Η τυραννία της ευτυχίας
Κείμενο:
Μαρία Παπαδοδημητράκη
Το 1921, o ρώσος συγγραφέας Γεβγκένι Ζαμιάτιν έγραψε το βιβλίο «Εμείς». Στο βιβλίο αυτό περιγράφει πώς είναι η ζωή σε μια μελλοντική δυστοπία, στην κοινωνία του Μονοκράτους, όπου κάθε ιδέα ατομικότητας και ελευθερίας καταλύεται στο όνομα της συλλογικής «ευτυχίας». Μήπως, όμως, το φανταστικό Μονοκράτος δεν βρίσκεται τόσο μακριά; Αν ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, ίσως, τώρα, στην εποχή της πανδημίας, περισσότερο από πριν, θα δούμε αμέτρητα βιβλία με τίτλους όπως «Ευτυχία με απλά βήματα», οι κινηματογραφικές ταινίες στην πλειοψηφία τους καταλήγουν σε «happy end», οι διαφημίσεις θέλουν το ζευγάρι στο αυτοκίνητο να χαίρεται την ώρα που ταξιδεύει, οι κούπες του καφέ γράφουν μηνύματα που μας παρακινούν να είμαστε χαρούμενοι, ενώ ακόμα και σε έγκριτα περιοδικά βρίσκουμε θέματα όπως «πώς να γίνεις ευτυχισμένος σήμερα».
Μόνο στις ΗΠΑ, η συνολική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών αυτοβελτίωσης ανήλθε το 2016 σε 9,9 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ εκτιμάται ότι το 2022 θα αυξηθεί στα 13,2 δισεκατομμύρια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα βιβλία αυτοβοήθειας έχουν σημειώσει αύξηση των πωλήσεων έως και 20%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε τρία εκατομμύρια αντίτυπα. Αν και η γενιά των baby boomers (δηλαδή η γενιά εκείνη που γεννήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) υπήρξε βασικός καταναλωτής τέτοιων υπηρεσιών και προϊόντων, οι millennials (η γενιά τη νέας χιλιετίας) φαίνεται να αποτελούν το μέλλον της συγκεκριμένης αγοράς, που πια παρέχει περιεχόμενο όπως ηλεκτρονικά βιβλία και διαδικτυακά σεμινάρια, αλλά και εφαρμογές για έξυπνα κινητά.
ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Όπως γράφει σε άρθρο του ο γάλλος φιλόσοφος Πασκάλ Μπρυκνέρ, «στη δεκαετία του 1960, δύο μεγάλες αλλαγές μεταμόρφωσαν το “δικαίωμα στην ευτυχία” σε “καθήκον της ευτυχίας”. Η πρώτη ήταν μια μετατόπιση στη φύση του καπιταλισμού, η οποία επικεντρώθηκε στο να μας κάνει όλους καλούς καταναλωτές. Η δεύτερη ήταν η άνοδος του ατομικισμού. Γίναμε αποκλειστικά υπεύθυνοι για ό,τι μας συμβαίνει. Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη το γεγονός ότι δημιουργήθηκε μια τεράστια βιομηχανία, που υπόσχεται τη συμφιλίωση με τον εαυτό μας και την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων μας. Η ευτυχία γίνεται η μεγαλύτερη βιομηχανία της εποχής και μια νέα ηθική τάξη. Είμαστε ένοχοι αν δεν είμαστε καλά. Η έλλειψη χαράς είναι μια αποτυχία για την οποία πρέπει να λογοδοτήσουμε σε όλους και στη συνείδησή μας». «Στις μέρες μας γνωρίζουμε ότι η δεύτερη πιο σημαντική ασθένεια στον πλανήτη είναι η κατάθλιψη. Παράλληλα με τη συλλογική δυσφορία, όμως, αναπτύσσεται και η βιομηχανία μιας “ευτυχιολογίας”’. Η ευτυχία ως υποχρέωση κατακλύζει το μιντιακό σύμπαν και την καθημερινότητά μας. Και από κοντά η σκοτεινή ενοχοποίηση. “Aν δεν τα καταφέρεις, εσύ και μόνο εσύ θα φταις”», μας λέει η συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Φωτεινή Τσαλίκογλου. Η ευτυχία έχει αναχθεί σε ορθολογική επιλογή, πιστεύουμε ότι μπορούμε να την κατακτήσουμε, έχοντας τον πλήρη έλεγχο της ζωής μας. «Ο καθένας μπορεί να γίνει εκείνο που θέλει και ο καθένας έχει ευθύνη γι’ αυτό που δεν έγινε. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο φετιχοποιημένης υποκειμενικότητας, οι δυστυχίες των ανθρώπων αποσυνδέονται από το κοινωνικό πλαίσιο και ερμηνεύονται ως ατομικά ζητήματα», γράφει σε δημοσίευμά της. Οι σύγχρονοι δυτικοί πολιτισμοί φαίνεται να θέλουν ευτυχισμένους ανθρώπους. Στις ΗΠΑ, αλλά και στις αντίστοιχες αναπτυγμένες οικονομίες, η ευτυχία θεωρείται συχνά ως ατομική επιδίωξη, που συνδέεται με την επαγγελματική καταξίωση, την αγορά αγαθών.
