Shedia

EN GR

12/01/2021

Το πράσινο ως σύμπτωμα

της Μαρίας Παπαδοδημητράκη

Η υλοποίηση του ενδέκατου στόχου της Ατζέντας 2030 του ΟΗΕ για την παροχή καθολικής πρόσβασης σε ασφαλείς πράσινους δημόσιους χώρους μοιάζει με αγώνα δρόμου μετ’ εμποδίων.

Ήρθαμε κοντά για να καλύψουμε ανάγκες. Δημιουργήσαμε πόλεις για να επικοινωνούμε καλύτερα, να ζούμε με ασφάλεια, να μειώσουμε τις αποστάσεις, να διευκολύνουμε το εμπόριο. Αποτέλεσμα; Σήμερα το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε αστικές περιοχές, οι οποίες φιλοξενούν πάνω από 6,1 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Απόρροια της αστικοποίησης αυτής είναι η άναρχη επέκταση των πόλεων, η πυκνή δόμηση, η αλόγιστη χρήση του αυτοκινήτου, ζητήματα που, εκτός των άλλων, αυξάνουν περιβαλλοντικές πιέσεις όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας, η ηχορύπανση, η αδυναμία διαχείρισης των ολοένα και πιο έντονων βροχοπτώσεων. Το αίτημα, πλέον, για «ανθρώπινες» πόλεις γίνεται όλο και πιο επιτακτικό.

Πρωταρχικό ρόλο στη δημιουργία τέτοιων πόλεων παίζει η ύπαρξη δημόσιου χώρου, μέρος του οποίου είναι το αστικό πράσινο. Ο ρόλος του δε είναι τόσο σημαντικός, που ο ενδέκατος στόχος της Ατζέντας 2030 των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη είναι η παροχή καθολικής πρόσβασης σε ασφαλείς και χωρίς αποκλεισμούς πράσινους και δημόσιους χώρους, ιδίως για τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και τα άτομα με αναπηρία. Πρόσφατη έκθεση για το μέλλον των πόλεων από το Κοινό Κέντρο Ερευνών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρει ότι ο δημόσιος χώρος αποτελεί το 2-15% της συνολικής έκτασης των ευρωπαϊκών αστικών κέντρων, με το πράσινό τους να έχει αυξηθεί συνολικά κατά 38% τα τελευταία 25 χρόνια, κάτι που σημαίνει ότι κάθε κάτοικος έχει στη διάθεσή του κατά μέσο όρο, 18 τ.μ. αστικού πρασίνου. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το 44% του αστικού πληθυσμού της Ευρώπης ζει σε απόσταση 300 μέτρων από ένα δημόσιο πάρκο, προσβάσιμο με τα πόδια, το ποδήλατο ή τις δημόσιες συγκοινωνίες.

Την ανάγκη των Ελλήνων για περισσότερο και καλύτερο αστικό πράσινο καταδεικνύουν τα αποτελέσματα του προγράμματος Green spaces του WWF Ελλάς, μιας ανοικτής πλατφόρμας καταγραφής χώρων πρασίνου από τους πολίτες. Κατά τη διάρκειά του, περισσότεροι από 9.000 χρήστες αξιολόγησαν πάνω από 1.700 χώρους. Όπως αναφέρει σε δημοσίευσή της η οργάνωση, η μέση βαθμολογία δεν ξεπέρασε το 6,1 με άριστα το 10. Από τους 1.700 χώρους, μόλις 261 πήραν πάνω από 8, ανάμεσά τους το Πάρκο Σταύρος Νιάρχος στην Καλλιθέα, το Πάρκο Οινόης Ορεστιάδας, το Πάρκο «Άλκηστις Αγοραστάκη» στα Χανιά, το Πάρκο Φλοίσβου στο Παλαιό Φάληρο, το Πάρκο Ασυρμάτου στον Άγιο Δημήτριο Αττικής και το Παυσίλυπο στην Καρδίτσα. Στον αντίποδα, 451 χώροι βαθμολογήθηκαν από 0 έως 5, με τους περισσότερους να βρίσκονται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Οι δήμοι τα πάρκα των οποίων έλαβαν κατά μέσο όρο την υψηλότερη βαθμολογία ήταν η Καλαμάτα, η Πετρούπολη, το Ίλιον, η Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη, η Τρίπολη, η Φιλοθέη-Ψυχικό και η Λυκόβρυση-Πεύκη, ενώ οι δήμοι με τον χαμηλότερο μέσο όρο ήταν οι Κασσάνδρας, Θέρμης, Ρεθύμνου, Λάρισας και Ζωγράφου.

Σκίτσο του Muhammad Nasir από την έκδοση World Press Cartoon του 2013.

