Μία εκπαιδευτικός μάς ζωντανεύει την Ήπειρο των τσελιγκάτων, της αλλοτινής ακμάζουσας κτηνοτροφίας, των πέτρινων αρχοντικών, μα και των πεντάσημων χoρών.
«Γεννήθηκα το 1960 στον Ελαιώνα της Πρέβεζας, όπου είχαν εγκατασταθεί αμέσως μετά τον πόλεμο οι γονείς μου, που προέρχονταν και οι δύο από το Συρράκο Ιωαννίνων, καθώς, όμως, η ανάπτυξη που είχε γνωρίσει ο τόπος λόγω της κτηνοτροφίας άρχισε να φθίνει, ρίζωσαν εκεί που ξεχείμαζαν με τα πρόβατα και στράφηκαν στη γεωργία, στην καλλιέργεια ντομάτας. Μετά τη λήξη του πολέμου, το Συρράκο δεν είχε πια μόνιμους κατοίκους, υπήρχαν, ωστόσο, αρκετές οικογένειες κτηνοτρόφων που ανεβοκατέβαιναν. Καθώς στη γειτονιά ήμασταν όλοι Συρρακιώτες, μεγάλωσα με τις ιστορίες των παππούδων και των γιαγιάδων για το χωριό, για τα ατελείωτα βοσκοτόπια και τo διαμοιρασμό των τσελιγκάτων, για εκείνους που έφταναν να ξεχειμάζουν με τα κοπάδια τους ώς το Ξηρόμερο, την Πελοπόννησο και τον κάμπο της Βοιωτίας, για το εμπόριο της κάπας που έκαναν οι Συρρακιώτες μέχρι τις χώρες της Δύσης και στο οποίο χρωστούσε το χωριό την άνθισή του, για το πώς ο στρατός του Ναπολέοντα χρησιμοποιούσε συρρακιώτικες κάπες, για το ότι η κοινότητα πριν από το 1900 μίσθωνε τρεις γιατρούς για τους κατοίκους, για τα μεγάλα πέτρινα αρχοντικά.
Ενώ αυτοί οι άνθρωποι είχαν ζήσει σε πολύ δύσκολες συνθήκες, είχαν απόλυτη επίγνωση ότι επρόκειτο για ένα χωριό που είχε γνωρίσει πλούτο στο παρελθόν, ήταν κάτι που το κουβαλούσαν ως προίκα», μας αφηγείται η κ. Ελευθερία, που φέρνει στο νου της τα μυστικά της επεξεργασίας του μαλλιού, του γνέσιμου και της ύφανσής του στον αργαλειό, τα οποία μεταφέρονταν από μάνα σε κόρη. «Έβραζαν φυτικές ίνες σε μεγάλα καζάνια, για να πάρουν από αυτές το χρώμα της βαφής του μαλλιού. Από τα κρεμμύδια έκαναν το καφέ-μπεζ, ενώ “στούμπιζαν” το ριζάρι για να γίνει σκόνη και να πάρουν το κόκκινο χρώμα. Μπορεί πια το εμπόριο μαλλιού να είχε σταματήσει, τα στρωσίδια και τα υφαντά, όμως, τα έφτιαχναν μόνες τους οι γυναίκες».
Το πρώτο ταξίδι της κ. Ελευθερίας στον τόπο καταγωγής της θα έρθει το 1975, τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι του χωριού. «Ήταν ένας μύθος για μένα τούτο το πανηγύρι. Από μικρή άκουγα τις ευχές των μεγαλύτερων: “Να έχουμε υγεία και του χρόνου το καλοκαίρι να ανταμώσουμε στο Συρράκο”. Μέχρι τη δεκαετία του ’80, στο πανηγύρι γίνονταν και τα προξενιά. Οι γάμοι γίνονταν κατά 90% μεταξύ Συρρακιωτών. Θυμάμαι την τόλμη μου να μπω στο χοροστάσι. Έπρεπε οι γυναίκες να πιαστούμε σε έναν τριπλό χορό, εσωτερικά των ανδρών, ενώ ο καθένας έπρεπε να χορέψει από δύο χορούς όταν ερχόταν η σειρά του, η οποία δεν παραβιαζόταν και τηρούνταν ευλαβικά. Οι Συρρακιώτες χορεύουμε συρτά στα δύο, στα τρία, αλλά έχουμε και πολλούς πεντάσημους χορούς, οι οποίοι χορεύονται με το καθαυτό συρρακιώτικο βήμα, το οποίο όσοι δεν ανεβοκατεβαίναμε στο Συρράκο δεν το ξέραμε καλά και νιώθαμε ανασφάλεια. Και όλα αυτά σε μια πλατεία με τρία διαζώματα γεμάτη κόσμο να σε παρακολουθεί. Nόμιζες ότι βρισκόσουν σε θεατρική σκηνή», συνεχίζει.
