05/08/2022
Η χείρα της διπλανής πόρτας
Η ενδοοικογενειακή βία δεν αποτελεί ιδιωτική αλλά κοινωνική υπόθεση, και ο αγώνας για την εξάλειψή της περνάει μέσα από τον γείτονα, τον φίλο, τον διπλανό.
κείμενο: Σπύρος Ζωνάκης
Νοέμβριος 2019, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σε εκδήλωση με θέμα «Έμφυλη Βία και Κοινωνικοπολιτικές πρακτικές. Η ακραία περίπτωση της Γυναικοκτονίας», αποκαλύπτεται πως 2.600 γυναίκες στην ΕΕ χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο από ενδοοικογενειακή βία. Το 82% των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας έχουν θύματα τις γυναίκες. Μία στις δύο δολοφονίες γυναικών παγκοσμίως γίνεται από τους συζύγους/συντρόφους. Παράλληλα, μία στις τρεις γυναίκες, σε όλο τον κόσμο, βιώνουν σωματική ή σεξουαλική βία κάποια στιγμή στη ζωή τους. Κι ενώ στη χώρα μας, το 2021, καταμετρήσαμε 17 γυναικοκτονίες, ποια είναι η κοινωνική ευθύνη, η ατομική ευθύνη του διπλανού, του γείτονα, του φίλου, του συγγενή, στη μη εξάλειψη της ενδοοικογενειακής βίας; Πώς μπορούμε να σταθούμε δίπλα στα θύματά της; Είναι τούτο το φάκελο που ανοίγουμε στη «σχεδία» μας.
«Σχεδόν κάθε βράδυ, γύρω στις δύο τα ξημερώματα, την άκουγα να κλαίει και να φωνάζει. Το διαμέρισμά μου στο ισόγειο, το δικό της στον τρίτο. Κάθε φορά που η κραυγή της έσπαζε την ησυχία, παράταγα τα χαρτιά μου και πάλευα να καταλάβω αυτά που λέει. Στην αρχή νόμιζα πως την παίδευε κάποια ψυχική νόσος, μια και στην πολυκατοικία την αποκαλούσαν “ τρελή”. Με τον καιρό, όμως, κατάλαβα ότι η τρέλα της δεν ήταν τρέλα, μα αποτέλεσμα της άγριας κακοποίησης που είχε υποστεί. Ας πούμε πως την λένε Ελένη. Γνώρισε τον άντρα της στα 25, ενώ δούλευε σαν φωτογράφος σε κάποιο περιοδικό. Εκείνος ήταν φωτιστής και ερωτεύτηκαν αμέσως. Ήταν καλός, ευγενικός και γενναιόδωρος. Μίλαγαν με τις ώρες, διάβαζαν αγκαλιά, πήγαιναν ταξίδια και όλα έδειχναν πως η ευτυχία τους θα κράταγε παντοτινά. Μια μέρα συγκατοίκησαν και τα προβλήματα ήρθανε γρήγορα: ζήλεια, νεύρα, έλεγχος και κατηγορίες. Άρχισε να τη βρίζει και να την απειλεί και, μια φορά που θέλησε να βγει με κάποιον φίλο της, την έδειρε. Την έδερνε κι έπειτα ζήταγε συγγνώμη, κλαίγοντας σαν μωρό. Σταδιακά, σταμάτησε να κλαίει και να ζητάει συγγνώμη. Έμεινε μόνο η κακοποίηση και οι απειλές πως αν τολμήσει να τον αφήσει, θα τη σκοτώσει», περιγράφει η δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Κεντρωτή.