ΕΓΧΩΡΙΑ ΥΣΤΕΡΗΣΗ

Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα υστερούμε όσον αφορά την ποσότητα και την ποιότητα του αστικού πρασίνου και βρισκόμαστε αρκετά κάτω από το όριο των 9m2/ κάτοικο που συστήνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), αλλά και τα 8m²/ κάτοικο που ορίζει η ελληνική νομοθεσία ως επιθυμητό μέγεθος χώρων πρασίνου στις πόλεις. Σύμφωνα με στοιχεία του δήμου Αθηναίων, σε κάθε κάτοικο της πρωτεύουσας αναλογούν 6,84 τ.μ. πρασίνου, με το πράσινο γειτονιάς να ανέρχεται στα 1,57 τ.μ./ κάτοικο. «Αναφορικά με την κατανομή των χώρων αυτών, υπάρχουν σημεία που το πράσινο είναι αρκετά εμφανές και σημεία όπου η υπέρμετρη δόμηση και η υψηλή οικιστική πυκνότητα οδηγούν σε έλλειψή του, ιδίως σε επίπεδο γειτονιάς», αναφέρει ο κ. Δημήτρης Κυριακάκης, προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πρασίνου και Αστικής Πανίδας του δήμου Αθηναίων. Η κατάσταση στη συμπρωτεύουσα δεν είναι καλύτερη, καθώς οι Θεσσαλονικείς έχουν στη διάθεσή τους 2,78 τ.μ./κάτοικο», μας λέει ο δασολόγος Ευάγγελος Ματζίρης, προϊστάμενος του Τμήματος Αλσών, Δενδροστοιχιών και Φυτωρίων του δήμου Θεσσαλονίκης.

Στη χώρα μας, δυστυχώς, ο δημόσιος χώρος συνήθως, προκύπτει συμπτωματικά, ως περίσσευμα από την ανοικοδόμηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αττική, την περίοδο 1987-2007, οι οικισμοί επεκτάθηκαν κατά 191.924 στρέμματα, από τα οποία περίπου τα μισά αφορούσαν επέκταση πάνω σε φυσικές εκτάσεις. «Αυτό που χρειάζεται να συνειδητοποιήσουν δημοτικές αρχές και πολιτεία είναι ότι το πράσινο δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά αναπόσπαστο στοιχείο της ποιότητας ζωής στις πόλεις. Χρειάζεται, επίσης, να συνειδητοποιήσουν όλοι πως οι χώροι πρασίνου δεν είναι μαυσωλεία, αλλά χώροι ζωντανοί», δηλώνει ο Αχιλλέας Πληθάρας, υπεύθυνος προγραμμάτων ευαισθητοποίησης του WWF Ελλάς.

Όπως εξηγεί ο κ. Κυριακάκης, «βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο δήμος Αθηναίων κατά τη διαχείριση των χώρων πρασίνου είναι, μεταξύ άλλων, ο κατακερματισμός του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος σε πολλαπλούς φορείς διαχείρισης και συντήρησης, η αυξημένη ένταση χρήσης τους λόγω της οικονομικής κρίσης, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα δέντρα κατά την ανάπτυξη και διαχείρισή τους, η στάθμευση, η μείωση του προσωπικού της διεύθυνσης».

Αστική χλωρίδα στο μπαλκόνι μας. Το πράσινο γειτονιάς στην Αθήνα ανέρχεται μόλις σε 1,57 τ.μ. ανά κάτοικο. Φωτογραφία: Unsplash

ΠΡΑΣΙΝΗ ΣΥΝΔΕΣΗ

Ιδιαίτερα σημαντικό στο λεκανοπέδιο της Αττικής είναι το πρόβλημα της σύνδεσης  μεταξύ αστικού και περιαστικού πρασίνου. Αν και το Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο προβλέπει την «πράσινη σύνδεση» του κέντρου με την Πάρνηθα, τον Υμηττό και το Αιγάλεω, τα σχέδια φαίνεται να παραμένουν στα χαρτιά. «Έχει ιδιαίτερη σημασία το πώς είναι μοιρασμένα τα τετραγωνικά πρασίνου στον αστικό ιστό. Δεν αρκεί να έχουμε μόνο ένα μεγάλο πάρκο. Αυτά τα τετραγωνικά πρέπει να είναι κατανεμημένα σε αναλογία ανά απόσταση, δηλαδή να περιλαμβάνουν έκταση σε μητροπολιτικό επίπεδο, σε δημοτικό επίπεδο και σε επίπεδο γειτονιάς. Το πράσινο πρέπει να κλιμακώνεται, ξεκινώντας από τα λεγόμενα pocket parks («πάρκα τσέπης»), περνώντας στα συνοικιακά πάρκα και καταλήγοντας στα υπερτοπικά», εξηγεί ο καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Νίκος Μπελαβίλας.

