Shedia

EN GR

21/12/2020

Η βάρκα της συμφιλίωσης

Ένας φωτογράφος επιβιβάζεται στη βάρκα της συνάντησής μας με τον απωθημένο βαλκανικό μας εαυτό, ανακαλύπτει τη βαθιά ανθρώπινη ψυχή των γειτόνων μας, καθώς και ότι ο περίγυρός μας δεν γεννά μόνο το μίσος και τον εθνικισμό, ενώ αναζητά το αντίδοτο στη φθορά στα παιδιά. 

Συνέντευξη του Θοδωρή Νικολάου στον Σπύρο Ζωνάκη

«Σύμβολα των Βαλκανίων δεν είναι μόνο το μίσος, ο θάνατος και η εκδίκηση, οι τάφοι στη Σρεμπρένιτσα, ο οικονομικός πρωτογονισμός, οι εθνικισμοί. Βαλκάνια είναι τα παιδιά, σαν αντίδοτο στη φθορά, που παίζουν στα ερείπια ενός εγκαταλελειμμένου εργοστασίου, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι. Το νιόπαντρο ετερόθρησκο ζευγάρι, το πέρασμα από τη μια πλευρά των συνόρων στην άλλη», σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο φωτογράφος Θοδωρής Νικολάου, που επί πέντε χρόνια, από το 2015 ώς το 2019, περιπλανήθηκε στα Βαλκάνια. Καρπός τούτης της περιδιάβασης το λεύκωμά του «Αίμος. Διαδρομές στα Βαλκάνια» (εκδόσεις «Άγρα»). Πώς βρήκε στους ανθρώπους και τους τόπους της Βαλκανικής Χερσονήσου τη δική του ταυτότητα και έννοια της ολότητας; Πώς αποδόμησε τα στερεότυπα που διατηρούμε για τους γειτονικούς μας λαούς; Τι είναι εκείνο που συνθέτει τη βαλκανική ψυχή; Πώς βρήκε στα παιδιά το αντίδοτο στη φθορά; Ο Θοδωρής Νικολάου δίνει απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα στη συνέντευξή του στη «σχεδία».

Δέκα χώρες, εκατοντάδες πόλεις και χωριά, χιλιάδες χιλιόμετρα. Πώς πήρες την απόφαση να πραγματοποιήσεις αυτό το πενταετές οδοιπορικό στα Βαλκάνια;

Οι πρώτες μνήμες και εμπειρίες ταξιδιών που είχα ήταν από τα Βαλκάνια. Η πρώτη μου επαφή με ένα χώρο έξω από την πόλη μου, τη Χαλκίδα, ήταν ένα ταξίδι στη Βουλγαρία στις αρχές του 1990, όταν μόλις είχε πέσει το κομμουνιστικό καθεστώς. Ήμουν μόλις οκτώ χρόνων. Θυμάμαι που έκανα έλκηθρο στο χιονοδρομικό κέντρο στο Μπόροβιτς. Με θυμάμαι αργότερα, το 1997, στη Νις της Σερβίας, σε ένα ταξίδι που είχαμε κάνει με το κολυμβητήριο, να συναναστρέφομαι άλλα παιδιά, να γελάμε, να χορεύουμε, να παίζουμε πόλο. Αυτό, όμως, που θυμάμαι εντονότερα ήταν την απλότητα των ανθρώπων, την αποδοχή και τη φιλοξενία που βίωσα και που με έκαναν να αισθάνομαι αυτόν τον τόπο σαν το δικό μου σπίτι, σαν ένα ασφαλές πεδίο. Η δεύτερη ανάγνωση είναι πως πριν από πέντε χρόνια ένιωθα, στα 32 μου χρόνια, πως είχα τελματώσει και πως είχα ανάγκη να ανακαλύψω έναν καινούριο κόσμο που θα με τροφοδοτήσει με δύναμη, αγάπη και ζεστασιά για να υπάρχω μέσα από αυτόν. Για μένα, τα Βαλκάνια ήταν μια αναζήτηση της δικής μου ταυτότητας, της δικής μου έννοιας της ολότητας, της δικής μου διάθεσης να ενώσω τον κόσμο γύρω μου, αλλά και μέσα μου.