«Το 1967, έγινε ένας μεγάλος σεισμός. Γκρεμίστηκαν πολλά σπίτια στο χωριό. Ένα από αυτά ήταν και το δικό μας. Έχει μείνει μόνο το οικόπεδο. Βέβαια, από τη δεκαετία του ’90 ο οικισμός έχει αναγεννηθεί. Κανείς δεν το πίστευε ότι θα ξαναποκτούσε ζωή το χωριό. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, το επισκέπτομαι δυο τρεις φορές ετησίως και πάντα μου κάνει την ίδια εντύπωση πώς στέκονται τα σπίτια σκαρφαλωμένα το ένα δίπλα στο άλλο σε αυτήν την απότομη πλαγιά του Λάκμου, τη σοφία με την οποία έχουν χτιστεί τα πέτρινα τειχία και στηρίγματα. Ακόμη δεν έχω προλάβει να περπατήσω όλα τα καλντερίμια του χωριού. Είναι τόσα πολλά, που σε ένα σημείο μπορείς να φτάσεις από τέσσερα πέντε διαφορετικά καλντερίμια. Άκουγα πάντα τη μητέρα μου να λέει στα βλάχικα “Λασταμαρία”, εννοώντας την εκκλησία της Παναγίας στο Συρράκο και είχα σχηματίσει την εντύπωση πως εκείνη ήταν ο καθεδρικός ναός. Όταν μεγάλωσα και κατάλαβα πως η μεγάλη εκκλησία της πλατείας ήταν ο Άγιος Νικόλαος, η μητέρα μου μού απάντησε: “Δεν ήταν η δική μας εκκλησία αυτή, ήταν η Λασταμαρία”. Οι γυναίκες δεν κατέβαιναν στην πλατεία, καθώς θεωρούνταν ο χώρος των ανδρών».
Πέρα από το Συρράκο, οι άλλες μεγάλες αγάπες της κ. Ελευθερίας ήταν ο στίβος και η εκπαίδευση. «Ήμουν αθλήτρια στις μέσες αποστάσεις, 400 και 800 μέτρα. Υπήρξα και πρωταθλήτρια Ηπείρου, ενώ είχα πάρει και την έκτη θέση στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Είχα αυστηρό προγραμματισμό και μεγάλη υπομονή, έκανα δύο ώρες προπόνηση καθημερινά. Θυμάμαι που, όταν πρωτοξεκινούσα το στίβο, στο πλαίσιο των γυμναστικών επιδείξεων, εγώ ένα μικρόσωμο, αδύνατο κοριτσάκι της Δευτέρας Γυμνασίου είχα κερδίσει την τότε πρωταθλήτρια Πρέβεζας στα 400 μέτρα, που πήγαινε Δευτέρα Λυκείου».
Μετά την αποφοίτησή της από το Τμήμα Φυσικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέχρι τη συνταξιοδότησή της εργάστηκε ως γυμνάστρια. «Η επαφή μου με τα νέα παιδιά πάντα με γέμιζε χαρά και αισιοδοξία», καταλήγει.
Φασόλια με λάπατα
Υλικά
½ κιλό φασόλια
1 ξερό κρεμμύδι
1-2 πράσα του αγρού
½ κιλό λάπατα
Μάραθο
Αλατοπίπερο
Εκτέλεση
Βάζουμε τα φασόλια αποβραδίς στο νερό να μαλακώσουν και την επόμενη μέρα τα βράζουμε για πέντε λεπτά. Τα βάζουμε σε ένα ταψί με τα χοντροκομμένα λάπατα, τα πράσα, το μάραθο και το κρεμμύδι και τα ψήνουμε για 45 λεπτά στο φούρνο, προσθέτοντας λίγο νεράκι.