Shedia

EN GR

21/04/2022

Το πρόσωπο της αιωνιότητας

Ένας ασυμβίβαστος θεολόγος εξηγεί γιατί η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ο καλύτερος σύμμαχος του χριστιανισμού, αλλά και γιατί η χριστιανική παράδοση δεν είναι στατική, αναζητεί τη χαμένη οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, ενώ στηλιτεύει τη μονομερή προσκόλληση στα επουράνια.
 
Συνέντευξη του Χαράλαμπου Βέντη στον Σπύρο Ζωνάκη
 
 
«Όταν θεωρεί ο χριστιανισμός πως ο άνθρωπος είναι πλασμένος για την αιωνιότητα, ουσιαστικά, προσδίδει σε κάθε άνθρωπο μια απόλυτη αυταξία και τον ταυτίζει οντολογικά, ειδικά τον ξένο και τον διαφορετικό, με το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό είναι το μείζον. Αν το χάσουμε αυτό, έχουμε χάσει τα πάντα. Η “θρησκευτική ιδιώτευση”, με την έννοια μιας μονομερούς προσήλωσης στα επουράνια, που αδιαφορεί για την κοινωνική και πολιτική αδικία και βαναυσότητα είναι καταστατικά ασυμβίβαστη με το ήθος του Ευαγγελίου», σημειώνει, ανάμεσα σε άλλα, στη συνέντευξή του στη «σχεδία» ο επίκουρος καθηγητής της Φιλοσοφίας της Θρησκείας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Χαράλαμπος Βέντης, του οποίου το βιβλίο με τίτλο «Φιλελεύθερη Δημοκρατία και χριστιανική πίστη» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Αρμός». Γιατί η χριστιανική παράδοση δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένη; Ποια θεολογική αφύπνιση χρειάζεται η Ορθοδοξία; Γιατί οι πολιτικές ουτοπίες έχουν μεταφυσικά χαρακτηριστικά; Απαντήσεις (και0 σε όλα τούτα τα ερωτήματα δίνει στη συνέντευξη του στη «σχεδία» ο κ. Βέντης.
 
 
Φωτογραφία: eurokinissi/Μιχάλης Καραγιάννης
 
ΣΠ: Έχετε σημειώσει πως δεν υπάρχει καλύτερος σύμμαχος του χριστιανισμού από τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Σε θρησκευτικούς κύκλους, όμως, δεν ήταν σπάνια η μομφή προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία ότι είναι εχθρική προς τη θρησκευτική πίστη και προάγει τον αξιακό σχετικισμό. Τι, τελικά, ισχύει;
 
