Shedia

EN GR

29/07/2022

Το φίλτρο της επιβολής

Η αντίληψη πως μια γυναίκα ολοκληρώνεται μόνο διά της τεκνοποίησης και η θεώρηση περί μητρικού ενστίκτου ασκούν έντονες κοινωνικές πιέσεις και τριβές. Η μητρότητα, ωστόσο, δεν ταυτίζεται με τη θηλυκότητα.

 
κείμενο: Μαρία Παπαδοδημητράκη
 
«Η υποτιθέμενη εγωιστική μου ζωή» («My So-Called Selfish Life») ήταν ο τίτλος του ντοκιμαντέρ της αμερικανίδας κινηματογραφίστριας Τερέζ Σέχτερ (Therese Shechter), που κυκλοφόρησε το 2021. Σε αυτό, η Σέχτερ πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, όσα σκέφτονται και βιώνουν οι γυναίκες που συνειδητά αποφασίζουν να μην κάνουν παιδιά (childfree είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στα αγγλικά), σε μια κοινωνία όπου η μητρότητα όχι μόνο μοιάζει υποχρεωτική αλλά παίζει και κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της γυναικείας ταυτότητας (αν δεν ταυτίζεται με αυτήν).
 
Πώς εκφράζεται αυτό; Στην καθημερινότητα μέσα από νουθεσίες και προτροπές. «“Πότε θα παντρευτείς να κάνεις κάνα παιδάκι;». “Τι το καθυστερείς, θα μεγαλώσεις και θα το μετανιώσεις”. “Η φύση της γυναίκας είναι να γίνει μητέρα”. Τα έχω ακούσει αμέτρητες φορές», μας λέει η Γιάννα, που, στα 37 της, έχει κουραστεί να αιτιολογεί την επιλογή της αυτή. Ζούμε σε μια εποχή όπου η Αμάλ Αλαμουντίν, η σύντροφος του διάσημου ηθοποιού Τζορτζ Κλούνεϊ, έγινε γνωστή λόγω ενός γάμου και μιας εγκυμοσύνης, και όχι για την προσφορά της στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε μια εποχή όπου η μητρότητα στολίζεται στα ροζ και στα μπλε και προβάλλεται σε διαφημίσεις, εκπομπές, κοινωνικά δίκτυα, συνέδρια ως η κορύφωση της γυναικείας φύσης, ο προορισμός της γυναίκας, η ολοκλήρωσή της. 
 
Κι όμως, στοιχεία από το κείμενο εργασίας «Αυξανόμενη ατεκνία στην Ευρώπη: Τάσεις και διαφορές μεταξύ των χωρών», που χρηματοδοτήθηκε από το 7ο Πρόγραμμα-Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δείχνουν ότι η ατεκνία έχει αυξηθεί στις ηλικίες 30- 34 και 40-44 τόσο μεταξύ γυναικών όσο και μεταξύ ανδρών στην Ευρώπη, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Μάλιστα, η εκούσια ατεκνία σε άνδρες και γυναίκες (18-40 ετών) κυμαίνεται από λιγότερο του 1% (στη Βουλγαρία, τη Λετονία και τη Σλοβακία) μέχρι περίπου 10% (στην Ολλανδία και την Αυστρία). Ίσως τα ποσοστά να φαίνονται μικρά, αλλά μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για εκατομμύρια ανθρώπους. Μάλιστα, τα νούμερα είναι υψηλότερα μεταξύ των ανδρών από ό,τι μεταξύ των γυναικών, στις περισσότερες χώρες που μελετήθηκαν. Υψηλότερα βρίσκονται οι γυναίκες μόνο στη Λετονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Ελλάδα και τη Γερμανία και ελαφρώς υψηλότερα στην Ιρλανδία και τη Δανία.
 
 
Φωτογραφία: GoodStudio/ Shutterstock
 
ΑΤΕΚΝΗ ΑΠΑΞΙΩΣΗ
 
Στην κοινωνία μας, η γυναίκα ταυτίζεται με την έννοια της μητέρας.«Στους περισσότερους πολιτισμούς, γυναίκα ίσον μητέρα και μητέρα ίσον γυναίκα. Έτσι, εκείνη που δεν θέλει (ή δεν μπορεί) να κάνει παιδιά απαξιώνεται και ακυρώνεται η ύπαρξή της. Οι γυναίκες που δεν επιθυμούν να γίνουν μητέρες εισπράττουν τεράστια αμφισβήτηση, ότι δεν ξέρουν τι θέλουν, δεν το εννοούν, κάνουν λάθος. Ενίοτε, υπάρχουν σχόλια για την ύπαρξη κάποιου ψυχολογικού τραύματος, ότι υπάρχει κάτι προβληματικό με αυτές, που τις εμποδίζει να ανακαλύψουν αυτήν τη φυσική τάση προς τη μητρότητα», μας λέει ο Λύο Καλοβυρνάς, ψυχοθεραπευτής, σύμβουλος σχέσεων και συγγραφέας του βιβλίου «Μητέρα μηδέν παιδιών. Η μητρότητα ως επιλογή ή επιβολή» (εκδόσεις Gutenberg).
 