«Πρόβλημα είναι και η έλλειψη πολιτικής βούλησης στο να γίνουν πράξη οι εξαγγελίες για το πράσινο. Χρειάζεται ένας ευρύτερος σχεδιασμός, να καταπιαστούμε με το μεγάλο αυτό ζήτημα από την αρχή και να το φέρουμε εις πέρας. Κατά καιρούς, έχουν γίνει διαγωνισμοί για το πώς μπορούμε να φέρουμε το πράσινο στην πόλη, αλλά κανείς δεν έχει καταλήξει κάπου. Το παράδειγμα του Πεδίου του Άρεως είναι χαρακτηριστικό. Δεν υπάρχει ακόμα ξεκάθαρο καθεστώς για το ποιος το διαχειρίζεται, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις στις όποιες προσπάθειες μπορούν να γίνουν. Χρειάζεται δουλειά μαζί με την τοπική κοινωνία, να καταγραφούν οι ανάγκες της. Χρειάζεται να δούμε πώς θα φέρουμε σε αυτό μαθητές, γονείς. Πώς θα φέρουμε ζωή τις βραδινές ώρες. Πώς θα φέρουμε έσοδα για τη συντήρησή του», συμπληρώνει ο κ. Πληθάρας.

Με τα παραπάνω συμφωνεί και ο κ. Μπελαβίλας: «Τα πολεοδομικά και τα ρυθμιστικά σχέδια των μεγάλων πόλεων προβλέπουν τη δημιουργία χώρων πρασίνου. Επίσης, σε θεσμικό επίπεδο και επίπεδο έρευνας έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε και οι σοβαροί δήμοι κάνουν καταγραφές πράσινων χώρων, όπως γίνεται στον Πειραιά. Αυτό που δεν έχουμε είναι η βούληση των δήμων να εφαρμόσουν τα σχέδια. Το πράσινο δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων, καθώς είναι φθηνότερο από τα συνηθισμένα τεχνικά έργα των δήμων. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο δημόσιος χώρος έχει εγκαταλειφθεί».

To Πάρκο «Σταύρος Νιάρχος» στην πρωτεύουσα είναι από τους χώρους  αστικού πρασίνου της πατρίδας μας με την υψηλότερη αξιλόγηση από τους ίδιους μας τους πολίτες. Φωτογραφία: eurokinissi/Γιάννης Παναγόπουλος

ΕΠΙΚΕΡΔΗΣ ΣΕΒΑΣΜΟΣ

Και όμως, ο σεβασμός για το περιβάλλον μπορεί να συνδυαστεί με την ανάπτυξη. Αυτό δείχνουν οι πόλεις που έχουν λάβει το Βραβείο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Πρωτεύουσας. Η Βιτόρια-Γκαστέις στην Ισπανία, για παράδειγμα, μια μεσαίου μεγέθους πόλη, διαθέτει πάρκα και χώρους πρασίνου έκτασης πάνω από 10 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα,  130.000 δέντρα στους δρόμους της και οι κάτοικοι έχουν πρόσβαση σε δημόσιους ανοικτούς χώρους και χώρους πρασίνου σε ακτίνα 300 μέτρων, ενώ σε καθέναν αναλογούν 42 τετραγωνικά μέτρα ανοιχτού χώρου. Η Λιουμπλιάνα, που βραβεύτηκε το 2016, διαθέτει 542 τετραγωνικά μέτρα δημόσιων χώρων πρασίνου ανά κάτοικο και σχεδόν όλες οι κατοικημένες περιοχές βρίσκονται σε ακτίνα 300 μέτρων από τους χώρους αυτούς.  «Πράσινοι διάδρομοι» ενώνουν το αστικό πράσινο με το Πάρκο των Βάλτων και έχουν αναπτυχθεί πρωτοβουλίες με σκοπό την αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων χώρων.

Στη Λισαβόνα υπήρξε μια δραματικά αλλαγή στην ποιότητα των αστικών περιοχών, χάρη στην πολιτική που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια και βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες: τις δημοτικές επενδύσεις για τη δημιουργία νέων χώρων πρασίνου ή την αναβάθμιση των υφιστάμενων, βελτιώνοντας την εγγύτητα, την ενεργή κινητικότητα και την πρόσβαση, τις συνεργασίες με ιδιωτικές εταιρείες ή δημόσια ιδρύματα για την ανακαίνιση πάρκων και κήπων, τις δημόσιες συμβάσεις για την ανακαίνιση και εκμετάλλευση σημείων καφέ στους χώρους αυτούς και το πρόγραμμα Urban Allotment Garden, που είναι αφιερωμένο στην προώθηση της αστικής γεωργίας.