ΧΒ: Η εξίσωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας με τον αθεϊστικό μηδενισμό και την ατομοκρατία, αν όχι με την εν γένει αχρήστευση της πολιτικής, παραμένει ανθεκτικά δημοφιλής σε θεολογικούς κύκλους, όπου πρυτανεύει η πολιτισμική εκδοχή της ελληνορθόδοξης πίστης και στους οποίους η πολιτική τέχνη εκλαμβάνεται ρομαντικά και με σωτηριολογικούς όρους ως άνωθεν εφαρμογή μιας κοσμοδιορθωτικής «πλατωνικής ουτοπίας». Η θρηνωδία για την απώλεια της μονοπωλιακής επιβολής των χριστιανικών αξιών στις δυτικές κοινωνίες συχνά προβάλλεται ως απηνής διωγμός και εξορία του ιερού από τη δημόσια σφαίρα και αποδίδεται σε εμπαθή προκατάληψη από την οποία πάσχει εγγενώς ο πολιτικός φιλελευθερισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία. Είναι πολύ εύκολο –και ακόμη πιο εσφαλμένο– να συναγάγει κανείς ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία εχθρεύεται το «λιβάνι». Η άγνοια που οδηγεί σήμερα σε τέτοιες βιαστικές κρίσεις, όμως, είναι ασύγγνωστη και εκ του πονηρού. Ο θετικός απολογισμός της ανεξιθρησκίας και της ενδεδειγμένης απόστασης της οργανωμένης θρησκείας από τα κέντρα χάραξης και άσκησης πολιτικής εξουσίας, όπως και κάθε ψέλλισμα περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, προσκρούει συντριπτικά στα βράχια σκληρυμμένων προϊδεασμών με μακρά ιστορική παρουσία και επιρροή στο φαντασιακό ενός διόλου αμελητέου μέρους του ορθόδοξου κόσμου. Θα αποτολμήσουμε τον ισχυρισμό ότι το χριστιανικό Ευαγγέλιο συνιστά μια πρώιμη μορφή νεωτερικότητας, αν λάβουμε υπόψη τα συναρπαστικά συναφή μοτίβα που απαντούν στην Καινή Διαθήκη. Ως τέτοια, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ενδεικτικά την κατηγορηματική διάκριση των εξουσιών του Θεού και του Καίσαρα, τον επαναπροσδιορισμό της θρησκευτικής πίστης ως ελεύθερης συνειδησιακής επιλογής, την προαγωγή της ανοχής και την αποτροπή των πράξεων βίας από τον Χριστό, παράλληλα με τις ριζοσπαστικές κοινωνικές ανατροπές που εισήγαγε ο Χριστός προς όφελος των γυναικών και των κατατρεγμένων. Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, μολονότι δεν ταυτίζεται με τον ατομικισμό, σημαίνει πρωτίστως ελεύθερη αυτοπραγμάτωση και, άρα, αναπτύσσεται απρόσκοπτα σε συνθήκες πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών που προστατεύουν και, μάλιστα, υποθάλπουν την ετερότητα. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι στην πραγματικότητα συντρέχτης παρά πολέμιος του χριστιανισμού, σε πείσμα της θρυλούμενης μεταξύ τους έντασης, η οποία αποδίδεται συνήθως στην αντιπαράθεση του μονοθεϊσμού (της μίας και μόνης ορθής πίστης) με τη νεωτερική αποθέωση του πλουραλισμού, της κοινωνικής ρευστότητας και του σχετικισμού των αξιών. 
 
ΑΥΤΟΚΛΗΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ
 
ΣΠ: Έχετε σταθεί ιδιαίτερα στο ότι έχουμε περάσει από τον οικουμενικό κοσμοπολιτισμό του χριστιανισμού σε μια «πολιτισμική Ορθοδοξία», που λογίζεται ως στοιχείο πολιτιστικής ή και εθνικής ταυτότητας. 
 
ΧΒ: Χρειάζεται να υπενθυμίσουμε την ανάγκη να αποκτήσουν εκ νέου οικουμενικότητα και ανθρώπινο πρόσωπο οι εθνικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, που επί μακρόν αντιλαμβάνονται τη λειτουργία τους ως θρησκευτικά παραρτήματα των υπουργείων Εθνικής Άμυνας και Δημόσιας Τάξης των χωρών στις οποίες υπάγονται. Πρόκειται για μια αθεολόγητη εμμονή των Ορθόδοξων Εκκλησιών, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Ελλαδικής, να αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικές Εκκλησίες επιφορτισμένες με τον (αυτόκλητο) ρόλο του θεματοφύλακα της εντόπιας παράδοσης (και με ανομολόγητο απώτερο στόχο τη διατήρηση των ενίοτε σκανδαλωδών κρατικών προνομίων τους). Πόσο κραυγαλέα ετούτη η αντίφαση ανάμεσα στην εκκλησιαστική πρακτική και τη χριστιανική ανεστιότητα, που, ενώ σέβεται ό,τι πολύτιμο και καταφατικό της ανθρωπιάς διασώζουν οι πολιτισμικές παραδόσεις, μετατοπίζει την αλήθεια και την πραγματική πατρίδα των ανθρώπων στο μέλλον – επιτρέποντας, έτσι, την αληθινή κοινωνική και γεωγραφική κινητικότητα, την πνευματική ευρυχωρία και την καλλιέργεια μιας συνείδησης ανοικτών οριζόντων.
 
