Shedia

EN GR

04/01/2021

«Η κηλίδα στο γκρι πουκάμισο»

«Τι είδους κοινωνικός αυτοματισμός είναι αυτός, αλήθεια, που προκρίνει ως αναγκαίο λιγότερο κακό να αφήνουμε τους πατεράδες και τις γιαγιάδες μας να πεθάνουν για να σωθούν κάποιοι άλλοι επειδή είναι νεότεροι; Πώς επιτρέπουμε, πώς αποδεχόμαστε ως άνθρωποι και ως πολίτες την αδυναμία, την ανικανότητα της πολιτείας να φροντίσει, με την ίδια ευλαβική συνέπεια και τους παππούδες μας, να μη φτάνει ποτέ και για κανέναν λόγο στο σημείο να πρέπει να διαλέξει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει; Όποιες και αν είναι οι συνθήκες. Διάβαζα ότι στη Γαλλία των 20.000 θανάτων οι 8.000 (το 40%) καταγράφηκαν σε οίκους ευγηρίας. Μετά ήταν αυτή η φριχτή είδηση με τα άψυχα σώματα δεκάδων ηλικιωμένων που βρέθηκαν σε γηροκομείο του Παρισιού, στον “Κήπο των Φυτών” (“Jardin des Plantes”). Φανταστείτε, καλοί μου άνθρωποι, τις τελευταίες μέρες, τις τελευταίες ώρες, τις τελευταίες στιγμές αυτών των ανθρώπων που έβλεπαν τον έναν μετά τον άλλον τους ύστερους συγκάτοικους και φίλους τους να ξεψυχούν γύρω τους, μόνοι και αβοήθητοι. Δεν θα ήθελα να ήταν η μανούλα μου στη θέση τους. Κανείς», σημείωνε ο Χρήστος Αλεφάντης στα «Λόγια της πλώρης» του τεύχους #81 (Μάιος 2020) της «σχεδίας» μας, με τίτλο «Η κηλίδα στο γκρι πουκάμισο».
 
Ακριβώς πως μέχρι τα μέσα Μαΐου οι μισοί άνθρωποι που χάθηκαν λόγω του κορωνοϊού στη Γαλλία ήταν ηλικιωμένοι που διέμεναν σε οίκους ευγηρίας, λόγω της έλλειψης τεστ και μασκών, της απροσεξίας στη διαχείριση της κρίσης, παρά το γεγονός ότι αυτή η εκατόμβη μπορούσε να αποφευχθεί και πως το προσωπικό αυτών των μονάδων είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την έλλειψη μέσων και την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας στα γηροκομεία αναδεικνύει η «Le Monde Diplomatique», στο τεύχος Ιουνίου, στο άρθρο με τίτλο «Ηλικιωμένοι εξαρτώμενοι και θυσιασμένοι» («Personnes âgées dépendantes et sacrifiées».
 
Μπορείτε να διαβάσετε τα «Λόγια της πλώρης» του Χρήστου Αλεφάντη με τίτλο «Η κηλίδα στο γκρι πουκάμισο» εδώ ή αμέσως πιο κάτω:  
 
Η κηλίδα στο γκρι πουκάμισο
 
«Είναι προνόμιο τα γηρατειά», έγραφα από τούτη εδώ τη στήλη πριν από πεντέμισι σχεδόν χρόνια, ενθυμούμενος μια καμπάνια για την Τρίτη Ηλικία που κυριάρχησε στα Μέσα Ενημέρωσης και στην ψυχή μου, πριν από πολλά χρόνια, στην άλλη πατρίδα. «Είναι προνόμιο να μεγαλώνει ο άνθρωπος. Πάει να πει ότι έχει ζήσει χαρές, λύπες, έχει κάνει φίλους, οικογένεια. Έχει δουλέψει, έχει νικήσει, έχει ερωτευτεί, έχει ηττηθεί, έχει νιώσει. Έχει ζήσει τη ζωή. Σκέφτομαι αγαπημένα πρόσωπα που δεν πρόλαβαν να χαρούν αυτό το προνόμιο», έγραφα, πριν σταθώ στους ηλικιωμένους της «σχεδίας» μας που, για ένα σωρό λόγους, δεν απολαμβάνουν αυτό το προνόμιο.
 
Αν ήταν να αντιγράψω δυο κουβέντες, όμως, το Μάιο του 2020, δεν θα ήταν από τα «Λόγια της Πλώρης» του Ιανουαρίου 2015, αλλά από ένα κείμενο που υπογράφει η γηρίατρος Λουίζ Άρονσον, στο φύλλο του Σαββάτου 28 Μαρτίου της εφημερίδας «The Atlantic». «Οι διακρίσεις εις βάρος των ηλικιωμένων επιδεινώνουν την πανδημία» («Ageism is making the pandemic worse») ήταν ο τίτλος. Ίσως και του ακαδημαϊκού Σάιντ Χελντ, ο οποίος, στις 12 Μαρτίου, έγραφε στην ίδια εφημερίδα για την «απίστευτη, άσπλαχνη σκληρότητα απέναντι στους ηλικιωμένους» («The Staggering, Heartless Cruelty Toward the Elderly»). Το θέμα πρόδηλο.
 
