«Η μαγική στιγμή της συναδέλφωσης»
Μια αναγνώστρια της «σχεδίας» περιγράφει όλα όσα ένιωσε μπαίνοντας, για μία ώρα, στο κόκκινο γιλέκο και εκφράζει την αποφασιστικότητά της να αναλάβει εκ νέου δράση.
Κάθε χρόνο, σε όλα τα περιοδικά δρόμου του πλανήτη από το Μόντρεαλ ώς τη Σεούλ και το Κέιπ Τάουν, η πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου είναι αφιερωμένη στους πωλητές τους. Στο πλαίσιό της, διοργανώνονται μια σειρά από δράσεις και εκδηλώσεις για να αναδείξουν τους πραγματικούς πρωταγωνιστές του παγκόσμιου αυτού εκδοτικού και κοινωνικού κινήματος, που δεν είναι άλλοι από όσους τα διακινούν. Μια από αυτές τις δράσεις είναι το «Πωλητής για μία ώρα», όπου επώνυμοι συμπολίτες μας, αλλά και αναγνώστες της «σχεδίας», φορούν το κόκκινο γιλέκο, γνωρίζονται με τον τακτικό πωλητή του περιοδικού, μαθαίνουν για τον καθημερινό του αγώνα για μια καλύτερη ζωή και στέλνουν το δικό τους μήνυμα ενάντια στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ενώ η φετινή «Διεθνής Εβδομάδα Πωλητών Περιοδικών Δρόμου», φέτος, θα λάβει χώρα μεταξύ 5-11 Φεβρουαρίου, μια αναγνώστρια της «σχεδίας» μοιράζεται μαζί μας την προσωπική της εμπειρία και τα συναισθήματά της από την ώρα εκείνη που μπήκε στο κόκκινο γιλέκο.
Αγαπητή «σχεδία»,
Από χρόνια γοητευμένη αναγνώστριά σου για την ποιότητα αλλά και το σκοπό της έκδοσής σου, σου γράφω, λίγο καθυστερημένα είναι η αλήθεια, γιατί θέλω να σ’ ευχαριστήσω από καρδιάς για την ευκαιρία που μου έδωσες να «σε πουλήσω» για μια ωρίτσα (Το μεσημέρι του Σαββάτου στις 11 του μήνα, στην Καπνικαρέα). Θα ήθελα, επίσης, αν συμφωνείς και εσύ με αυτό και όσο το επιτρέπει ο έντυπος χώρος σου, να μοιραστώ την εμπειρία αυτή με τους φίλους αναγνώστες σου.
Θα τολμήσω αρχικά να πω – θα καταλάβεις πιο κάτω γιατί – πως ανήκω στην όλο και αυξανόμενη δυστυχώς συνομοταξία των καταθλιπτικών, που επειδή έχουν ακόμη τη δυνατότητα να αγοράζουν τα φάρμακά τους, ευτυχώς μπορούν να φροντίζουν την οικογένειά τους και να είναι κοινωνικά ενεργοί, αντί της απόσυρσης, που κανονικά μας χαρακτηρίζει χωρίς τη φαρμακευτική αγωγή.
Ευτυχώς, επίσης, είμαι από τους τυχερούς συμπολίτες μας, που η κρίση δεν τους έχει πλήξει άμεσα, συνταξιούχος εκπαιδευτικός γαρ και εθισμένη παιδιόθεν στη λιτότητα λόγω διαφόρων και ποικίλων καταστάσεων. Μπορώ, λοιπόν, να συντηρώ την πυρηνική μου οικογένεια χωρίς πολυτέλειες φυσικά, αλλά ακόμη με αξιοπρέπεια.
(Για όσους φίλους δεν γνωρίζουν και αναρωτιούνται: «γιατί βρε παιδί μου, αφού έχεις να φας, έχεις στέγη, οικογένεια, τι στην ευχή κατάθλιψη μας τσαμπουνάς», θέλω απλά να πω πως ειδικά οι χρόνιες συναισθηματικές διαταραχές είναι παθολογικές καταστάσεις και μπορούν μόνο ν’ αυξομειωθούν από εξωτερικούς παράγοντες, γιατί έχουν να κάνουν με κάτι νευροδιαβιβαστές, σεροτονίνες, ντοπαμίνες και άλλες τέτοιες σπουδαίες «κυρίες» του οργανισμού, που όταν δεν τις διαθέτει στη σωστή αναλογία, χρειάζεται αγωγή από ειδικό γιατρό. Όπως όταν είσαι ας πούμε διαβητικός. Έτσι απλά – μάλλον απλοϊκά).
ΕΥΛΟΓΙΑ
Θα μου πείτε τώρα τι χρειάζεται φιλενάδα η έκθεση όλων αυτών των προσωπικών δεδομένων; Γιατί θέλω να πω ότι, ενώ αυτό που με συνδέει με τους άστεγους συνανθρώπους μας είναι μόνο η ενσυναίσθηση και κανένα άλλο κοινωνικό-οικονομικό στοιχείο κι ενώ επίσης βρίσκομαι σ’ αυτή την ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση, η εμπειρία που μου δώσατε την ευκαιρία να βιώσω ήταν μια ευλογία!
