Shedia

EN GR

01/10/2014

Επείγοντα Περιστατικά

Έγκληµα και τιµωρία 
 
Στη χώρα της υπερβολής, όλα είναι αγώνας. Ακόµη και το να αποδείξεις ότι παραµένεις ζωντανός.
 
του Γιώργου Μπαζίνα
 
Mια ασυγκράτητη έλξη µε είχε σύρει βαθιά στον σκοτεινό κόσµο του Ρασκόλνικoφ. Ο νοσηρός ήρωας του Ντοστογιέφσκι οδηγούνταν στο έγκληµα και θ’ ακολουθούσε η τιµωρία, αν και, στην περίπτωσή του, ο ψυχικός βασανισµός του ως τιµωρία, ουσιαστικά, προϋπήρξε του εγκλήµατος, και µαζί του υπέφερα κι εγώ. Τον ακολουθούσα ανεβαίνοντας ξοπίσω του τα σκαλιά στο σπίτι της γριάς τοκογλύφου, προσπάθησα να τον εµποδίσω να κατεβάσει το τσεκούρι πάνω της, επισηµαίνοντας τις πρόδηλες αντενδείξεις του εγχειρήµατος, µάταια φυσικά, όταν, ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο νευρικά και απαιτητικά. 
Στην άλλη άκρη ήταν ο Πεθαµένος. Αχ, τι µου θύµισε αυτός ο τύπος. Παλιός συµµαθητής που µου χάρισε µια υπέρτατη στιγµή χαράς και δόξας, απ’ αυτές τις στιγµές της ζωής που δύσκολα ξεχνάει κανείς: Με εντολή του γυµνασιάρχη µπήκα στην τάξη του και ανέκραξα τη µυθική φράση: «Πεθαµένε, σε θέλει ο Χάρος!» – Χάρος ήταν το όνοµα του γυµνασιάρχη µας. Το γέλιο που ακολούθησε ευεργέτησε το εγώ µου, ακόµη και το στόµα της Ξινής –όπως λέγαµε τη φιλόλογό µας– στράβωσε σ’ ένα ίχνος ιλαρότητας, αλλά για πολύ λίγο ωστόσο. 
 
 
«Βρε ψυχή, τι κάνεις, ζεις;»
Η σιωπή που µεσολάβησε µε έκανε να διαπιστώσω τον άκαιρο και κοινότοπο χαρακτήρα του άτυχου αστεϊσµού µου.
«Άκου», µου είπε, «έχω σοβαρό πρόβληµα και σε χρειάζοµαι. Έρχοµαι σπίτι σου!»
Όταν µου εξήγησε το πρόβληµά του, µε έκανε να χαµογελάσω αθέλητα, αλλά, πραγµατικά, ήταν σοβαρό πρόβληµα, και προθύµως βεβαίωσα ότι αν µπορώ θα βοηθήσω. 
Για λόγους που µόνο ο δαίµων της γραφειοκρατίας γνώριζε, ο Πεθαµένος ανακηρύχτηκε και επισήµως πεθαµένος. Το ΙΚΑ του ζητούσε σε πολύ αυστηρό τόνο να επιστρέψει εντόκως συντάξεις που του καταβλήθηκαν πέραν της ηµεροµηνίας θανάτου του. Και το Ληξιαρχείο, στο οποίο κατέφυγε, βεβαίωνε εγγράφως ότι ο φίλος µου είχε αποχωρήσει από τα εγκόσµια. Βεβαίως, παραδεχόντουσαν ότι ήταν προδήλως λάθος και θα επιθυµούσαν πολύ να το διορθώσουν, αλλά δεν προβλεπόταν από τον κανονισµό. Ίσως θα έπρεπε να απευθυνθεί στο αστυνοµικό τµήµα έκδοσης της ταυτότητάς του, µε παρουσία µάρτυρα που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισµό του, ώστε να και διά ταύτα…
«Πάµε!» µε παρότρυνε, «στο τµήµα. Σε θέ-λω µάρτυρα!».
 