ΣΠ: Έχετε τονίσει ότι η χριστιανική παράδοση δεν είναι ούτε στατική ούτε ολοκληρωμένη. Δεν διακρίνουμε, όμως, συχνά, μια παρελθοντολαγνεία στον χριστιανισμό;
 
ΧΒ: Η παρελθοντολαγνεία αποθεώνει ένα παρελθόν το οποίο παρουσιάζει εξωραϊσμένο. Το παρελθόν ποτέ δεν υπήρξε χρυσό μπορεί, όμως, ωραιότατα να μετατραπεί σε είδωλο το οποίο το λατρεύουμε και αναπολώντας το παραιτούμαστε από την εγρήγορση και την κριτική σκέψη, από το καθήκον κάθε χριστιανού να αγωνιστεί ο καθένας από το δικό του μετερίζι για να βελτιωθούν τα πράγματα γύρω μας. Δυστυχώς για τους συντηρητικούς, αλλά ευτυχώς για την αλήθεια του Ευαγγελίου, το χριστιανικό κοσμοείδωλο και η χριστιανική παράδοση δεν είναι ούτε στατικά ούτε ολοκληρωμένα μορφώματα, αλλά βρίσκονται σε συνεχή εξέλιξη και εμπλουτισμό. Η προσκόλληση στο παρελθόν αποτελεί, θεολογικά τουλάχιστον, βαρύτατο ατόπημα ήδη από την Παλαιά Διαθήκη όπου ο Αβραάμ καλείται από τον Γιαχβέ να εγκαταλείψει την πατρογονική του εστία (τη βολή του γνώριμου και του οικείου) και να ξανοιχτεί στο άγνωστο μέλλον της αναζήτησης μιας νέας πατρίδας, να ανοιχτεί δηλαδή στην απροσδιοριστία. Το ίδιο και στην Καινή Διαθήκη, όπου ο Χριστός παρότρυνε αυστηρά να αφήσουμε τους νεκρούς (τα νεκρά ιδεολογήματα και τη θανατίλα του παρελθόντος) να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς και να τον ακολουθήσουμε σε ένα αβέβαιο μέλλον. Όμως, ούτε το ιουδαϊκό ούτε το χριστιανικό ιερατείο απέφυγαν ποτέ τον πειρασμό της παρελθοντολαγνείας. Προτάσσοντας ανακλαστικά και θεολογικώς απερίσκεπτα μια στατική, πετρωμένη και δήθεν «ολοκληρωμένη» εκδοχή-καρικατούρα της παράδοσης, που αντλεί από το νεκρό γράμμα παρά από το πνεύμα της Πατέρων, η Ορθόδοξη Εκκλησία πασχίζει συχνά να διασώσει  ό,τι πηγάζει από τη φύτρα των Φαρισαίων και συγκρούεται ευθέως με το πνεύμα του Χριστού και του Ευαγγελίου Του.
 
ΠΕΔΙΟ ΑΓΝΟΙΑΣ
 
ΣΠ:  Έχετε υπογραμμίσει, μάλιστα, την ανάγκη αναστοχασμού της χριστιανικής θεολογίας.
 
ΧΒ: Μια θρησκευτική πίστη που δεν αναστοχάζεται όχι μόνο αυτοκαταστρέφεται και παθαίνει αυτοανάφλεξη, αλλά είναι και τοξική για τον κόσμο. Η θεολογία, όταν βέβαια λειτουργεί σωστά, δεν είναι περιττή πολυτέλεια για τον άνθρωπο και την εκκλησία. Αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα αυτοκριτικής μιας πίστης και πρέπει να ρίχνει αλάτι και όχι μέλι στα έλκη του εκκλησιαστικού σώματος. Σε ό,τι αφορά την κοσμολογία και την ανθρωπολογία, οι οποίες μόλις που άρχισαν να εξετάζονται συστηματικά από τη χριστιανική θεολογία, υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο άγνοιας και ως τούτου συμπλήρωσης αλλά και αναθεώρησης πολλών προκαταλήψεων ή ακόμα εσφαλμένων αντιλήψεων για το σύμπαν και τον άνθρωπο που παρεισέφρησαν στο χριστιανικό κοσμοείδωλο από καθαρή άγνοια ή λόγω των γνωσιακών προγενέστερων εποχών. Ας γίνει, επιτέλους, κατανοητό ότι το χριστιανικό κοσμοείδωλο δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένο (και ευτυχώς): είναι σαν ένα παζλ από το οποίο λείπουν πολλές ψηφίδες. Η Ορθοδοξία, για παράδειγμα, για να εστιάσουμε λίγο αυτοκριτικά στα του οίκου μας, συνεχίζει ακόμη με απροβλημάτιστη εμμονή να αποφαίνεται, κηρυγματικά και θεολογικά, ερήμην της κοπερνίκειας και της δαρβινικής επανάστασης, της πραγματικής ηλικίας του ανθρώπινου γένους, της γενετικής διαμόρφωσης του σεξουαλικού προσανατολισμού κ.λπ.
 