Φωτογραφία: Oded Balilty
ΛΑΜΨΗ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ
«Την Ελένη την συμπάθησα πολύ. Μου πήρε χρόνο μέχρι να μου ανοιχτεί και να μου πει την ιστορία της. Βλεπόμασταν κρυφά τα πρωινά, όταν ο άντρας της ήταν στη δουλειά. Σταδιακά, ψάξαμε τις εναλλακτικές της και αποφάσισε να κάνει ό,τι χρειάζεται για να χωρίσει. Μίλησε με τον δικηγόρο μου, κάλεσε ένα συμβουλευτικό κέντρο, βρέθηκε με έναν ψυχολόγο και τα γαλάζια μάτια της είχαν αρχίσει να αποκτούν και πάλι λάμψη. Είχαν περάσει ήδη έξι μήνες από την πρώτη φορά που τη συνάντησα και τα βράδια της ήταν πιο ήσυχα, μέχρι που μίλησε στον άνδρα της για διαζύγιο. Εκείνο το βράδυ οι κραυγές της επανήλθαν έντονες, σπαρακτικές. Της είχα υποσχεθεί ότι δεν θα καλούσα την αστυνομία, οπότε περίμενα να έρθει το πρωί για να τη δω και να την πείσω να τον εγκαταλείψει άμεσα. Δυστυχώς, δεν την ξανάδα. Εκείνο το πρωί δεν εμφανίστηκε. Ούτε το επόμενο. Έμαθα πως μετακόμισαν αλλού. Η αλήθεια είναι πως τη σκέφτομαι συχνά και εξαιτίας της έμαθα πολλά για το πώς μπορεί κανείς να διαχειριστεί τη βία της διπλανής πόρτας. Το πολύ σημαντικό, που το έμαθα αργά, είναι ότι οφείλεις να πας στην αστυνομία. Όσο δύσκολο και βαρύ και αν είναι, πρέπει να γίνει καταγραφή του γεγονότος. Αν δεν το καταγγείλεις και έρθουν στη συνέχεια τα χειρότερα, δεν υπάρχει πουθενά η απόδειξη πως υφίσταται παρελθόν. Ακόμη και σήμερα, νιώθω πως δεν έκανα όλα όσα έπρεπε», συνεχίζει την εξιστόρηση της εμπειρίας της η κ. Κεντρωτή.
«Σε περίπτωση που αντιληφθείτε ενδοοικογενειακή βία, μπορείτε να την καταγγείλετε στο Κέντρο της Άμεσης Δράσης (100), να ενημερώσετε άμεσα το τοπικό Αστυνομικό Τμήμα ή τις εισαγγελικές αρχές ή να τηλεφωνήσετε στην 24ωρη τηλεφωνική γραμμή του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (197). Επίσης, μπορείτε να καλέσετε τη Γραμμή SOS 15900», μας πληροφορεί.
Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ
«Σε περίπτωση που κάποιος είναι αυτήκοος ή αυτόπτης μάρτυς κακοποίησης τον προτρέπουμε να καλεί την αστυνομία ή επίσης και τα καινούρια τμήματα ενδοοικογενειακής βίας της αστυνομίας που λειτουργούν σε όλη την επικράτεια», μας εξηγεί η κ. Πηνελόπη Μουρτζούκου, νομική σύμβουλος του Συμβουλευτικού Κέντρου Ελευσίνας του Δικτύου της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (ΓΓΟΠΙΦ). «Η καταγγελία στην αστυνομία μπορεί να γίνει και ανώνυμα. Αν υπάρχει κίνδυνος ζωής, πρέπει να τονιστεί για να γίνει άμεση παρέμβαση. Είναι πολύ σημαντικό, αν είμαστε μάρτυρες τέτοιων γεγονότων, να γινόμαστε εμείς η φωνή του θύματος, γιατί αλλιώς είναι σαν να υπερασπιζόμαστε εκείνη τη στιγμή τον δράστη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν γυναίκες που έχουν υποστεί βία, οι οποίες όταν φτάνουν στη δικαιοσύνη δεν έχουν μάρτυρες. Πολλοί είναι εκείνοι που ενώ έχουν ακούσει ή δει έναν ξυλοδαρμό δεν πηγαίνουν να συνδράμουν αυτή τη γυναίκα, καθώς ακόμη υπάρχει η νοοτροπία τα “εν οίκω μη εν δήμω”. Πρέπει να καταλάβουμε ότι είμαστε συνυπεύθυνοι για τον τραυματισμό ή το θάνατο αυτών των γυναικών.
Ποιο, όμως, κρίνει η ίδια ως ενθαρρυντικό στοιχείο; «Το ότι μέσα στο 2021 έχουν αυξηθεί οι κλήσεις τρίτων προσώπων (το πρώτο δεκάμηνο του 2021 ανήλθαν σε 1.675), είτε από το περιβάλλον του θύματος είτε από τη γειτονιά, στη γραμμή 15900 του Δικτύου της ΓΓΟΠΙΦ, ακριβώς γιατί θέλουν να ενημερωθούν για το πώς μπορούν να βοηθήσουν. Αυτό είναι σπουδαίο, γιατί παλαιότερα δεν υπήρχαν τόσες κλήσεις από τρίτα πρόσωπα. Με τη δημοσιοποίηση που έχουν λάβει τα περιστατικά των γυναικοκτονιών, έχει αρχίσει ο κόσμος και θορυβείται. Ακούει ένα επεισόδιο στο διπλανό διαμέρισμα και φοβάται μήπως τη σκοτώσει. Η καταγγελία της γειτόνισσας στη Δάφνη, η οποία δεν τελεσφόρησε γιατί δεν έδρασαν σωστά οι αστυνομικές αρχές, η χείρα βοηθείας που έτεινε η σερβιτόρα στην Ηλιούπολη, η ενημέρωση που έκανε στο αστυνομικό τμήμα εκείνη η κυρία για τον γυναικοκτόνο στη Φολέγανδρο, όλα αυτά αποδεικνύουν ότι κάτι αλλάζει, σιγά σιγά, στις συνειδήσεις μας. Η κοινωνία, δηλαδή, αρχίζει να αφυπνίζεται. Δεν αλλάζει, βέβαια, έτσι εύκολα μία παγιωμένη αντίληψη».
