Shedia

EN GR

16/12/2020

Η εξαφάνιση της βιταμίνης

«Ένα μήλο την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα!» Αυτό το γνωμικό είχε επιβεβαιωθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 από πλήθος επιστημονικών ερευνών, που τόνιζαν την τεράστια διατροφική αξία που έχουν τα φρούτα και τα λαχανικά.

Όμως, μισόν αιώνα αργότερα, πολλοί επιστήμονες αναρωτήθηκαν κατά πόσον η θρεπτική αξία αυτών των τροφίμων επηρεάστηκε από τον ραγδαίο «εκσυγχρονισμό» που έφερε στην οικονομία και σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής η τεχνοεπιστήμη κι ο καταναλωτισμός κι άρχισαν να διεξάγουν έρευνες γύρω από αυτό το ζήτημα. Μάλιστα, ο Μπράιαν Χαλγουέιλ (Brian Halweil), ερευνητής του φημισμένου αμερικανικού οικολογικού ινστιτούτου Worldwatch, είχε την έμπνευση να προβεί στη σύνθεση μιας δεκάδας ερευνών που είχαν πραγματοποιήσει βρετανικά, καναδικά κι αμερικανικά πανεπιστήμια μετά το 1997. Τα αποτελέσματά της προβλήθηκαν από το γαλλικό οικολογικό περιοδικό «Terra Eco» και την ιστοσελίδα του (terraeco.net).  

Τα συμπεράσματα ήταν εντυπωσιακά. Όπως αποδείχθηκε στις περισσότερος περιπτώσεις, μέσα σε μισόν αιώνα, η περιεκτικότητα των φρούτων και λαχανικών σε βιταμίνες A και C, σε φώσφορο, ασβέστιο, σίδηρο και διάφορα άλλα ιχνοστοιχεία είχε μειωθεί σε ποσοστό που κυμαινόταν από 50% έως 99%! Πρωταθλητής αυτής της κατάρρευσης αναδεικνύεται το μήλο της ποικιλίας Golden: όταν οι παππούδες των σημερινών Ευρωπαίων έτρωγαν ένα μήλο της ποικιλίας Croncels, τους προσέφερε 400 mg βιταμίνης C, της βιταμίνης που έχει καίρια σημασία για την ανάπτυξη και την καλή υγεία των οστών και της επιδερμίδας. Σήμερα, ένα μήλο Golden που προσφέρουν τα ευρωπαϊκά σουπερμάρκετ περιέχει μόλις 4 mg! Δηλαδή το ένα εκατοστό! Με άλλα λόγια, θα πρέπει να φάει κανείς περισσότερο από ένα καφάσι για να προσφέρει στον οργανισμό του την ίδια ποσότητα βιταμίνης… Αξίζει να σημειωθεί ακόμα, ότι σε μερικές περιοχές της Γαλλίας, ανάλογα με το κλίμα, τα μήλα μπορεί να υποστούν έως και 40 ψεκασμούς με φυτοφάρμακα ετησίως.

Καναδοί ερευνητές διαπίστωσαν, επίσης, και την κατάρρευση των επιπέδων της βιταμίνης Α σε 17 από τα 25 φρούτα και λαχανικά που εξέτασαν. Ενώ πριν από 50 χρόνια μπορούσε κανείς να εξασφαλίσει την αναγκαία ημερήσια ποσότητα τρώγοντας ένα πορτοκάλι, σήμερα θα πρέπει να καταναλώσει 21! Μάλιστα, στην περίπτωση των ροδάκινων, αυτός ο αριθμός ανεβαίνει στα 26. Όσο για την πατάτα και το κρεμμύδια, δεν περιέχουν πλέον ούτε ίχνος της. Επιπλέον, όσον αφορά το σίδηρο και το ασβέστιο, στο 80% των λαχανικών που εξέτασαν καναδοί και τεξανοί επιστήμονες, η περιεκτικότητά τους είχε μειωθεί σημαντικά. Εντυπωσιακή ήταν η περίπτωση του μπρόκολου, το οποίο έχασε το 75% της περιεκτικότητάς του σε ασβέστιο και το 84% του σίδηρου που περιείχε στο παρελθόν.