Η ΑΝΟΙΧΤΟΧΕΡΙΑ

Έχεις σημειώσει πως συνάντησες σε αυτό το οδοιπορικό όσα είχες ανάγκη να συναντήσεις. Ποια ήταν αυτά;

Είχα ανάγκη να συναντήσω ανθρώπους με καρδιές ανοιχτές, με τις πόρτες των σπιτιών τους  ανοιχτές, που θα με καλωσορίζουν χωρίς δεύτερες ή τρίτες σκέψεις. Πραγματικά, συνάντησα εκατοντάδες ανοιχτές πόρτες. Δεν ξέρω καν αν συνάντησα κλειστές πόρτες. Βασική μου αρχή είναι  πως, από τη στιγμή που ένας άνθρωπος σου ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του, οφείλεις να αντλήσεις το μέγιστο της φιλοξενίας του, και ας μη φωτογραφίσεις ποτέ. Το να σε οδηγήσει κάποιος στο σαλόνι του σπιτιού του και να σου γνωρίσει τη μητέρα του, τη μικρή του αδερφή, τη σύντροφό του, και να μη φωτογραφηθεί αυτό, έχει τόσο μεγάλη δύναμη ως πράξη. Το ταξίδι δεν είναι μόνο για να φωτογραφίσεις, είναι και για να ζήσεις. Ας το  ζήσεις όλο αυτό και ας μην το φωτογραφίσεις. Από τα πιο όμορφα περιστατικά που θα θυμάμαι για πάντα συνέβη στο χωριό Σκέπαν Πόλιε, στα σύνορα του Μαυροβουνίου με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη. Είχα σταματήσει εκεί να ξαποστάσω και να πιω έναν καφέ για μισή ώρα. Βλέπω έναν κύριο που καθόταν στις όχθες του ποταμού Ντρίνα. Με φιλοξένησε στο σπιτάκι του δίπλα στον ποταμό και βρεθήκαμε επί δυόμισι μέρες να τρώμε, να πίνουμε, να μεθάμε, να τραγουδάμε. Όταν, στο τέλος, τον ρώτησα τι του χρωστάω, γύρισε και μου είπε: «Το μόνο που θέλω είναι να πάρεις δυο παγωτά στα παιδιά».

Έχεις τονίσει πως είσαι απλώς ο φορέας μιας αφήγησης, που φωλιάζει στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Ποια είναι αυτή η αφήγηση για τα Βαλκάνια;

H άποψή μου για τη φωτογραφία ντοκουμέντου είναι πως αυτό που φωτογραφίζω δεν είναι κάτι που εφευρίσκω εγώ, αλλά προϋπάρχει πριν από μένα. Εγώ βρήκα μπροστά μου τους ανθρώπους, βρήκα μπροστά μου τις ιστορίες και αυτό που κατάφερα να κάνω είναι να τεμαχίσω αυτές τις ιστορίες και να τις ανασυνθέσω σε μια μεγάλη ιστορία. Στα Βαλκάνια, πέρα από την αιώνια έχθρα που τα ορίζει, υπάρχει και η έννοια της ενότητας και της ολότητας. Όταν λέμε Βαλκάνια, είναι σαν να μιλάμε για τον έναν και τον αυτό τόπο. Τα ενωμένα Βαλκάνια, όπως τα οραματιζόταν ο Ρήγας, που περιέχουν δώδεκα χώρες, πολλούς λαούς, εθνότητες, θρησκείες, αλλά είναι σαν να πρόκειται για τον έναν και τον αυτό λαό, αυτά τα Βαλκάνια, νομίζω, πως φωλιάζουν στο συλλογικό μας ασυνείδητο. Έτσι έχω στο μυαλό μου τα Βαλκάνια, έτσι τα είχα πάντα. Για αυτό θέλησα από την πρώτη μέχρι την ενενηκοστή δεύτερη εικόνα του λευκώματος, αυτός που τις βλέπει να τις σκέφτεται σαν να είναι τραβηγμένες όχι σε δέκα χώρες, αλλά σε έναν μόνον τόπο και σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Ο ΑΠΩΘΗΜΕΝΟΣ ΕΑΥΤΟΣ

Ανταγωνισμός, αλυτρωτισμός, συγκρούσεις. Με αυτές τις έννοιες έχουμε συνδέσει τα Βαλκάνια. Ποια είναι τα στερεότυπα που έχουμε για τη Βαλκανική Χερσόνησο, ποια είναι αυτά που είχες εσύ ο ίδιος και πώς αποδομήθηκαν σε τούτο το οδοιπορικό;