Φωτογραφία: Unsplash/ Jason Leung
ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟΔΟΧΗΣ
Σύμφωνα με την ψυχολόγο δρ. Κική Πετρουλάκη, πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά της Βίας, «η θεώρηση της ενδοοικογενειακής βίας ως ιδιωτικής υπόθεσης είναι αρκετά διαδεδομένη. Αν μια γυναίκα μας εκμυστηρεύεται τι της συμβαίνει (η οποία μόλις έχει αρχίσει να καταλαβαίνει ότι αυτό είναι μία κακοποιητική και όχι μία κακή σχέση) και εμείς το αντιμετωπίζουμε ως μία οικογενειακή υπόθεση και δεν θέλουμε να μπλέξουμε, οι συνέπειες που θα υποστεί το άτομο που κακοποιείται μπορεί να είναι ολέθριες, γιατί ουσιαστικά περνάμε το μήνυμα ότι είναι κάτι αποδεκτό. Πόσες φορές δεν δίνονται συμβουλές του τύπου: “Μη χαλάς το σπίτι σου, δεν έγινε και κάτι”. Άλλες πάλι επιρρίπτουμε σε εκείνη την ευθύνη, λέγοντάς της: “Τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι;». Σαν να είναι δική της η ευθύνη που κακοποιείται και επίσης δική της να τα σώσει».
Μία άλλη συχνή αναρώτηση ημών των τρίτων αναφορικά με μία γυναίκα που κακοποιείται είναι «γιατί δεν σηκώνεται να φύγει». «Μια γυναίκα που μένει και επιβιώνει σε αυτές τις συνθήκες είναι πάρα πολύ δυνατή, και το πότε είναι ασφαλές να φύγει μόνο η ίδια μπορεί να το αξιολογήσει. Κανένας μας δεν γνωρίζει τον κίνδυνο που διατρέχει. Ξέρουμε ότι η πιο επικίνδυνη εποχή είναι τη στιγμή που αποφασίζει να φύγει, γιατί τότε ο δράστης θα χάσει τον έλεγχό της. Μπορεί τότε ακόμη και να τη δολοφονήσει. Τα σημάδια κινδύνου δεν είναι απαραίτητα συνδεδεμένα με τη σωματική βία, που προϋπάρχει, αλλά με την ελεγκτικότητα του ανθρώπου που κακοποιεί. Εμείς οι τρίτοι άνθρωποι, όταν δίνουμε συμβουλές σε μία κακοποιημένη γυναίκα τι να κάνει και τι όχι, πράττουμε το ίδιο με τον δράστη, που της λέει πώς να ζήσει τη ζωή της. Αν θέλουμε να σταθούμε σε μία τέτοια γυναίκα, πρέπει να τη ρωτήσουμε: “Τι σου χρειάζεται; Πώς αισθάνεσαι; Μπορώ να κάνω κάτι για σένα;”. Και όχι να της κουνήσουμε το δάχτυλο. Μπορεί μία γυναίκα να μην είναι ακόμη έτοιμη να πει ότι κακοποιείται, το γεγονός, όμως, ότι τη ρωτάμε σημαίνει ότι το είδαμε και ότι είμαστε εκεί για να κάνουμε οτιδήποτε μας ζητηθεί», προσθέτει η κ. Πετρουλάκη.
ΑΧΡΕΙΑΣΤΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ
Τι είναι εκείνο που πρέπει να κάνουμε για να βοηθήσουμε μία γυναίκα που υφίσταται βία; «Να την ακούσουμε, να αισθανθεί ασφάλεια, ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που την καταλαβαίνει. Δεν χρειάζεται να τη συμβουλέψουμε, αυτόν το ρόλο έχουν τα συμβουλευτικά κέντρα του δικτύου δομών του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ) και της ΓΓΟΠΙΦ. Επίσης, δεν μιλάμε απαξιωτικά για τον δράστη, γιατί οι έρευνες δείχνουν πως στις περισσότερες περιπτώσεις οι γυναίκες είναι πεπεισμένες πως φταίνε εκείνες. Πολλές φορές, ακούμε τη φράση: “Δεν μίλησα για να μην τον προκαλέσω” ή “Δεν αντέδρασα γιατί ξέρω ότι είναι βίαιος και θα εκνευριστεί”. Χρειάζεται πολύ μεγάλη λεπτότητα και προσοχή στους χειρισμούς, για να μην έχουμε το αντίθετο αποτέλεσμα», υπογραμμίζει η αντιπρόεδρος του ΚΕΘΙ κ. Αθανασία Ξεπαπαδάκου.
«Εμείς θέλουμε οι γυναίκες να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που βιώνουν δεν πρέπει να το βιώνουν. Σε πολλές περιπτώσεις, πάνω στην ένταση και το θυμό της στιγμής, επισκέπτονται το συμβουλευτικό κέντρο, γνωρίζουν, δηλαδή, ότι υφίστανται κάτι το οποίο δεν επιτρέπεται. Δεν συνεχίζουν, όμως, τις συνεδρίες. Περνάει κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να συμβεί εκ νέου κάποιο περιστατικό και να ξαναέρθουν στο συμβουλευτικό κέντρο. Εμείς στεκόμαστε δίπλα τους, τους τονώνουμε την αυτοπεποίθηση, τους λέμε πόσο χρήσιμες είναι, πόσα πολλά έχουν να προσφέρουν στα παιδιά τους και τις παροτρύνουμε να επισκεφθούν το συμβουλευτικό κέντρο, για να μπορέσουν να αντιληφθούν οι ίδιες αυτό που πρέπει να κάνουν», συμπληρώνει.
Ακόμη και αν η επέμβαση της αστυνομίας (κατόπιν κλήσης κάποιου γείτονα) δεν έχει αποτέλεσμα, μπορεί εντέλει αυτή η γειτονική χείρα να αποδειχθεί σωτήρια για το θύμα της βίας. «Αν ένας γείτονας καλέσει την αστυνομία και καταγγείλει ότι στο διπλανό διαμέρισμα κάποιος δέρνει τη γυναίκα του, η αστυνομία οφείλει να έρθει. Ακόμη, όμως, κι αν δεν γίνει τίποτε ή αν γυναίκα φοβάται τόσο πολύ, που θα το κρύψει, έχει λάβει το μήνυμα ότι αυτό δεν είναι αποδεκτό και θα κάνει τα πράγματα λίγο πιο εύκολα – καθώς χρειάζεται μια προετοιμασία για να αποδράσεις από μία βίαιη σχέση. Αν ως κοινωνία είχαμε μηδενική ανοχή απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα, οι δράστες θα έπαιρναν και αυτοί το μήνυμα. Τώρα, εισπράττουν το μήνυμα ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν και να συνεχίζουν ατιμώρητοι, αρκεί να μην τη σκοτώσουν. Πάρα πολλά άτομα θα σταματούσαν να κακοποιούνται αν το νομικό σύστημα αντιμετώπιζε την ενδοοικογενειακή βία ως ένα πολύ σοβαρό έγκλημα, επομένως οι όροι προστασίας –είτε είναι περιοριστικοί όροι είτε ασφαλιστικά μέτρα– θα επιτηρούνταν και θα επιβάλλονταν. Αυτό δεν έχουμε στην Ελλάδα», σημειώνει η κ. Πετρουλάκη.
Όπως τονίζει η ίδια, «από τις γυναίκες που βάσει των μελετών κακοποιούνται στην Ελλάδα, μόλις το 1% κάνει καταγγελία στην αστυνομία. Αυτό έχει να κάνει και με την ενημέρωση των γυναικών, αλλά και με την ποιότητα των υπηρεσιών. Μετά τη γυναικοκτονία στη Δάφνη, αυξήθηκαν κατακόρυφα οι καταγγελίες στην αστυνομία κι αυτό επειδή ξεκίνησε ένορκη διοικητική εξέταση και βγήκαν σε διαθεσιμότητα οι αστυνομικοί του περιπολικού που δεν έκαναν τη δουλειά τους, καθώς σκέφτηκαν οι άνθρωποι που κακοποιούνται: “Λες τώρα κάτι να αλλάζει και να προστατευτώ αν κάνω καταγγελία;”».
Φωτογραφία: Unsplash/ Sydney Sims