ΣΖ: Επισημαίνετε ότι χρειάζεται μια θεολογική αφύπνιση ενάντια στη διολίσθηση της Ορθοδοξίας σε μία μονομερή προσκόλληση στα επουράνια. Όντως, έχει χρεωθεί στον χριστιανισμό, λόγω τούτης της προσκόλλησης, ένας μεταφυσικός εξωραϊσμός του πόνου και της ανθρώπινης δυστυχίας.
 
ΧΒ: Πρέπει να αρθεί αυτός ο δυαλισμός, ότι άλλη είναι η επίγεια ζωή και άλλη η προέκταση της επίγειας ζωής στην αιωνιότητα. Όταν θεωρεί ο χριστιανισμός πως ο άνθρωπος είναι πλασμένος για την αιωνιότητα, ουσιαστικά, προσδίδει σε κάθε άνθρωπο μια απόλυτη αυταξία και τον ταυτίζει οντολογικά, ειδικά τον ξένο και τον διαφορετικό, με το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό είναι το μείζον. Αν το χάσουμε αυτό, έχουμε χάσει τα πάντα. Η «θρησκευτική ιδιώτευση», με την έννοια μιας μονομερούς προσήλωσης στα «επουράνια» που αδιαφορεί για την κοινωνική και πολιτική αδικία και βαναυσότητα είναι καταστατικά ασυμβίβαστη με το ήθος του Ευαγγελίου. Γίνεται πολύ μεγάλος λόγος στον ορθόδοξο χώρο περί «πνευματικότητας» και «βιώματος». Εδώ, όμως, χρειάζεται πολλή προσοχή. Γιατί η πνευματικότητα δεν είναι ένα είδος φυγής από την πραγματικότητα, δεν είναι η εστίαση στα επουράνια όταν χάνουμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας και αδιαφορούμε για το τι συμβαίνει γύρω μας. Η χριστιανική αντίληψη της δικαιοσύνης δεν τίθεται ως πολιτικό πρόταγμα και δη κρατικά επιβεβλημένο, αλλά με τη μορφή της άγρυπνης ευαισθησίας και μέριμνας των πιστών για τους αδύναμους, για το τελευταίο κουρέλι που συναντάει κανείς στο δρόμο –όπως είχε επισημάνει σε μια συγκλονιστικά ανατρεπτική εισήγησή του ο Σταύρος Ζουμπουλάκης– και η φωνή του χριστιανικού κόσμου θα είναι ευεργετική και πολύτιμη, όταν, αντί να αναλώνεται σε θεοκρατικές διεκδικήσεις και ανώφελες μάχες οπισθοφυλακής, όπως δυστυχώς συχνά αρέσκονται να πράττουν οι ταγοί του, θα καταγγέλλει τις χαραμάδες και τα κενά που αφήνουν χαίνοντα ακόμη και οι στιβαρότεροι και στον μέγιστο δυνατό βαθμό λειτουργικοί πολιτικοί θεσμοί, κενά από τα οποία βρίσκει δίοδο να ξεπροβάλει ανεμπόδιστη η απανθρωπία, με τη μορφή π.χ. της εμπορίας γυναικών, της κακοποίησης των κρατουμένων στα αστυνομικά τμήματα, στις φυλακές και τα στρατόπεδα μεταναστών. Αυτά είναι λίγα μόλις παραδείγματα σιωπηρά αμνηστευμένης απανθρωπίας. 
 
