικότητα, δεν είναι προϊόν ύπνου, δεν είναι πραγματικότητα, δεν είναι καν φυσιολογικό, και βοηθά συχνά να επιβιώνεις σε δυσάρεστες καταστάσεις, αν και μερικές φορές, θεματολογικά γίνεται ανεξέλεγκτο: για παράδειγμα ονειροπραγματώθηκα ότι ήμουν καλεσμένος σε γεύμα από τον Πάγκαλο. Η πρόσκληση έγραφε: γεύμα εργασίας, χαλαρή διάθεση, απροσδόκητα συμπεράσματα. Προσήλθα, απροθύμως και με το φόβο μη με δει κανείς γνωστός και γίνω ρεζίλι, αλλά προσήλθα. Η διατύπωση απροσδόκητα συμπεράσματα ήταν εξαιρετικά ελκυστική για την περιέργειά μου.
 
Υπήρχε πολύς Πάγκαλος και υπήρχε πολύ τραπέζι, φορτωμένο με κάθε λογής καλούδια, και έκπληξη! Ήμουν ο μόνος καλεσμένος. Δεν μου φάνηκε πολύ καλό αυτό, αλλά κάθισα, ομολογώ ότι κάθισα, και ομολογώ επίσης ότι λιγουρεύτηκα λίγο μια Πάπια Πεκίνου, που καμάρωνε σε μια πιατέλα, και που ποτέ δεν είχα τη χαρά να γνωρίσω γευστικά.
 
«Τι κοιτάς;» είπε ο Πάγκαλος. «Άσ’την αυτήν, είναι δικιά μου, τσίμπα κάτι άλλο!»
 
Το μάτι μου στάθηκε πάνω σ’ έναν ροδοκοκκινισμένο φασιανό.
 
«Όχι το φασιανό!» είπε ο Πάγκαλος. «Τσίμπα κάτι άλλο».
 
Κοίταξα ένα γουρουνάκι που άχνιζε ακόμη, με ένα μήλο σφηνωμένο στο στόμα του.
 
«Τι κοιτάς;» είπε ο Πάγκαλος. «Αν θες το μήλο, πάρ’το!»
 
Υπέθεσα, μάλλον ορθώς, ότι εννοούσε ν’ αφήσω το γουρούνι στην ησυχία του. Θεώρησα πως ήταν μάλλον μάταιο να λιγουρεύομαι πράγματα που δεν θα με άφηνε να φάω, και αποφάσισα να διαχειριστώ απλώς το χρόνο προς όφελος των γνώσεών μου.
«Κύριε Πάγκαλε!» άρχισα. 
 
«Τι κύριε, είναι αυτά. Θοδωρή να με λες! Για σένα Θοδωρής!»
 
Δεν μου ΄βγαινε με τίποτα από το στόμα μου αυτό το Θοδωρής, κι απέκλεισα την προσφώνηση. Μπήκα κατευθείαν στην ερώτηση που θεώρησα ότι ήταν καθήκον μου να κάνω: «Τι θα λέγατε…!».
 
«Πολύ καλή ερώτηση!» με πρόλαβε ο Πάγκαλος. «Άκου, φίλε μου!»
 
 
Ο λογαριασμός στα δύο
 
Άκουγα, αλλά οι λέξεις δεν έφταναν στ’ αυτιά μου. Ήταν ένα αλλόκοτο παραλήρημα, που συνοδευόταν από ένα φτύσιμο κάθε φορά που σχηματιζόταν η λέξη Σύριζα στο στόμα του, και μια έκφραση άφατου θαυμασμού όταν συλλαβιζόταν η λέξη Άδωνις. 
 