Τροφές εξωτικές

Μήπως, όμως, τότε η λύση συνίσταται στην προσφυγή στις «υπερτροφές», στα νεόκοπα «θαυματουργά» εξωτικά προϊόντα που υμνούν η διαφήμιση κι οι αφιερωμένες στην υγεία και στην ευεξία στήλες του Τύπου και τα οποία προβάλλονται ως φάρμακο διά πάσαν νόσο; Στο γκότζι μπέρι και στα πάσης φύσεως «μπέρι», στην κινόα, στο ασάι και σε άλλα «μαγικά» τρόφιμα των οποίων η μόδα δεν έχει έρθει ακόμα στην Ελλάδα (για παράδειγμα το chia, που υποτίθεται ότι «θεραπεύει, μεταξύ άλλων, τις αρθρίτιδες, το διαβήτη, την παχυσαρκία, τις αλλεργίες, τους κιρσούς, την αλωπεκίαση, τους ερεθισμούς του εντέρου, την σκλήρυνση κατά πλάκας και το άσθμα», ή το «αφροδισιακό» μάκα των Άνδεων); 

Και πάλι το περιοδικό «Terra Eco», σε αρκετά παλαιότερο άρθρο του, είχε κατεδαφίσει αυτόν το μύθο. Καταρχάς, καθώς ζούμε μακριά από τις εξωτικές χώρες στις οποίες παράγονται, είναι αδύνατον να τα καταναλώσουμε νωπά και φρεσκοκομμένα: στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν περάσει από πολλά στάδια επεξεργασίας και μεταποίησης, τα οποία μειώνουν εντυπωσιακά την πραγματική περιεκτικότητά τους σε πολύτιμα για τον οργανισμό μας στοιχεία. 

Έτσι, σύμφωνα με μια έρευνα, ο συσκευασμένος χυμός του πολυδιαφημισμένου στη Γαλλία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ασάι περιέχει τόσα αντιοξειδωτικά όσα και… το κόκκινο κρασί ή μια καλή πορτοκαλάδα! Αυτό, βέβαια, δεν εμποδίζει την τιμή αυτού του προϊόντος να έχει εξηνταπλασιαστεί μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία –στερώντας τους πληθυσμούς ορισμένων περιοχών της Βραζιλίας από ένα παραδοσιακό στοιχείο της διατροφής τους– και τη σκόνη του ασάι να κοστίζει πλέον 250 ευρώ το κιλό… 

Επιπλέον, πολλές από τις έρευνες σχετικά με αυτά τα «υπερτρόφιμα» θεωρούνται ελάχιστα αξιόπιστες από επιστημονική άποψη. Καταρχάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε το βασικό: οι περισσότερες έρευνες δεν αφορούν το ίδιο το τρόφιμο, αλλά μια ουσία που περιέχεται σε αυτό, η οποία –σε υψηλή συγκέντρωση και σε μεγάλες δόσεις– μπορεί να έχει πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα στα εργαστηριακά πειράματα. Ένας επιστήμονας, δε, μας δίνει το εξής χαρακτηριστικό παράδειγμα: αν και είναι αδιαμφισβήτητο ότι το όπιο και η μορφίνη παράγονται από την παπαρούνα, είναι εντελώς αδύνατον να «φτιαχτεί» κανείς τρώγοντας μεγάλες ποσότητες παπαρουνόσπορου, που πωλείται ελεύθερα στα μαγαζιά μπαχαρικών (ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο), και, πόσω μάλλον, καταναλώνοντας ένα γλύκισμα πασπαλισμένο με μερικά γραμμάρια παπαρουνόσπορου. Ακόμα, αυτές οι έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί μονάχα πάνω σε μεμονωμένα κύτταρα μέσα στο εργαστήριο (in vitro) και όχι σε κλινικό επίπεδο πάνω σε ζωντανούς οργανισμούς (in vivo).

Κι αν οι έρευνες in vivo είναι περιορισμένες, ακόμα λιγότερες είναι εκείνες που έχουν πραγματοποιηθεί πάνω σε ανθρώπους. Κι επιπλέον, τους έχει ασκηθεί ιδιαίτερη κριτική από πολλά μέλη της επιστημονικής κοινότητας όσον αφορά στη μεθοδολογία τους: πολύ μικρό δείγμα, απουσία ομάδας πλασέμπο για πιο αξιόπιστη σύγκριση, κατηγορία ότι είναι μονομερώς εστιασμένες και δεν λαμβάνουν υπόψη και άλλους σοβαρούς παράγοντες που ενδέχεται να συμβάλλουν σε αυτό το αποτέλεσμα… Για παράδειγμα, στην περίπτωση του μάκα, του «αφροδισιακού» κονδύλου των Άνδεων, έρευνες απέδειξαν ότι οι αρσενικοί αρουραίοι που κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες μάκα είχαν μεγαλύτερη αναπαραγωγική δραστηριότητα και μεγαλύτερη παραγωγή σπέρματος. Αρκεί, όμως, άραγε αυτό για να συναγάγουμε αυτόματα ότι το ίδιο ισχύει και στον άνθρωπο; Κι υπάρχουν πολλά άτομα που θα άλλαζαν τόσο πολύ τις διατροφικές τους συνήθειες, ώστε να τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με αυτό; Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες επιχειρήσεις που διέθεταν στο εμπόριο χυμούς γκότζι μπέρι και ασάι καταδικάστηκαν από τις αρχές σε πρόστιμο για παραπλανητική διαφήμιση.   
 