Tα Bαλκάνια τα έχουμε στο μυαλό μας σαν τη γη και τη μήτρα όπου γονιμοποιείται, ουσιαστικά, μόνο το σπέρμα της αντίθεσης, της διχόνοιας, του εθνικισμού, του μίσους. Σαν να πρόκειται για ένα χαρμάνι ανθρώπων και πολιτισμών που το μόνο που τα ορίζει δεν είναι η διάθεση να ζήσουν μαζί και μονιασμένα, αλλά να διαχωριστούν, και μάλιστα με έναν βίαιο τρόπο. Ξεκίνησα αυτό το οδοιπορικό για να ανατρέψω όχι την εικόνα που έχουν οι άλλοι, αλλά, ουσιαστικά, για να την ανατρέψω μέσα μου. Στη Ελλάδα, είναι σαν να απωθούμε τη βαλκανική μας ταυτότητα επειδή υπάρχουν όλα αυτά τα στερεότυπα.  Εγώ ήθελα να δω πως υπάρχει και κάτι άλλο, τα Βαλκάνια της αγάπης, της συμφιλίωσης. Ναι, υπάρχει αυτή η διάθεση της σύγκρουσης, αλλά όχι γιατί είμαστε διαφορετικοί. Υπάρχει γιατί, ουσιαστικά, στο πρόσωπο του άλλου δεν βλέπουμε τίποτε άλλο πέρα από τον εαυτό μας. Είναι σαν να αντιπαλεύουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, σαν να βλέπουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να βγαίνει ένα ασυνείδητο μίσος για εκείνον.  Έλεγαν, για παράδειγμα, για τη Βόρεια Αλβανία πως οι άνθρωποι εκεί είναι επικίνδυνοι, αυστηροί, έχουν την έννοια της βεντέτας. Εγώ είδα ακριβώς το αντίθετο. Όλα αυτά τα χρόνια, σε όλα αυτά τα ταξίδια, δεν θυμάμαι να κινδύνευσα ποτέ. 

Είναι πολλές στο λεύκωμα οι φωτογραφίες από σύνορα και συνοριακές πόλεις. Αναφέρω, για παράδειγμα, την απεικόνιση μιας βάρκας στην παγωμένη λίμνη Δοϊράνη, το φυσικό σύνορο της χώρας μας με τη Βόρεια Μακεδονία. Γιατί αυτή η έμφαση στα μεθοριακά σημεία; Μήπως ήταν ο δικός σου τρόπος να ενώσεις τους τόπους και τους ανθρώπους των Βαλκανίων;

Αυτή η βάρκα βρίσκεται από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας. Πώς η διάβαση του Αχέρωντα και η είσοδος στον κάτω κόσμο γινόταν με μια βάρκα; Ίσως αυτή η βάρκα δεν είναι η πύλη προς τον κάτω αλλά προς τον πάνω κόσμο, μια υπόσχεση ένωσης και συνάντησης. Πάντα, η έννοια του συνόρου, του ορίου, του τείχους μού ασκούσε μία περίεργη γοητεία, όχι τόσο για να ανακαλύψω το σημείο των συνόρων όσο για να δω τι κρύβεται πέρα από αυτά. Στα σύνορα στα Βαλκάνια οδηγούμουν με μία παιδική απορία του κατά πόσον μπορεί ένα κομμάτι γης να τεμαχιστεί και κατά πόσον μπορεί αυτή η τομή που έχουμε κάνει να ορίζει τη μοίρα των ανθρώπων. Το βλέπουμε και σήμερα με τους πρόσφυγες και μετανάστες. Τους σταματάμε σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης, ούτε ένα χιλιόμετρο πριν ούτε ένα χιλιόμετρο μετά. Περνώντας το συγκεκριμένο κομμάτι γης γίνεται, υποτίθεται, η είσοδος τους προς την Ευρώπη, την ελευθερία, ό,τι αυτοί οι άνθρωποι οραματίζονται. Και πίσω από αυτό η κόλαση. Στεκόμουν στα σύνορα, για παράδειγμα, της Ελλάδας με τη Βόρεια Μακεδονία και σκεφτόμουν ότι εδώ ομιλούν την ελληνική γλώσσα, έχουν τις ελληνικές συνήθειες και πέντε μέτρα πιο πέρα έχουν το δικό τους Σύνταγμα, τη δική τους αστυνομία, το δικό τους εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό μου φαίνεται εξωφρενικό, κατά πόσον μπορείς να τεμαχίσεις τη γη, αλλά και πραγματικό, γιατί έτσι είναι το έθνος-κράτος. Περνώντας από την Ελλάδα στη Βόρεια Μακεδονία, είχα στο μυαλό μου ότι περνάω στη δίπλα γειτονιά, η οποία, όμως, γειτονιά είναι ο ίδιος και ο αυτός τόπος. Σαν ένας χάρτης χωρίς σύνορα, απλά με γειτονιές.