Ενώ λοιπόν τους δύο τελευταίους χειμωνιάτικους μήνες η Ακατανόμαστη – καταλάβατε–βρίσκεται στα πάνω της παρά την αύξηση των αντικαταθλιπτικών χαπακίων, αποφάσισα να συμμετάσχω στη συγκεκριμένη σας δράση – έχω μια ροπή προς τέτοιου είδους δραστηριότητες, μας κρατάνε ζωντανούς ως κοινωνικά όντα και όχι μόνον. Από τη στιγμή που μου ανακοινώθηκε τελικά η συμμετοχή μου, άρχισε παράλληλα με την προσμονή και η ανησυχία. Θα τα καταφέρω στην κατάστασή μου; Κι αν μου επιτεθεί κανείς; Και με τα ρέστα τι θα γίνει; Κι αν βρέχει και κρυώνω; Είμαι που είμαι βραχνή συνεχώς… Κι αν με δει κάποιος γνωστός, θα κάθομαι να εξηγώ; Ε, ναι! Θα κάθομαι να εξηγώ! Θα πάρω και ομπρέλα και παστίλιες για το λαιμό. Θα χαμογελάω. Θα έχω την τιμή να φορώ την κόκκινη ζακέτα. Θα πουλάω τη «σχεδία» μας! Ζήτω! Ναι, αλλά κι αν…
Και ήρθε η ώρα. Διέκρινα από μακριά τρία τέσσερα άτομα στον τόπο συνάντησης. Ήρθε η καρδιά μου στη θέση της. Ανάμεσα τους και η κόκκινη ζακέτα. Εδώ είμαστε. Πρόσωπα χαμογελαστά και ευχάριστα με καλωσορίζουν. Νιώθω ανάμεσα σε δικούς μου ανθρώπους. Και όλα άψογα οργανωμένα. Το γλυκό κορίτσι από το γραφείο του περιοδικού κρατάει τα χρήματα και θα δίνει τα ρέστα, ο ευγενέστατος εκπρόσωπος της «σχεδίας» μού εμπνέει θάρρος. Η εθελόντρια πωλήτρια της προηγούμενης ώρας είναι ένα λαμπερό πλάσμα «επώνυμη», απλή, πανέμορφη, τρυφερή, ανθρώπινη, μια αγκαλιά ολόκληρη. Οι δύο δημοσιογράφοι της εφημερίδας που θα δημοσιοποιήσει τη δράση του εντύπου μας είναι σοβαροί και ευγενείς. Προπάντων, όμως, εδώ βρίσκεται και ο κ. Νίκος, ο πραγματικός πωλητής της «σχεδίας» με το κόκκινο γιλέκο του, με τη σεμνότητά του και με εκείνα τα μάτια που δεν θα ξεχάσεις εύκολα, αν τα κοιτάξεις μια φορά. Ο κ. Νίκος μιλάει ελάχιστα, σχεδόν καθόλου, γιατί όλα τα λέει το βλέμμα του, που δεν χαμογελάει. Όλη του η ζωή είναι μέσα εκεί, ο κόσμος του όλος, πόνος πολύς και πολλή αξιοπρέπεια. Κι ευγνωμοσύνη όταν σε κοιτά. Θέλεις να τον αγκαλιάσεις και να μην τον αφήσεις μέχρι να κυλήσει και να φύγει από πάνω του η θλίψη μαζί με τα πράσινα δάκρυά του. Που όμως μένουν καρφωμένα. Γινόμαστε όλοι μαζί μια αγκαλιά και φωτογραφιζόμαστε έτσι, για να διαρκέσει όσο γίνεται η μαγική στιγμή της συναδέλφωσής μας.
ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ
Ήμουν έτοιμη πια να μπω για μια ώρα, μια στιγμούλα δηλαδή στα στενά και στραβοπατημένα παπούτσια του άστεγου συνανθρώπου μου και να γίνω για λίγο έστω, εκείνος. Σαν σε ιεροτελεστία, ενδύθηκα το κόκκινο ρούχο με το όνομά μου στο ταμπελάκι. Τι περηφάνια ήταν αυτή! Υψώθηκε το αρθριτικό μου χέρι για να φαίνεται καλύτερα το περιοδικό μας – κι άκουσα τη φωνή μου, φάλτσα σαν εφήβου αρχικά, να υψώνεται κι εκείνη και να το διαλαλεί! Κάποια στιγμή φευγαλέα βλέπω τον κ. Νίκο να με κοιτάει και να χαμογελούν τα χείλη του. «Καλά τα πας, είδες; Κι έλεγες πώς κι εσύ σαν εμένα θα ντρέπεσαι να φωνάξεις» εννοεί αυτό το χαμόγελο και με γεμίζει χαρά, γιατί γι’ αυτή τη μοναδική στιγμούλα μού φάνηκε πως χαμογέλασαν και τα μάτια του!
Στο γυρισμό, καθώς κατέβαινα τα σκαλιά του σταθμού στο μετρό Συντάγματος, άκουσα έναν κύριο να ρωτάει το διπλανό του: «Τι σκατά είναι αυτό το περιοδικό σε κάθε σταθμό;», έχοντας προσέξει τον «συνάδελφο» στην είσοδο του σταθμού με τη «σχεδία» στο χέρι. «Είναι περιοδικό δρόμου για τους άστεγους» τον πληροφόρησα αυθόρμητα, τολμηρά, χωρίς να μ’ έχει ρωτήσει και ήθελα να προσθέσω χαρούμενα πως πριν από λίγο το πούλησα και εγώ, αλλά με κοίταξε παράξενα και γι’ αυτό κράτησα τη χαρά μέσα μου.
Για πολλές ώρες μετά, μη σας πω και ένα δύο εικοσιτετράωρα, έδρασε σαν αντικαταθλιπτικό χάπι η δράση που μου χαρίσατε! Θέλω να το ξαναδοκιμάσω!
Να είστε καλά!
Με αγάπη και τιμή
Περσεφόνη Μαθιουδάκη