 
Τι μπορούμε να κάνουμε, λοιπόν, απέναντι σε αυτήν την κατάσταση; Είμαστε, άραγε, οριστικά καταδικασμένοι να βυθιστούμε στην διατροφική πενία; Η εξέταση των λόγων στους οποίους αποδίδουν οι επιστήμονες τη μείωση της διατροφικής αξίας των σημερινών λαχανικών και φρούτων, αναδεικνύει –σχεδόν αυτόματα– και τις λύσεις. 
 
Πράγματι, εδώ και δεκαετίες, η υπερεντατική γεωργία στηρίζεται στην ολοένα μαζικότερη χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, καθώς και στην άφθονη άρδευση. Όλα αυτά επηρεάζουν τη διατροφική αξία των τροφίμων. Επιπλέον, οι γεωπόνοι που εργάζονται σε μεγάλα ερευνητικά κέντρα προχωρούν σε διασταυρώσεις για να δημιουργήσουν νέες ποικιλίες και σπόρους. Μοναδικό τους κριτήριο είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, η μεγαλύτερη στρεμματική απόδοση, η αντοχή στα παράσιτα και στις ασθένειες που ευνοούνται από τη μονοκαλλιέργεια, η παραγωγή πιο ευπαρουσίαστων κι ελκυστικών προϊόντων κι η μεγαλύτερη ανθεκτικότητά τους, τόσο απέναντι στις τεχνικές της εκμηχανισμένης γεωργίας όσο και σε όλα τα στάδια του ολοένα μεγαλύτερου κύκλου της εμπορίας τους. 
 
Από αυτήν την άποψη, ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ντομάτας. Πριν από έξι χρόνια, η «Le Monde Diplomatique» δημοσίευσε ένα εκτενέστατο άρθρο αφιερωμένο στην ισπανική ντομάτα με την οποία τροφοδοτείται σχεδόν το σύνολο των αγορών της Βόρειας Ευρώπης (στην ελληνική της έκδοση δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Για μια χούφτα ντομάτες»). Στα τεράστια συγκροτήματα με τα θερμοκήπια, οι ντομάτες κόβονται καταπράσινες, καθώς το ταξίδι τους προς τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα διαρκέσει 2,5-5 ημέρες, ενώ, αν υπολογίσει κανείς το διάστημα από τη συγκομιδή ώς την άφιξη στα ράφια του σουπερμάρκετ, τότε αυτό αυξάνεται στις 5-8 ημέρες. Επιπλέον, θα πρέπει να μπορούν να μείνουν στο σουπερμάρκετ τουλάχιστον τρεις ημέρες, παραμένοντας σφιχτές κι ελκυστικές, παρά την ταλαιπωρία του πολυήμερου ταξιδιού και το τραβολόγημα από το πλήθος των πελατών. 
 
Τι διατροφική αξία μπορεί να έχει ένα προϊόν που κόπηκε τόσο άγουρο και το οποίο έχει προκύψει μέσα από επανειλημμένες διασταυρώσεις που πριμοδοτούν αποκλειστικά την ανθεκτικότητα, την ομοιομορφία και την ωραία εμφάνιση; Υπάρχει, όμως, και χειρότερη εκδοχή βιομηχανικού τύπου καλλιέργειας ντομάτας: στη βόρεια Γαλλία, στο Βέλγιο και στην Ολλανδία –περιοχές που θεωρητικά αντενδείκνυνται για το φυτό– καλλιεργούνται ντομάτες μέσα σε μεγάλες τζαμωτές εγκαταστάσεις που θερμαίνονται χειμώνα καλοκαίρι με φυσικό αέριο: και, μάλιστα, «εκτός εδάφους», χωρίς χώμα, μέσα σε δοχεία από αδρανές υλικό, ενώ τα φυτά τροφοδοτούνται με νερό και χημικές ουσίες από ένα δίκτυο σωληνώσεων το οποίο χειρίζονται ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Μάλιστα, ορισμένες από αυτές τις ντομάτες τις συναντάμε και στα ελληνικά σουπερμάρκετ, αφού προηγουμένως έχουν πραγματοποιήσει ένα αντίστροφο ταξίδι προς τον Νότο. Είναι, όμως, ποτέ δυνατόν να είναι συγκρίσιμη η διατροφική τους αξία με την πιθανόν «κακομούτσουνη» ντομάτα η οποία, όμως, κόπηκε την προηγούμενη ημέρα κατακόκκινη, ώριμη και ζουμερή από τον παραγωγό που θα μας την πουλήσει την επόμενη ημέρα στη λαϊκή; 
 