ΣΖ: Θεωρείτε πως ο άνθρωπος είναι φύσει ελλειπτικός. Και όμως, όπως εξηγείτε, τούτη η έλλειψη είναι που αποτελεί τη δημιουργική του δύναμη.
 
ΧΒ: Βέβαια. Επείγει, κυριολεκτικά, να συνειδητοποιήσουμε πως ο ανθρώπινος νους και η ανθρώπινη κατάσταση είναι διαποτισμένα από έλλειψη. Αυτό μας προφυλάσσει από μεσσιανικά σύνδρομα. Η εσχατολογία είναι η εναγώνια ανθρώπινη αναζήτηση υπαρκτικού νοήματος και σκοπού, πράγματα τα οποία προσφέρει στην απλούστερη και σχηματικότερη δυνατή μορφή: προπαγανδίζοντας μιαν αλάνθαστη κατευθυντήρια γραμμή σαν πανάκεια των προβλημάτων του βίου και της ιστορίας, δηλαδή μια σωτηριολογία. Η εσχατολογία απαλλάσσει τους θιασώτες της από το μόχθο της σκέψης και της προσωπικής ευθύνης περί του πρακτέου, με την υποβολή πλασματικών μορφών πληρότητας και αποκατάστασης, που εκτοπίζουν τη βαθύτατα ανθρώπινη ανάγκη της αυτοπραγμάτωσης και της προσωπικής δημιουργικότητας. Εκμεταλλευόμενη την ανασφάλεια και το φόβο της ανθρώπινης ψυχής ενώπιον του κενού της, η εσχατολογία  θηρεύει συνειδήσεις συγκαλύπτοντας τεχνηέντως το αβυσσαλέο έλλειμμα δεδομένου νοήματος που διαπερνά εξ ολοκλήρου την ανθρώπινη ύπαρξη και το οποίο έκαστος των ανθρώπων καλείται να συμπληρώνει μόνος του διά βίου. Είναι η συναίσθηση ακριβώς της έλλειψης που δίνει στον άνθρωπο την ώθηση για δημιουργία, η κινητήρια δύναμη που στρέφει την προσοχή του στα εγκόσμια με σκοπό την αλλαγή τους επί τα βελτίω, τα οποία, όμως, η εσχατολογία, στη θρησκευτική της τουλάχιστον εκδοχή, θέτει κατά κανόνα σε απαξίωση, με τη μετάθεση  κάθε ελπίδας και προοπτικής για πρόοδο στο επέκεινα.
 
ΟΛΕΘΡΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
 
ΣΠ: Γιατί διαφοροποιείται η χριστιανική εσχατολογία από τον μεσσιανισμό; 
 
ΧΒ: Με την έννοια ότι δεν υπόσχεται το Ευαγγέλιο ότι κάποια στιγμή αυτός ο κόσμος ενδοϊστορικά θα γίνει ένας ιδανικός κόσμος. Η ανθρώπινη συνύπαρξη μπορεί να βελτιωθεί πολύ και σημαντικά, πότε μέσα από μικρά βήματα πότε από μεγαλύτερα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν υπόσχεται κάποιον επίγειο Παράδεισο. Ο θελκτικότερος και πιο ολέθριος πειρασμός των Χριστιανών είναι να θελήσουν να εκβιάσουν την έλευση των εσχάτων και να εγκαθιδρύσουν έναν επίγειο παράδεισο στη γη, σε πείσμα των ρητών διακηρύξεων του ίδιου του Χριστού υπέρ του αντιθέτου. Υπό το πρίσμα των κριτηρίων του Ευαγγελίου, η θεοκρατική επιβολή μιας και μόνης εκδοχής του αγαθού και του δέοντος επί της κοινωνίας, κοινώς η εξαναγκασμένη αρετή, πρέπει να απορριφθεί ως πλάνη, που, εκτός από υποκριτική και μνησίκακη, συνιστά ωμή παραβίαση της ανθρώπινης συνείδησης, την ελευθερία της οποίας σεβάστηκε μέχρι θανάτου στο Σταυρό ο ίδιος ο Θεός.