Τι πρέπει να γίνει εδώ; «Καταρχάς, να βελτιωθεί η κατάσταση των υφιστάμενων χώρων πρασίνου. Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι απαλλοτριώσεις κενών ή εγκαταλελειμμένων εκτάσεων, προκειμένου να δημιουργηθούν πάρκα γειτονιάς. Θα μπορούσαμε να αναδείξουμε τα ρέματα της πόλης, φυτεύοντας δέντρα και δημιουργώντας πράσινες ζώνες. Θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε τις στέγες, δημιουργώντας ένα πυκνό δίκτυο πράσινων ταρατσών σε κομβικά σημεία», απαντά ο κ. Πληθάρας. «Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες στη χώρα μας, όπως, για παράδειγμα, στο Πάρκο Φαλήρου και στο Πάρκο Τρίτση, αλλά χρειάζεται εντατικοποίηση. Έχουμε αρχίσει να εξετάζουμε και τη σύνδεση των χώρων πρασίνου. Η Διονυσίου Αρεοπαγίτου είναι ένα καλό παράδειγμα πράσινης διαδρομής, ενώ μια λιγότερο επιτυχημένη προσπάθεια έχει γίνει και στο ανοιχτό κομμάτι του Ιλισού ποταμού, όπου υπάρχει φυτεμένος ποδηλατόδρομος, ο οποίος προς το παρόν οδηγεί στο πουθενά, αλλά στα σχέδια είναι να συνδεθεί με το Πάρκο του Φαλήρου. Μελέτη για  πράσινες διαδρομές είναι και στα σχέδια του δήμου Πειραιά», αναφέρει ο κ. Μπελαβίλας.

«Ο σχεδιασμός σε ό,τι αφορά το πράσινο στο δήμο Θεσσαλονίκης κινείται σε τρεις άξονες: στην ανάπτυξη και αύξησή του, στην ποιοτική αναβάθμιση και την προστασία του και στη διαχείριση των σχέσεων πολιτών και πρασίνου. Όσον αφορά τον πρώτο άξονα προσπαθούμε να εξασφαλίσουμε τους αδιαμόρφωτος χώρους που θα απαλλοτριωθούν. Επίσης, στα σχέδιά μας είναι η αξιοποίηση των σχολικών αυλών, καθώς και η δημιουργία νέων δενδροστοιχιών και η ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών φύτευσης, όπως τα φυτεμένα δώματα και οι κάθετοι κήποι. Η ποιοτική αναβάθμιση περιλαμβάνει μέτρα προστασίας και την προσπάθεια βιώσιμης διαχείρισης του φυτικού υλικού με την επιλογή ειδών κατάλληλων για τις κλιματολογικές συνθήκες της πόλης. Η προβολή των ωφελειών του αστικού πρασίνου μέσα από φυλλάδια, οι ανοιχτές συζητήσεις, η καλλιέργεια ενός δικτύου συνεργασίας με ομάδες, όπως η Πρωτοβουλία Γειτονιάς της Αλεξάνδρου Σβώλου, όπου δημιουργήθηκε ένα πάρκο τσέπης είναι μερικές ακόμα από τις ενέργειές μας. Έχουμε, επίσης, αναπτύξει έναν αστικό αμπελώνα, που λειτουργεί ως χώρος συνάθροισης και ενεργοποίησης της γειτονιάς. Έχει δημιουργηθεί με συμμετοχή των πολιτών ο “Κήπος εις τον Κύβο”, ένας μικρός αστικός λαχανόκηπος με παρτέρια που καλλιεργούνται από κατοίκους της περιοχής. “Τρέχουμε”, ακόμα, το πρόγραμμα “Υιοθεσία ενός δέντρου”, καθώς και το GreenTree, μία πλατφόρμα καταγραφής, όπου ο πολίτης μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση στα στοιχεία του πράσινου  της πόλης του», μας λέει ο δασολόγος Ευάγγελος Ματζίρης, προϊστάμενος του Τμήματος Αλσών, Δενδροστοιχιών και Φυτωρίων του δήμου Θεσσαλονίκης.

«Έχουμε προχωρήσει στον σχεδιασμό παρεμβάσεων σε πνεύμονες πρασίνου που αποτελούν σημεία ενδιαφέροντος, όπως ο Εθνικός Κήπος και ο Λυκαβηττός, ενώ ξεκίνησε τη δημιουργία ενός μεγάλου σύγχρονου πάρκου στον Ελαιώνα”, προσθέτει ο κ. Κυριακάκης.

Εν ώρα ανάπαυσης στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, την αποκαλούμενη «αστική όαση» της αμερικανικής μεγαλούπολης. Τέτοιες οάσεις αποτελούν δομικό στοιχείο πολλών μητροπολιτικών κέντρων σε όλο τον κόσμο. Φωτογραφία: Reuters/Mike Segar

 

#81 (Μάιος 2020).