Αυτά τα συμπεράσματα της απλής κοινής λογικής επιβεβαιώθηκαν και από τους επιστήμονες που πραγματοποίησαν τις έρευνες που αναφέραμε στην αρχή του παρόντος άρθρου: τα λιγοστά φρούτα και λαχανικά που παρουσίαζαν υψηλότερη διατροφική αξία ήταν εκείνα που η συγκομιδή τους πραγματοποιήθηκε όταν αυτά ήταν όσο το δυνατόν πιο ώριμα, εκείνα που προέρχονταν από όσο το δυνατόν πιο παραδοσιακές και λιγότερο «εξελιγμένες» ποικιλίες κι εκείνα που δεν καλλιεργούνταν με υπερεντατικές, βιομηχανικού τύπου μεθόδους, που συνεπάγονται μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας. Μια και μιλήσαμε για την ντομάτα, υπολογίστηκε ότι όσο αυξάνεται η στρεμματική απόδοση τόσο μειώνεται η συγκέντρωση βιταμίνης C, β-καροτίνης κι αντιοξειδωτικών.
 
 
Και, φυσικά, δεν θα πρέπει να εκπλήξει κανέναν το έτερο συμπέρασμα της έρευνας: κάτω από συγκρίσιμες κλιματικές συνθήκες, «τα βιολογικά προϊόντα παρουσιάζουν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα  βιταμίνης C, σιδήρου, μαγνησίου και φωσφόρου από τα υπόλοιπα». Μάλιστα, οι ερευνητές τονίζουν ότι μιλούν για τα βιολογικά προϊόντα που παράγονται από μικρούς βιοκαλλιεργητές, με ήπιες καλλιεργητικές μεθόδους και σεβασμό προς το περιβάλλον. Γιατί, δυστυχώς, στην αμερικανική ήπειρο και στην Ευρώπη έχει αρχίσει, επίσης, να κάνει την εμφάνισή της μια υποκριτική βιολογική γεωργία η οποία, αν και σέβεται τις τυπικές προδιαγραφές περί φυτοφαρμάκων και χημικών λιπασμάτων, εφαρμόζει τόσο υπερεντατικές καλλιεργητικές μεθόδους σε μεγάλης κλίμακας γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ώστε καταλήγει να μη διαφέρει πλέον και πολύ από τη βιομηχανική γεωργία που περιγράψαμε προηγουμένως.  
 
Όλες οι προϋποθέσεις για την παραγωγή ποιοτικών κι αληθινά θρεπτικών τροφίμων δεν μπορεί, κάτι πρέπει να σας θύμισαν. Τη «μη ανταγωνιστική», «καθυστερημένη», «χαμηλής παραγωγικότητας», όπως λένε οι τεχνοκράτες, ελληνική γεωργία, με τους μικρούς γεωργικούς κλήρους, τις πολύ συχνά μικρές στρεμματικές αποδόσεις, η οποία –αν στηριχθεί με τον κατάλληλο τρόπο– μπορεί να προσφέρει απαράμιλλης ποιότητας προϊόντα, εκμεταλλευόμενη το ιδανικό κλίμα και τη μεγάλη ποικιλία της γεωμορφολογίας της χώρας.  
 
Έναν διατροφικό παράδεισο που θα αποτελεί την απόλυτη αντίστιξη του εφιάλτη που βίωσε η δημοσιογράφος της «Libération» Ελβίρ βον Μπαρντελεμπέν όταν επισκέφθηκε ένα «αγρόκτημα» υπερεντατικής πατατοκαλλιέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες: «1.250.000 στρέμματα αυτοματοποιημένης καλλιέργειας. Τα πάντα τα διαχειρίζεται μέσω υπολογιστή ένας και μόνον αγρότης, καθισμένος στο γραφείο του: το πότισμα, τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα. Ορισμένα, δε, από τα τελευταία είναι τόσο τοξικά, ώστε πρέπει να περάσουν τουλάχιστον πέντε ημέρες από τον ψεκασμό για να μπει άνθρωπος μέσα στο χωράφι, και αρκετές… εβδομάδες μέχρι να είναι δυνατόν να καταναλωθούν οι πατάτες, οι οποίες θα μετατραπούν σε προτηγανισμένη πατάτα».