Είμαστε μέλη μιας κοινωνίας υποχρεωτικής ευημερίας, που τιμωρεί όσους δεν την αποκτούν. Η θλίψη ή όποιο άλλο «δύσκολο» συναίσθημα είναι σφάλμα, αδυναμία. «Στη ζωή, όμως, υπάρχουν καταστάσεις όπως ο θάνατος ενός αγαπημένου μας ανθρώπου, μια μεγάλη φυσική καταστροφή, όπου ανταπόκρισή μας χρειάζεται να είναι το αρνητικό συναίσθημα», μας λέει ο Αναστάσιος Σταλίκας, καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ιδρυτής της Ελληνικής Εταιρείας Θετικής Ψυχολογίας.
ΖΩΤΙΚΗ ΘΛΙΨΗ
Όλα τα συναισθήματα έχουν λόγο ύπαρξης. Τα βιώνουμε, γιατί έχουν κάτι να μας πουν. Ο φόβος, ο θυμός, η αηδία, η θλίψη φαίνεται να παίζουν πρωταρχικό ρόλο στην προστασία και την εξέλιξη του είδους μας. Στην ουσία, μας προετοιμάζουν να τρέξουμε, να παλέψουμε ή να αποφύγουμε μία απειλή. Το βασικό συναίσθημα που μας αναπτύσσει ως ανθρώπους είναι αυτό του φόβου. «Χρειαζόμαστε τα αρνητικά συναισθήματα για να επιβιώσουμε. Είναι αυτά που μας κινητοποιούν, που μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε τις σποραδικές στιγμές χαράς, αλλά και αυτά που μας δείχνουν ποιες είναι οι αξίες μας και τι έχει πραγματική σημασία για εμάς. Με το θυμό, για παράδειγμα, αντιδρούμε απέναντι στην αδικία και με τη θλίψη αντιλαμβανόμαστε πράγματα που λείπουν από τη ζωή μας. Αν σπρώξουμε αυτά τα συναισθήματα μακριά, επιλέγουμε να μην ανακαλύψουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Τα αρνητικά συναισθήματα μπορεί να αποτελέσουν ζωτικής σημασίας στοιχεία, που δείχνουν ότι ένα θέμα υγείας, μια σχέση ή κάτι άλλο χρειάζεται την προσοχή μας», εξηγεί ο κ. Σταλίκας. «Η δυστυχία είναι μερικές φορές μια αυθεντική ανθρώπινη εμπειρία. Η πίεση να νιώθουμε ευτυχισμένοι μπορεί να μας βάλει σε μια διαδικασία σύγκρουσης με τον εαυτό μας και τις φυσιολογικές δύσκολες σκέψεις και τα δύσκολα συναισθήματα και να μας αναγκάσει να τις απομακρύνουμε. Έτσι, καταλήγουμε να αγνοούμε τις βαθύτερες αιτίες των συναισθημάτων μας, γεγονός που σε βάθος χρόνου μάς κάνει περισσότερο δυστυχισμένους», σχολίασε στη «σχεδία» η Σούζαν Ντέιβιντ, καθηγήτρια Ψυχολογίας στo Χάρβαρντ. Η θλίψη φαίνεται να βελτιώνει την προσοχή μας στις λεπτομέρειες, να μειώνει την επικριτική μας προκατάληψη, να αυξάνει την επιμονή και να προάγει τη γενναιοδωρία. Επίσης, οι θλιμμένοι άνθρωποι περνούν ώρες συλλογιζόμενοι τα προβλήματά τους και η σκέψη τους είναι συχνά πιο αναλυτική, με αποτέλεσμα να τα αποδομούν και να τα καθιστούν πιο διαχειρίσιμα. Από την άλλη, το να είμαστε διαρκώς σε μια κατάσταση ευφορίας θα μας οδηγούσε στην ανία και τη στασιμότητα. Όταν είμαστε χαρούμενοι, είναι φυσικό να θέλουμε να διατηρήσουμε το συναίσθημα αυτό, με αποτέλεσμα να έχουμε λιγότερα κίνητρα για δράση και αλλαγή.
ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
«Αν δεν μπορούμε να είμαστε άνετοι με όλο το φάσμα των συναισθημάτων μας, δεν θα μάθουμε να είμαστε ανθεκτικοί απέναντι στην αρρώστια, στο χωρισμό, στο πέρασμα του χρόνου, που αναπόφευκτα έρχονται. Η ισχυρή πολιτιστική εστίαση στην ευτυχία και τη θετική σκέψη μας κάνει ευάλωτους στην πραγματικότητα της ζωής. Οι άνθρωποι πρέπει να αναπτύξουν τις δεξιότητες και την ικανότητα να αντιμετωπίζουν δύσκολες στιγμές. Επιπλέον, όταν λέμε στον εαυτό μας “σκέψου θετικά” και “μην το σκέφτεσαι”, τότε πετυχαίνουμε το αντίθετο. Όλες εκείνες οι αρνητικές σκέψεις και τα συναισθήματα που προσπαθούμε να κρύψουμε κάτω από το χαλί επιστρέφουν πιο έντονα από πριν», εξηγεί η κ. Ντέιβιντ. Στις πραγματικά δύσκολες στιγμές, η θετική σκέψη δεν βοηθά, μας αφήνει εκτεθειμένους. Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Motiva[1]tion and Emotion», οι άνθρωποι που αναγνωρίζουν και αντιμετωπίζουν τα αρνητικά συναισθήματά τους για τις σχέσεις τους ή για χρόνιες ασθένειες προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους και έχουν πιο κατάλληλες αντιδράσεις, με αποτέλεσμα τα αρνητικά συναισθήματα να ωφελούν τη συνολική ψυχική τους υγεία. Από την άλλη, οι άνθρωποι που επικεντρώνονται στην ευτυχία και τη θέτουν ως στόχο καταλήγουν να είναι λιγότερο ευτυχισμένοι. Όπως λέει ο Αντρέ Σπάισερ, καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Σίτι του Λονδίνου, «η διαρκής προσπάθεια να είμαστε ευτυχισμένοι μπορεί να είναι εξαντλητική, να μας κάνει να αντιδρούμε υπερβολικά, να “στραγγίξει” την προσωπική μας ζωή από το νόημά της, να μας κάνει πιο αφελείς, εγωιστές και μοναχικούς. Το πιο εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι ότι η ατέρμονη επιδίωξη της ευτυχίας μπορεί πραγματικά να μας στερήσει τη χαρά που παίρνουμε από τα καλά πράγματα που μας συμβαίνουν».
Τι μας κάνει, όμως, ευτυχισμένους; Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει η έκθεση Παγκόσμιος Δείκτης Ευτυχίας, που λαμβάνει υπόψη μια ποικιλία παραμέτρων, από την υγεία, το ασφαλές περιβάλλον και την πρόσβαση σε πράσινο μέχρι την ύπαρξη κοινωνικών δικτύων υποστήριξης, την ελευθερία επιλογών, το επίπεδο των δημόσιων υπηρεσιών, την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, τα ποσοστά ανισότητας, όπως αυτές αξιολογούνται από τους ίδιους τους πολίτες. Εκείνοι που βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις απολαμβάνουν τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό των παραπάνω. Έτσι, στην πρώτη δεκάδα ευτυχισμένων χωρών συναντάμε τη Φινλανδία, τη Δανία, την Ελβετία, την Ισλανδία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, τη Σουηδία, τη Νέα Ζηλανδία, το Λουξεμβούργο και την Αυστρία (η Ελλάδα καταλαμβάνει την 77η θέση μεταξύ 156 χωρών).
ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ
Η έκθεση δίνει μεγάλο βάρος σε παράγοντες που αφορούν το κοινωνικό περιβάλλον. «Το περπάτημα σε χώρους πρασίνου κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους, ιδιαίτερα όταν γίνεται παρέα με ένα φίλο», σχολιάζουν οι συγγραφείς της Tζον Χέλιγουέλ, Τζέφρι Σακς, Ρίτσαρντ Λέϊαρντ και Γιαν Εμμάνουελ Ντε Νεβ. Τη σημασία των κοινωνικών σχέσεων επισημαίνεται και σε μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Οι σχέσεις που καλλιεργούμε, περισσότερο από τα χρήματα ή τη φήμη, είναι αυτές που τελικά μας κρατούν ευτυχισμένους. Όπως καταγράφεται στη μελέτη, οι δεσμοί μάς προστατεύουν από τις δυσκολίες και είναι καλύτεροι προγνωστικοί παράγοντες μιας υγιούς και ευτυχισμένης ζωής απ’ ό,τι η κοινωνική τάξη, το IQ ή ακόμα και τα γονίδια Όσο για τη σύνδεση των χρημάτων με την ευτυχία; Σε κάθε πολιτισμό, οι πλουσιότεροι άνθρωποι είναι γενικά πιο ευτυχισμένοι. Η σχέση αυτή είναι ισχυρότερη αν ορίζουμε την ευτυχία ως ικανοποίηση, αλλά πιο αδύναμη μεταξύ εισοδήματος και συναισθηματικής ευημερίας. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που οι ΗΠΑ και η Γερμανία, αν και έχουν πιο ισχυρή οικονομία, βρίσκονται πιο κάτω από την Κόστα Ρίκα στην κατάταξη του Παγκόσμιου Δείκτη Ευτυχίας. Μάλιστα, η παραπάνω έκθεση έκανε στο παρελθόν ειδική αναφορά στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, που, αν και αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα, όπως υψηλά ποσοστά διαφθοράς, εγκληματικότητας και φτώχειας, οι άνθρωποι είναι αρκετά χαρούμενοι. Αλλά και η ετήσια αναφορά σχετικά με τη συναισθηματική κατάσταση των λαών του πλανήτη, η οποία βασίζεται στα επίπεδα θετικών καθημερινών εμπειριών και συναισθημάτων που οι συμμετέχοντες έχουν βιώσει την προηγούμενη μέρα, κατατάσσει στην πρώτη πεντάδα των ευτυχισμένων χωρών τον Παναμά, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα, την Παραγουάη και την Κολομβία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, δε, την περίοδο της πανδημίας, ο δείκτης ευτυχίας βρέθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 50 ετών παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί είναι ικανοποιημένοι με την οικονομική τους κατάσταση.