Οφείλω να οµολογήσω ότι ήταν από µέρους µου µια γενναία πράξη, µε δεδοµένο ότι η πραγµατικότητα εκεί έξω µου την έχει φυλαγµένη και, ενδεχοµένως, θα µε ανάγκαζε να πληρώσω ένα σχετικό τίµηµα γι’ αυτό. Και δεν ήµουν σίγουρος ότι ήµουν ο κατάλληλος άνθρωπος. Βλέπω νεκρούς ανθρώπους. Ο πατέρας µου την τελευταία φορά ήρθε για να µου κάνει παρατήρηση για την κουρτίνα του µπάνιου, να µην την αφήνω να κρέµεται έξω από τη µπανιέρα. Δεν καταλαβαίνω γιατί οι νεκροί ενοχλούνται από τέτοια ασήµαντα πράγµατα, αλλά ο µπαµπάς µου ήταν σχολαστικός σ’ αυτό. Και πήγα.
«Δεν είµαστε καλά!» είπε ο αξιωµατικός υπηρεσίας. «Γαµώ τα µηδένια του!» πρόσθεσε, καθώς πάλευε µ’ ένα κοµπιουτεράκι σε νούµερα απρόθυµα να συνεργαστούν. 
Πριν προλάβουµε να του εκθέσουµε το πρόβληµά µας, µας είπε: «Δεν το καταλαβαίνω! Εµείς είµαστε οι στυλοβάτες του κράτους. Το βαρύ χέρι της εξουσίας! Και να µας κόβουν το µισθό; Εµάς; Εµάς;». Υπήρχε µια αγανάκτηση ενδιαφέρουσας πολιτικής απόχρωσης.
 
«Να!» έριξε µια γενναία µούτζα στο κάδρο µε τη φωτογραφία του Ευάγγελου Βενιζέλου που κρεµόταν στον τοίχο.
«Μα γιατί έχετε κρεµασµένο τον Βενιζέλο;» ρώτησα αφελώς.
«Εγώ είµαι δεξιός, κύριε!» είπε ο αξιωµατικός. «Δεν θα µπορούσα να µουτζώνω τον Σαµαρά! Μουτζώνω τον αντ’ αυτού!»
Ο Πεθαµένος άρχισε να του εξηγεί το πρόβληµά του.
«Ε, και;» είπε ο αξιωµατικός.
«Μα δεν είµαι πεθαµένος!» αγανάκτησε ο Πεθαµένος.
 
 
«Όχι ότι η όψη σου είναι και πολύ καλή, αλλά βάσει των γεγονότων, ναι-ναι, υποθέτω ότι είσαι ζωντανός, αλλά εγώ τι θες να κάνω;»
Ο Πεθαµένος του εξήγησε ότι από το Ληξιαρχείο του ζήτησαν µια βεβαίωση από το αστυνοµικό τµήµα, µε ένορκη µαρτυρία επί τούτου, περί του µη θανάτου του.
Όλα αυτά έπεσαν κάπως βαριά για το όργανο.
«Δεν είµαστε καλά!» είπε. «Δεν υπογράφω εγώ τέτοιο χαρτί! Κι αν βγεις έξω, πέσεις, σπάσεις το σβέρκο σου και τα κακαρώσεις, πώς θα φανεί ότι εγώ πιστοποιώ ότι είσαι ζωντανός;»
Του επισήµανα ότι τότε δεν υπάρχει λόγος χρήσης της βεβαίωσης, ενώ ο Πεθαµένος σταυροκοπιόταν.
«Δεν ξέρω ‘γω!» επέµενε ο αξιωµατικός. «Στον κύριο διευθυντή! Μονάχα αυτός αποφασίζει. Ορίστε, αποκεί είναι το γραφείο του αστυνόµου».
Πήγαµε ευπειθώς να αναφερθούµε. Μόνο που δεν υπήρχε κανείς στο γραφείο.
Επιστρέψαµε στον αξιωµατικό υπηρεσίας.
«Δεν υπάρχει κανείς στο γραφείο!» του είπαµε.
«Φυσικά και δεν υπάρχει!» είπε. «Έχουν γίνει περικοπές. Δεν έχουν διορίσει ακόµη αστυνόµο!»
Τον κοιτάξαµε απορηµένοι.
 