Τι είδους κοινωνικός αυτοματισμός είναι αυτός, αλήθεια, που προκρίνει ως αναγκαίο λιγότερο κακό να αφήνουμε τους πατεράδες και τις γιαγιάδες μας να πεθάνουν για να σωθούν κάποιοι άλλοι επειδή είναι νεότεροι; Πώς επιτρέπουμε, πώς αποδεχόμαστε ως άνθρωποι και ως πολίτες την αδυναμία, την ανικανότητα της πολιτείας να φροντίσει, με την ίδια ευλαβική συνέπεια και τους παππούδες μας, να μη φτάνει ποτέ και για κανέναν λόγο στο σημείο να πρέπει να διαλέξει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει; Όποιες και αν είναι οι συνθήκες.
 
Όχι πως ο ρατσισμός εις βάρος των γερόντων μας είναι κάτι καινούριο. Μια συνάδελφος μου έλεγε την ιστορία με τον μπαμπά της, πριν από πολλά χρόνια, στη Θεσσαλονίκη. Στα 77 του, μόλις είχε πάθει καρδιακό επεισόδιο και τον είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι. Ήταν τρομοκρατημένος. Ακουγε όμως, τη φωνή της κόρης του, που προσπαθούσε από το τηλέφωνο να συνεννοηθεί με το ΕΚΑΒ προκειμένου να στείλουν ασθενοφόρο. «Εβδομήντα επτά», την άκουσε, να λέει κάποια στιγμή, προκαλώντας την έκρηξή του: «Όχι 77! 70!», φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει, για να χαμηλώσει στη συνέχεια τον τόνο της φωνής του και να μονολογήσει μελαγχολικά: «τους γέρους θέλουν να τους ξεπαστρέψουν».
 
Διάβαζα ότι στη Γαλλία των 20.000 θανάτων οι 8.000 (το 40%) καταγράφηκαν σε οίκους ευγηρίας. Μετά ήταν αυτή η φριχτή είδηση με τα άψυχα σώματα δεκάδων ηλικιωμένων που βρέθηκαν σε γηροκομείο του Παρισιού, στον «Κήπο των Φυτών» («Jardin des Plantes»). Φανταστείτε, καλοί μου άνθρωποι, τις τελευταίες μέρες, τις τελευταίες ώρες, τις τελευταίες στιγμές αυτών των ανθρώπων που έβλεπαν τον έναν μετά τον άλλον τους ύστερους συγκάτοικους και φίλους τους να ξεψυχούν γύρω τους, μόνοι και αβοήθητοι. Δεν θα ήθελα να ήταν η μανούλα μου στη θέση τους. Κανείς.
 
«Πάνω από το 50% των θανάτων που σχετίζονται με τον κορωνοϊό καταγράφηκαν σε χώρους φιλοξενίας ηλικιωμένων, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, μια εκτίμηση που υποδηλώνει ότι δημόσιες αρχές υγείας ίσως επέτρεψαν στην πανδημία να σαρώσει τους πιο ευάλωτους πληθυσμούς, καθώς οι ίδιες επικεντρώνονταν στα νοσοκομεία και σε άλλους τρόπους διαχείρισης», έγραφε η «Washington Post» στις 23 Απριλίου («Nursing homes linked to up to half of coronavirus deaths in Europe, WHO says»).
 
Είναι συμπτώματα μιας κοινωνίας που νοσεί όχι από έναν ιό που ξεπήδησε από ένα κλουβί μιας αγοράς άγριων ζώων στα βάθη της Κίνας, αλλά από την αδυναμία της να υπερασπιστεί και να προστατεύσει τις μανάδες και τους παππούδες της, τα ίδια της τα σπλάχνα. Μια ακόμη κηλίδα στο γκρι πουκάμισο του σύγχρονου πολιτισμού.
 
Καμία κρίση δεν θεωρώ πως είναι ευκαιρία. Μπορεί, όμως, να γίνει οδηγός για εκείνα που οφείλουμε να απαιτήσουμε, να διεκδικήσουμε και να αλλάξουμε.
 
ΥΓ. Τόσοι και τόσοι ηλικιωμένοι μας ζουν αυτόν τον καιρό μέσα στον απόλυτο τρόμο, στην Καστοριά, στην Καλαμαριά, στην Πάτρα, παντού. Τι νόημα έχει, άραγε, να ακούμε κάθε βράδυ το μέσο όρο ηλικίας των θυμάτων; Να προστατεύσει τους ηλικιωμένους ή να καθησυχάσει τους νεότερους;