ΣΗΜΕΙΟ ΚΟΡΕΣΜΟΥ
Η σχέση μεταξύ χρημάτων και ευτυχίας είναι πιο περίπλοκη απ’ ό,τι νομίζουμε. Σε έρευνα από το Πανεπιστήμιο Πέρντιου και το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια αναφέρεται ότι τα χρήματα μπορούν να αγοράσουν την ευτυχία, αλλά μέχρι ενός σημείου, το λεγόμενο «σημείο κορεσμού». Από εκεί και πέρα, τα υψηλότερα εισοδήματα δεν μεταφράζονται σε περισσότερη ευτυχία. Οι ερευνητές επισημαίνουν, ακόμα ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η αύξηση του εισοδήματος πάνω από το «σημείο κορεσμού» θα επηρέαζε αρνητικά τα επίπεδα ευτυχίας, όχι λόγω των χρημάτων, αλλά εξαιτίας του κόστους που μια τέτοια αύξηση θα είχε στη ζωή των ανθρώπων, όπως, για παράδειγμα, μεγαλύτερη δέσμευση χρόνου και αυξημένο φόρτο εργασίας. Επιπλέον, έρευνα από το Πανεπιστήμιο Κορνέλ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ευτυχία δεν βρίσκεται στην αγορά περισσότερων αγαθών, αλλά στις εμπειρίες που τα χρήματα μπορούν να μας προσφέρουν, εν μέρει γιατί οι χαρούμενες αναμνήσεις από τις εμπειρίες αυτές διαρκούν περισσότερο από την αντιλαμβανόμενη αξία των υλικών αγαθών. Μάλιστα, σημασία δεν έχει ούτε το πόσα χρήματα ξοδεύουμε για τις εμπειρίες, καθώς ένα παγωτό παρέα με ένα φίλο έχει μεγαλύτερη επίδραση από την αγορά μιας ακριβής τσάντας. Από τη στιγμή, δε, που καλύπτονται οι βασικές μας ανάγκες, όπως τροφή, νερό, στέγη, ενδυμασία, οι αλλαγές που τα χρήματα μπορούν να επιφέρουν στη ζωή περιορίζονται. Όταν, δηλαδή, σε μια φτωχή χώρα αυξηθεί το κατά κεφαλήν εισόδημα (ουσιαστικά περιορίζεται η φτώχεια) και μειωθεί η ανισότητα ανάμεσα στους πολίτες, ο δείκτης ευτυχίας αυξάνεται. Όταν κάποιος είναι ήδη πλούσιος, η επιπλέον αύξηση του εισοδήματος δεν θα μειώσει τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει. Κάθε πολιτισμός, όμως, ορίζει την ευτυχία διαφορετικά. Σε χώρες όπως η Ιαπωνία, όπου το συλλογικό πνεύμα αποτελεί σημαντικό στοιχείο της κουλτούρας των πολιτών, η ευτυχία ορίζεται υπό το πρίσμα της κοινωνικής προσπάθειας και περιλαμβάνει ενέργειες όπως η φροντίδα της οικογένειας και η συναναστροφή με φίλους. Ο Γουίλιαμ Τοβ, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης, αναφέρει σε συνέντευξή του ότι, αν ορίσουμε την ευτυχία ως ενθουσιασμό και χαρά, τότε οι Δυτικοί είναι πιθανό να εμφανίσουν υψηλότερα επίπεδα αυτού του είδους των συναισθημάτων σε σχέση με τους κατοίκους ανατολικών χωρών, που προτιμούν έναν πιο ήρεμο τρόπο ζωής. Εάν δεν λάβουμε υπόψη αυτές τις διαφορές, μπορεί να καταλήξουμε στο λάθος συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι χαρούμενοι.
Η ευτυχία, επομένως, δεν είναι στόχος που κατακτάμε, αλλά το αποτέλεσμα άλλων πραγμάτων που κάνουμε και δίνουν νόημα στη δική μας ζωή. «Η ευτυχία είναι απλά και καθημερινά πράγματα που σχετίζονται με θετικά συναισθήματα, αλλά όχι απαραίτητα τη χαρά. Μπορεί να νιώθουμε ευγνωμοσύνη, περηφάνια, συγχώρεση. Η ευτυχία είναι στιγμές και είναι σημαντικό να τις αναγνωρίζουμε στην καθημερινότητά μας. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, τις στιγμές αυτές τις θεωρούμε δεδομένες, παρασυρόμενοι από τους γρήγορους ρυθμούς που επικρατούν μέσα στο κεφάλι μας, αλλά και έξω από αυτό. Άλλες φορές, πάλι, δεν τις θεωρούμε τόσο σημαντικές, γιατί φανταζόμαστε ότι η ευτυχία είναι κάτι μεγάλο, όπως το να έχουμε πολλά χρήματα, ένα ωραίο σπίτι, να κάνουμε πολλά ταξίδια, και όχι το να βοηθήσουμε έναν περαστικό ή να μιλήσουμε με μια φίλη στο τηλέφωνο. Τη στιγμή, όμως, που δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε αυτά τα “μικρά”, τότε ακριβώς συνειδητοποιούμε ότι αυτά μας έκαναν ευτυχισμένους», επισημαίνει η κ. Ειρήνη Καρακασίδου, δρ. Ψυχολογίας.