Αντ’ αυτού, άφησα το μυαλό μου να περιπλανηθεί, περπάτησα στην αμμουδιά που πήγαινα μικρός κι είδα να ‘ρχεται τρέχοντας κοντά μου ο Μαλούπας,  ο πιο αγαθός και χαδιάρης σκύλος που συνάντησα ποτέ μου. Ο Μαλούπας, όταν δεν είχε αυτό το όνομα, ήταν ένας σκύλος φύλακας στο νταλιάνι – τις ιχθυοπαγίδες, στο Ακρί του Ακτίου, σε μια εξοχή του ακρωτηρίου που προβάλλει στην είσοδο στον Αμβρακικού. Εκεί οι ψαράδες φύλαγαν τα σύνεργά τους και είχαν φέρει δυο τεράστιους σκύλαρους για φύλακες. Οι σκύλοι, με τον καιρό, είχαν αγριέψει, κανείς δεν φαίνεται να φρόντιζε για την τροφή τους, και επειδή υποθέτω πως δεν γνώριζαν να ψαρεύουν ψάρια, γύριζαν πεινασμένοι και επιθετικοί στην παραλία, τρομοκρατώντας παράνομα ζευγαράκια που αποζητούσαν ερημικές τοποθεσίες για συνευρέσεις. Τον ένα σκύλο τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν κάποιοι φαντάροι  που στελέχωναν ένα φυλάκιο εκεί κοντά. Ο άλλος γλίτωσε και για λίγο καιρό χάθηκε. Εμφανίστηκε μετά από λίγο καιρό, με χαμένη μαγκιά, πολύ προσεκτικά και με πάσα επιφύλαξη. Ο πατέρας μου –είχε ένα παραθαλάσσιο μαγαζάκι εκεί– τον τάισε. Ο σκύλος έκτοτε, πότε χανόταν, πότε ερχόταν, έως τη στιγμή που έπεσε σ’ έναν σαθρά σκεπασμένο βόθρο, κάπου παραδίπλα. Ο πατέρας μου αγωνίστηκε να τον βγάλει από κει μέσα – ήταν ένας θεόβαρος σκύλος. Έκτοτε, ο σκύλος μεταμορφώθηκε κι έγινε πιο αρνί από αρνί, κι όταν πήραν χαμπάρι την αλλαγή τα πιτσιρίκια, τον έκαναν κλωτσοσκούφι τους. Η μικρή μου αδελφή τον καβαλίκευε, τον τραβολογούσε, του τράβαγε επίμονα την ουρά. Ο Μαλούπας ήταν ατάραχος και ανενδοιάστως καλός με όλους. Δεν ξέρω τι ηθικό δίδαγμα μπορεί να προκύψει απ’ αυτή την ιστορία, αλλά σίγουρα με βοήθησε να επιβιώσω από το παραλήρημα Πάγκαλου που κατέληξε με την επίκληση: «Γκαρσόν, το λογαριασμό!» .
 
Ήμουν, όντως, πολύ αθώος, που πίστεψα ότι ήμουν καλεσμένος. 
 
«Στα δυο ο λογαριασμός!» είπε ο Πάγκαλος, στο σερβιτόρο. «Μαζί τα φάγαμε!»
 
«Το αντισταθμιστικό όφελος;» ρώτησε ο σερβιτόρος.
 
«Σε μένα φυσικά!» απάντησε ο Πάγκαλος, και μου έκλεισε το μάτι. «Μου κάνουν έκπτωση 50% στο μαγαζί», μου ψιθύρισε. «Οπότε πληρώνεις εσύ τα μισά και είμαστε εντάξει».
 
Εκεί, σαν να μου φάνηκε ότι στράβωνε το στόμα μου και μου ήρθε μια σκοτοδίνη. Όχι μόνο δεν ήρθα προετοιμασμένος να πληρώσω, αλλά τα λεφτά που είχα συνολικά στο σπίτι δεν μου έφταναν ούτε καν να πληρώσω το νοίκι. Για να μην αναφέρω ότι δεν είχα φάει καν το μήλο.
 
«Α, μη μου στενοχωριέσαι!» μου είπε καθησυχαστικά ο Πάγκαλος. «Αν δεν έχεις λεφτά τώρα, δεν πειράζει! Εδώ όλοι είμαστε φίλοι! Θα βρούμε λύση».
 
Αλλά, ευτυχώς, με μια τιτάνια προσπάθεια (και τη βοήθεια του κουδουνιού της πόρτας που χτυπούσε επίμονα), τραβήχτηκα από την ονειροπραγματικότητα πίσω στην απλή, πεζή πραγματικότητα και πίστεψα, στιγμιαία, ότι γλίτωσα. Άνοιξα με καθ’ έξιν επιφυλακτικότητα.
«Ο κύριος Μ;» ρώτησε ένας χαμογελαστός κύριος.
 
«Μάλιστα!»
 
«Από την εφορία!»
 
«Δεν καταλαβαίνω!»
 
«Έχετε μια οφειλή που βεβαιώθηκε προσφάτως!»
 
«Οφειλή; Δική μου;» – είναι πάντα αυτές οι ανόητες ερωτήσεις που βοηθούν να σπάσεις τον πάγο. 
 
«Α, υποθέτω! Εγώ υπάλληλος είμαι!» Αστειεύθηκε καλοσυνάτα: «Μην πυροβολείτε το μαντατοφόρο! Νομίζω…», συνέχισε, «δεν είμαι και εντελώς σίγουρος, βλέπω εδώ από τον κωδικό ΣΕ ΧΡΕΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΡΟΪΔΩΝ ότι πρόκειται για κάποιο απλήρωτο γεύμα! Καλή σας μέρα!». 
 
Γύρισε να φύγει. Τον πρόλαβα. «Με συγχωρείτε», του είπα, «αλλά αναφέρει πουθενά κάτι για απροσδόκητα συμπεράσματα;»
 
Τελικά, ο τυπάκος ήταν υποψιασμένος. «Όχι!» είπε, «αυτά πρέπει να τα βγάλετε μόνος σας».
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