Γιατί επέλεξες αποκλειστικά τα μεταοθωμανικά Βαλκάνια κι άφησες απέξω από το φωτογραφικό σου λεύκωμα τα αψβουργιανά Βαλκάνια, τη Σλοβενία, την Κροατία, την Τρανσυλβανία;

Ουσιαστικά, όταν λέμε Βαλκάνια, εννοούμε τα κράτη εκείνα που έχουν σαν συγκολλητική ουσία το οθωμανικό τους παρελθόν. Η Σλοβενία και η Κροατία δεν υπήρξαν κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν Αυστροουγγαρία. Αυτό που συνειδητοποιείς στον σκληρό πυρήνα των Βαλκανίων είναι η τεράστια ένταση στο συναίσθημα, κάτι που προφανώς δεν συναντάς στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο Βαλκάνιος ό,τι είναι να κάνει θα το κάνει με ένταση, θα κλάψει με ένταση, θα γελάσει με ένταση, θα γλεντήσει με ένταση, θα «μανουριάσει» με ένταση, θα θρηνήσει με ένταση. Ο Σλοβένος δεν θα το κάνει, ο Κροάτης ίσως. Το οθωμανικό παρελθόν έχει περάσει στην ψυχολογία και την κουλτούρα μας, στο πώς δομούμαστε ως άνθρωποι και χαρακτήρες, στη σχέση μας με την κεντρική εξουσία. Ενώ στις δέκα χώρες του σκληρού πυρήνα των Βαλκανίων έβλεπα τον ίδιο ακριβώς άνθρωπο, στη Σλοβενία και στην Κροατία σαν να έβλεπα έναν άλλον άνθρωπο, που δεν μπορούσα να εντάξω στο συγκεκριμένο έργο, γιατί έφευγα από την έννοια της ενότητας και έμπαινα σε κάτι άλλο που δεν μου ταίριαζε. Φυλές, θρησκείες, εθνότητες, συνήθειες και ήθη παράγουν ένα γοητευτικό κράμα ανθρώπων. Με όψη φωτεινή, βαθιά ανθρώπινη. Με τη βαλκανική ψυχή, η οποία φαντάζει τραχιά και απόκοσμη, αλλά και αυθόρμητη και σαγηνευτική όταν φλέγεται. Αυτά, λοιπόν, τα Βαλκάνια –μέσα σε όλη τους τη σκληρότητα– άρχισα να ανακαλύπτω με την περιπλάνησή μου.

ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗ ΦΘΟΡΑ

Στο λεύκωμα συνυπάρχουν εικόνες εγκατάλειψης, φτώχειας, ερειπίων, σημάδια του πολέμου με παιδιά, που κάνουν κούνια, παίζουν τραμπολίνο. Τι δηλώνει αυτή η συνύπαρξη; Την ελπίδα; Την πίστη στο μέλλον;

Σύμβολα των Βαλκανίων δεν είναι μόνο το μίσος, ο θάνατος και η εκδίκηση, οι τάφοι στη Σρεμπρένιτσα, ο οικονομικός πρωτογονισμός, οι εθνικισμοί. Βαλκάνια είναι τα παιδιά, σαν αντίδοτο στη φθορά, που παίζουν στα ερείπια ενός εγκαταλελειμμένου εργοστασίου, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι. Το νιόπαντρο ετερόθρησκο ζευγάρι, το πέρασμα από τη μια πλευρά των συνόρων στην άλλη. Από αυτή τη συνύπαρξη δεν ήθελα να φανεί κάποια ελπίδα για το μέλλον ή κάποιο όραμα. Έχει να κάνει με το τώρα. Επειδή ο κόσμος των μεγάλων είναι αρκετά σκληρός και βίαιος και ματωμένος, αν κάτι μπορεί να απαλύνει τον πόνο, αυτό είναι τα παιδιά. Μόνο τα παιδιά μπορούν να σβήσουν το μίσος,  την έχθρα, την αντίδραση, το αίμα. Τα βιώνουν, αλλά δεν μπορούν να τα συνειδητοποιήσουν όλα αυτά. Τα παιδιά που έπαιζαν στο Μαυροβούνιο σε ένα παλιό στρατιωτικό τζιπ από την εποχή του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου δεν γνώριζαν αν το τζιπ είχε χρησιμοποιηθεί στην τάδε μάχη ή αν ο οδηγός του ζει ή πέθανε. Το παιδί οραματίζεται αυτό το τζιπ να το καβαλήσει, να το βάλει μπρος και να οργώσει τον κόσμο, δεν έχει στο μυαλό του τον πόλεμο. Όπως και τα παιδιά που έπαιζαν στα ερείπια δεν ήξεραν ότι εκεί υπήρχε ένα εργοστάσιο που εγκαταλείφθηκε στη μετακομμουνιστική Αλβανία. Εκείνη τη στιγμή, το παιδί βλέπει πέτρες, δεν βλέπει ερείπια, βλέπει ένα πεδίο προς κατάκτηση, και αυτό είναι το όμορφο.

*Οι φωτογραφίες είναι από το λεύκωμα του Θοδωρή Νικολάου «Αίμος. Διαδρομές στα Βαλκάνια» (εκδόσεις «Άγρα»).

#83 (Ιούλιος-Αύγουστος 2020)