Shedia

EN GR

02/05/2015

Συναντήσεις του Σπύρου Ζωνάκη

Ο Ευάγγελος Ασηµακόπουλος, 75 ετών, µε τη σύζυγό του Λίζα Ζώη, 75 ετών, κιθαριστικό ντουέτο διεθνούς φήµης και µουσικοπαιδαγωγοί, αφηγούνται στιγµές από τη ζωή τους.
του Σπύρου Ζωνάκη
 
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ: Την κιθάρα την έµαθα µικρός από τα τραγούδια του Γούναρη, του Πολυµέρη, του Μαρούδα. Ήταν τροµερό τόλµηµα να πω στους γονείς µου ότι ήθελα να ασχοληθώ µε αυτήν. Θεωρείτο πολύ υποτιµητικό. Ήταν όργανο παρεξηγηµένο και ανυπόληπτο, της ταβέρνας. Ο όρος κλασική κιθάρα δεν υπήρχε. Το 1954, είχα την τύχη να χτυπήσω την πόρτα και να ξεκινήσω µαθήµατα µε τον Δηµήτρη Φάµπα, που µαζί µε τον Γεράσιµο Μηλιαρέση ήταν οι µόνοι επαγγελµατίες κιθαρίστες εκείνη την εποχή. Στο σπίτι του θα γνωρίσω το 1955 τη Λίζα, που ήταν πιο προχωρηµένη. Επειδή µας είχε ξεχωρίσει, µας έκανε µάθηµα την ίδια ώρα, βάζοντάς µας να ακούµε ο ένας τον άλλον για ώρες. Από την αρχή, θαύµασα την άνεση και την ελκυστικότητα του παιξίµατός της. Γίναµε φίλοι, άλλα και ανταγωνιστές. Θυµάµαι πως στις µαθητικές συναυλίες ο Φάµπας την έβαζε να παίζει τελευταία γιατί ήταν σταθερή, ενώ εµένα προτελευταίο γιατί δεν µου είχε τόση εµπιστοσύνη. Με είχε ενυπωσιάσει το εκπληκτικό πρώτο της ρεσιτάλ, µαθήτρια ακόµη, το 1958, στη γεµάτη αίθουσα του Παρνασσού. Το δικό µου θα έρθει ένα χρόνο αργότερα, στο Αγρίνιο, τη γενέτειρά µου. Ήταν τραυµατική εµπειρία, στο διάλειµµα είχαν φύγει οι περισσότεροι ακροατές. Τότε, ήµασταν οι γραφικοί, οι αλλόκοτοι, τα «ψώνια». Το γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη µετέπειτα πορεία µας ήταν όταν ακούσαµε οι µαθητές του Φάµπα ένα βράδυ το 1960, στο σπίτι του, το διασηµότερο τότε ντουέτο στον κόσµο, την Πρέστι µε τον Λαγκόγια, που για τέσσερα αλησµόνητα καλοκαίρια, από το ‘64 ώς το ’67, θα τους έχουµε καθηγητές στη Διεθνή Ακαδηµία της Νίκαιας και θα γίνουν και κουµπάροι µας. Με τη Λίζα εµπνευστήκαµε. Καταγράφηκε στο υποσυνείδητό µας η επιθυµία µας