«Αυτό κι αν δεν είναι δική µου δουλειά!» δήλωσε. «Πώς είπαµε το ονοµατάκι σου;» είπε στον Πεθαµένο.
«Πεθαµένος!» είπε εκνευρισµένα ο Πεθαµένος.
«Αχά!» είπε ενθουσιασµένος, κοιτάζοντας στην οθόνη του υπολογιστή στο γραφείο του.
«Εµ, φιλαράκο µου! Έχουµε απλήρωτες κλήσεις, ε; Έχουµε και σήµα σύλληψης! Βρε, βρε!» δεν έκρυβε τη χαρά του από την αποκάλυψη.
«Τι κλήσεις;» απόρησε ο Πεθαµένος. «Εγώ δεν έχω αµάξι!»
Εκείνη τη στιγµή ακούστηκαν φωνές στην είσοδο, κι ένας αναµαλλιασµένος νεαρός όρµησε στο γραφείο.
«Τη σκότωσα!» φώναξε. «Τη γριά! Εγώ τη σκότωσα!»
«Έξω!» ούρλιαξε ο αξιωµατικός. «Όχι πάλι τα ίδια! Αστυφύλαξ, πάρ’τον έξω αυτόν. Πέταξέ τον έξω. Δεν θέλω να τον ξαναδώ στα µάτια µου!» είπε τσαντισµένα και πρόσθεσε: «Τον Ρασκόλνικα!»
«Ρασκόλνικοφ!» διόρθωσα ασυναίσθητα.
«Τι πράµα;»
«Από το "Έγκληµα και Τιµωρία" του Ντοστογιέφσκι!» συµπλήρωσα.
«Καλά. Πες το κι έτσι!» µουρµούρισε. «Λοιπόν, τι λέγαµε;»
«Δεν έχω αµάξι!» ξανάπε ο Πεθαµένος. «Ποτέ στη ζωή µου δεν είχα αµάξι. Νέος, είχα ένα ποδήλατο. Αλλά αµάξι, όχι!»
«Και τότε, γιατί η Τροχαία σου ‘κοψε κλήσεις;» και πρόσθεσε επιτιµητικά. «Που δεν πλήρωσες µάλιστα!»
«Δεν µπορεί να έχω κλήσεις, γιατί δεν έχω αµάξι, γιατί δεν το γνώριζα, και δεν θα µπορούσα να πληρώσω κλήσεις για παραβάσεις που δεν µπορεί να έκανα!»
Ο συλλογισµός δεν φαίνεται να έγινε κατανοητός από το όργανο.
«Εδώ λέει ότι έχει απλήρωτες κλήσεις!» Ξαφνικά, θύµωσε! «Λέει ψέµατα η Τροχαία; Ε, λέει ψέµατα;»
Ο Πεθαµένος άρχισε να ιδρώνει. «Δεν έχω αυτοκίνητο!» δήλωσε παραιτηµένος. «Και είµαι ζωντανός, γαµώτο µου!»
«Μη βρίζεις, κύριε!» εκνευρίστηκε το όργανο. «Λίγο σεβασµός στο χώρο! Και λάβετε υπόψη ότι είστε υπό κράτηση, ένταλµα του εισαγγελέως!»
«Δηλαδή, αναγνωρίζετε ότι είµαι ζωντανός και µε συλλαµβάνετε;» είπε πονηρά ο Πεθαµένος.
«Δεν αναγνωρίζω τίποτα!»
«Τότε, δεν µπορείτε να συλλάβετε έναν πεθαµένο! Θα γελάει ο εισαγγελέας!»
Ο αξιωµατικός έξυσε το κεφάλι του αµήχανος.
 
«Βρε, γαµώ το µπελά µου!» δήλωσε. Γύρισε στον Βενιζέλο. «Πάρ’ τα κι εσύ!» του ‘δειξε την ανοιχτή παλάµη του.
Πάλι, ακούστηκε φασαρία στην είσοδο. Στην πόρτα ακούγονταν γδούποι. Μπήκε ο αστυφύλακας.
«Κύριε αρχιφύλακα, ξανάρθε αυτός ο Ρασκόλνικας».
«Ε, πέταξέ τον έξω τον αλήτη!» είπε έξαλλος ο αξιωµατικός.
«Δεν µπορώ!» είπε ο αστυφύλακας, « σέρνει και µια γριά σκοτωµένη µαζί του!»
«Τι; Πώς;» ούρλιαξε ο αξιωµατικός. «Δεν είµαστε καλά!» κι όρµησε πίσω από τον αστυφύλακα.
Κοιταχτήκαµε µε τον Πεθαµένο. Υπήρξε µια αλληλοκατανόηση, και ορµήσαµε κι οι δυο έξω κι αποκεί κουτρουβαλήσαµε τις σκάλες, τρέχοντας µε ολυµπιακή ταχύτητα… Όταν, ξαφνικά, σκόνταψα κι έπεσα. Ξύπνησα λουσµένος στον ιδρώτα, µε τον Ντοστογιέφσκι ακόµα στα χέρια µου. Και ξέσπασα σ’ ένα νευρικό γέλιο, γέλασα σαν τρελός, έως ότου µε έκοψε το κουδούνισµα του τηλεφώνου, νευρικό και απαιτητικό. Στην άλλη άκρη ήταν ο Πεθαµένος.