να παίξουµε κι εµείς κάποια µέρα έργα για δύο κιθάρες. Το 1962 αρχίσαµε ατελείωτες, βασανιστικές πρόβες, µεταγράφοντας κλασικούς συνθέτες για δύο όργανα. Τελικά, ένα χρόνο αργότερα, θα δώσουµε το πρώτο µας ρεσιτάλ ως ντουέτο. Ήµασταν το µοναδικό στην Ελλάδα και µόλις το τρίτο παγκοσµίως. Δεν είχαµε συνειδητοποιήσει ότι ήµασταν πρωτοπόροι. Η διθυραµβική υποδοχή που είχαµε µας ώθησε να ασχοληθούµε παραπέρα µε τη µουσική, µέχρι τότε είχαµε αβεβαιότητα αν πρέπει να συνεχίσουµε. Την ίδια περίοδο, γινόµαστε και ερωτικό ζευγάρι. Δεν είναι τυχαίο ότι τα µόνιµα ντουέτα είναι ή ζευγάρια ή αδέρφια. Μετά από πενήντα χρόνια παντρειάς, σκέφτοµαι πως η αφοσίωσή µας στην κιθάρα ήταν ο λόγος της διάρκειας της σχέσης µας. Ήταν η κοινή πηγή ενδιαφέροντος που τροφοδοτούσε την έλξη µας. Κι αυτό καθώς έχουµε τελείως διαφορετικό χαρακτήρα, εγώ είµαι πιο συγκρατηµένος και ήρεµος, ενώ η Λίζα πιο αυθόρµητη και απότοµη. Θεωρούµε σηµαδιακή την 5η Σεπτεµβρίου 1967, όταν µαθητές ακόµα του Σεγκόβια στην Ισπανία θα δώσουµε το πρώτο µας ρεσιτάλ, χωρίς αµοιβή, εκτός Ελλάδας. Ήταν η απαρχή της διεθνούς µας καριέρας. Με σύσταση του Σεγκόβια, µάλιστα, θα υπογράψουµε συµβόλαιο και µε τον Σολ Χιούροκ, τον µεγαλύτερο ιµπρεσάριο των ΗΠΑ. Το 1970, ύστερα από µια επιτυχηµένη εµφάνισή µας στη Βοστώνη, είχαµε πρόταση µε πολύ καλά χρήµατα να µείνουµε µόνιµα εκεί και να διδάξουµε στο Χάρβαρντ. Αρνηθήκαµε. Τότε, είχε µόλις γεννηθεί ο γιος µας. Δεν το µετανιώσαµε, όµως. Ήταν, βέβαια, εξαιρετικά δύσκολο να κάνουµε καριέρα στο εξωτερικό, µένοντας εδώ. Στόχος µας δεν ήταν να βγάλουµε λεφτά από τη µουσική, αλλά η προσωπική ικανοποίηση από αυτό που κάνουµε. Επιπλέον, από το 1962 ακολουθούµε παράλληλη πορεία και ως µουσικοπαιδαγωγοί. Η Λίζα είναι πιο αυστηρή, σε αντίθεση µε µένα που δεν µπορώ να χαλάσω τα χατίρια των παιδιών. Το περίεργο είναι ότι την αγαπούν πιο πολύ. Για µας, δεν υπάρχει η λέξη «σύνταξη». Όσο υπάρχουν µαθητές που µας έχουν ανάγκη και είµαστε όρθιοι, θα διδάσκουµε.
 
ΛΙΖΑ: Από πολύ µικρή µε συγκινούσε ο ήχος της κιθάρας. Στα µουσικά µας ακούσµατα, τότε, η κιθάρα ήταν όργανο συνοδείας. Όταν πήγα στο ωδείο και ρώτησα αν η κλασική µουσική που άκουγα στο ραδιόφωνο παίζεται στην κιθάρα, και µου είπαν «ναι», ανακουφίστηκα. Το γεγονός πως ασχολούµουν µε την κιθάρα ήταν για την οικογένειά µου ένα όνειδος, να µε βλέπουν να µελετάω ένα όργανο ταβέρνας αντί να σκέφτοµαι να παντρευτώ. Μου έλεγαν: «Πού θα βγαίνεις να τραγουδάς στον κόσµο;». Ήµουν η πρωτοπόρος του οργάνου στην Ελλάδα, ενώ δεν υπήρχαν και πολλές σε όλο τον κόσµο. Με την οικογένεια του Ευάγγελου, και σαν αρσενικό, τα πράγµατα ήταν ακόµα πιο δύσκολα, ο πατέρας του ήταν οδοντίατρος και τον προόριζαν να σπουδάσει ώστε να αναλάβει το ιατρείο. Ήταν λες και ανήκαµε σε ένα κλαµπ παρανόµων. Από την αρχή που τον γνώρισα, είχα θαυµάσει το πείσµα και την επιµονή του στη µελέτη, να παιδεύεται µε τις ώρες για ένα σηµείο, κάτι που εγώ δεν είχα. Το να βρούµε επαγγελµατικές διεξόδους ήταν ένα ρίσκο που, ευτυχώς, στην περίπτωσή µας είχε καλή εξέλιξη. Φανήκαµε τυχεροί στις επιλογές και στη σταδιοδροµία µας. Θυµάµαι πως ο πρώτος δίσκος µας το 1965, που ήταν και ο πρώτος κλασικής µουσικής που εκδόθηκε στην Ελλάδα, προέκυψε όταν ο Ζακ Μεναχέµ άκουσε ένα ντουέτο µας στον Παρνασσό και µας έκανε την αδιανόητη για την εποχή πρόταση. Τον ηχογραφήσαµε µέσα σε έξι ώρες, ένα βράδυ στην Κολούµπια. Αλησµόνητο θα µας µείνει, επίσης, όταν µας άκουσε ο Δραγατάκης το ΄60, που ήταν συνθέτης που δεν ήξερε την κιθάρα, και µας είπε ότι ήθελε να γράψει κάτι για µας. Πράγµατι, λοιπόν, το έκανε. Ήταν το έργο µε τίτλο «Λίζβα», από τα αρχικά των µικρών µας ονοµάτων, Λίζα και Βαγγέλης. Αυτό το έργο το γυρίσαµε σε δίσκο και, γενικά, το έχουµε ερµηνεύσει κατά κόρον στο εξωτερικό. Στη συνέχεια, συνθέτες, όπως ο Μορέλ, θα γράψουν καινούρια κοµµάτια ειδικά για µας. Εκεί, άλλωστε, ξεχωρίζει και ο ερµηνευτής, αφού στα παλαιότερα µπορείς να επηρεαστείς από προηγούµενες εκτελέσεις. Με τον Ευάγγελο δεν είµαστε ίδιοι χαρακτήρες, εκείνος είναι σχολαστικός, τελειοµανής, λεπτολόγος, εγώ πιο «χύµα». Με τη µουσική και τσακωνόµαστε και τα βρίσκουµε. Δεν προσποιούµαστε, δεν το «παίζουµε» το ιδανικό ζευγάρι, απλά αγαπιόµαστε και υπάρχει ένας αλληλοσεβασµός και εκτίµηση µεταξύ µας. Έχοντας ως προτεραιότητα την τέχνη, δεν βαλτώσαµε στην καθηµερινότητα, δεν κουραστήκαµε, δεν νιώσαµε ανία, δεν χάσαµε το ενδιαφέρον µας για τη ζωή. Είµαστε 50 χρόνια παντρεµένοι και δεν έχουµε ανταλλάξει ποτέ µια βαριά κουβέντα. Όλα αυτά τα χρόνια, έχουµε ζήσει πολύ συγκινητικές στιγµές. Μια από αυτές ήταν το 2008, για τα 50 χρόνια της διαδροµής µας, όταν το Μέγαρο Μουσικής µας κάλεσε και µας αφιέρωσε δύο βραδιές. Όραµά µας µε τον Ευάγγελο ως παιδαγωγοί είναι να διαµορφώσουµε πρώτα πρώτα καλούς ακροατές, δεν είναι ανάγκη να γίνουν όλοι σολίστ. Είναι ανυπολόγιστο το όφελος του νέου που µπορεί να απολαµβάνει τη µουσική του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν. Αισθανόµαστε υπερήφανοι όταν ακούµε µαθητές µας να µας λένε ότι παρακολούθησαν την τάδε συναυλία ή διάβασαν το δείνα βιβλίο, όταν µάλιστα τους θυµόµαστε τι γούστα είχαν κάποτε και τι τους ενδιέφερε. Η διδασκαλία της µουσικής έχει γίνει, όµως, πολύ δύσκολη στις µέρες µας. Το ρεύµα της εποχής που τα θέλει όλα έτοιµα, γρήγορα και χωρίς κούραση, σε αντίθεση µε τη µελέτη της µουσικής που ζητάει την εµβάθυνση. Όπως µου λέει και ο Εύαγγελος: «Σήµερα, µουσική σηµαίνει µόνο ξεφάντωµα. Καλό το ξεφάντωµα, αλλά µην αγνοείς και την άλλη πλευρά. Γενικά, λείπει ο πόνος, ο καηµός για τα πράγµατα». 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