«Δεν θέλω να σας χαλάσω το παραμύθι, αλλά υπάρχουμε και εμείς, γυναίκες ούσες, που δεν έχουμε καμία επιθυμία να γίνουμε μάνες. Αυτό δεν μας κάνει λιγότερο γυναίκες ή λιγότερο ανθρώπους. Ούτε μας κάνει να αγαπάμε λιγότερο τα παιδιά των άλλων», σημείωνε η A.G., σε μια πρόσφατη ανάρτησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
 
«Το αφήγημα ότι γυναικεία ταυτότητα ίσον μητρότητα, ότι γυναικεία σεξουαλικότητα ίσον μητρότητα είναι κοινωνική και πολιτισμική εννοιολόγηση. Δεν δίνουν όλες οι κοινωνίες του κόσμου τόσο μεγάλη έμφαση στο βιολογικό γεγονός της γέννησης για την ίδρυση της συγγένειας. Η έμφαση στη βιολογική σχέση γονιών και παιδιών είναι κύριο χαρακτηριστικό των δυτικών κοινωνιών και έχουμε την τάση να θεωρούμε πως ό,τι συμβαίνει στις δικές μας κοινωνίες είναι οικουμενικό», προσθέτει η Ειρήνη Τουντασάκη, καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
 
ΠΌΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ
 
Το γεγονός ότι η μητρότητα δεν είναι μία αξία διαχρονική σε όλους τους πολιτισμούς τονίζει και ο κ. Καλοβυρνάς. «Το τι κάνουν οι γυναίκες με τη μήτρα τους δεν αποφασιζόταν ποτέ από τις ίδιες. Δεδομένη δεν ήταν πάντα ούτε η αξία των παιδιών. Κάποτε, τα παιδιά δεν είχαν αξία. Δεδομένη δεν ήταν καν η αγάπη προς όλα τα παιδιά μιας οικογένειας.
 
Κάποτε ήταν νόρμα μια μάνα να δίνει μεγαλύτερη αξία στο αγόρι από ό,τι στο κορίτσι. Οι σχέσεις μητέρας-παιδιού είναι πολιτισμικά δημιουργήματα. Μετά την αλλαγή της θέσης του παιδιού, άλλαξε και ο ρόλος της μητέρας». Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, με βάση τα όσα προβάλλονται, ότι τα ποσοστά ατεκνίας στην Ευρώπη έχουν φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα. Όπως, όμως, καταδεικνύουν στη μελέτη «Έχει κορυφωθεί η ατεκνία στην Ευρώπη;» («Has childlessness peaked in Europe?»), οι Εύα Μποζουάν, Τόμας Σομπότκα, Σουζάνα Μπροζόφσκα και Κριστόφ Ζέμαν, στην πραγματικότητα, τα ποσοστά ατεκνίας στις γυναίκες που γεννήθηκαν την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα ήταν υψηλότερα από αυτά των γυναικών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1970.
 
Και το λεγόμενο «μητρικό ένστικτο»;
Αυτή η μαγική δύναμη που μόνο οι γυναίκες κατέχουν; Οι ειδικοί φαίνεται να συμφωνούν. «Πρόκειται για μία παρωχημένη αντίληψη. Οι άνθρωποι έχουμε ορμές, τις οποίες συχνά παρακάμπτουμε λόγω της πολιτισμικής μας κοινωνικοποίησης 
 
Ακόμα και το υποτιθέμενο ένστικτο της επιβίωσης. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν απεργία πείνας. Πολλοί βλάπτουν την υγεία τους για να αδυνατίσουν. Είμαστε πολύπλοκοι οργανισμοί, που έχουμε τη δυνατότητα να μαθαίνουμε μέσα από την εμπειρία. Ό,τι ορμή έχουμε από τη βιολογία φιλτράρεται και, τελικά, βιώνεται αμιγώς πολιτισμικά. Έρευνες δείχνουν ότι η λεγόμενη “λαχτάρα για μωρό” έχει να κάνει με την επαφή με μωρά. Όσο πιο πολλά μωρά βλέπεις τόσο σου γεννιέται η επιθυμία για ένα. Επίσης, η τάση κάποιων γυναικών να είναι προστατευτικές και φροντιστικές με το παιδί τους προκύπτει μέσα από τη στενή, καθημερινή, άμεση επαφή με ένα βρέφος», απαντά ο κ. Καλοβυρνάς.
 
Δεν χρειάζεται, επομένως, να γεννήσει κάποιος ένα παιδί για να το αγαπήσει, ενώ την ίδια φροντίδα με μια μητέρα μπορεί να προσφέρει κι ένας πατέρας. Τόσο οι πατέρες όσο και οι ανάδοχοι γονείς εμφανίζουν, όπως οι μητέρες, αυξημένα επίπεδα ωκυτοκίνης, σεροτονίνης και ντοπαμίνης, κατά τη μετάβαση στη γονεϊκότητα και, επιπλέον, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες είναι εξίσου ικανοί να αναγνωρίζουν τα κλάματα του βρέφους τους.
 
 
Φωτογραφία: Style Charade
 
ΘΗΛΥΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
 
«Η αντίληψη ότι η γυναίκα γεννιέται μάνα αφορά πολιτισμικές κατασκευές. Η ικανότητα τεκνοποίησης εκλαμβάνεται αυτονόητα ως φυσική ιδιότητα, αλλά και η επιθυμία απόκτησης παιδιών θεωρείται δεδομένη φυσικά. Ειδικά για τις γυναίκες, η κοινωνική συγκρότηση της γυναικείας ταυτότητας έχει συνδεθεί άμεσα με τη μητρότητα και η συμβολική νομιμοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας πραγματώνεται μέσα από την αναπαραγωγή, στο πλαίσιο του γάμου.
 
Με άλλα λόγια, είσαι γυναίκα όταν γίνεις μητέρα», συμπληρώνει η κ. Τουντασάκη. Πώς εξηγείται τότε το γεγονός ότι παραμένει κοινή πεποίθηση η ύπαρξή του; Η συζήτηση δεν αργεί να φτάσει στις πατριαρχικά δομημένες κοινωνίες. «Σε μια τέτοια κοινωνία, τους κανόνες για το τι είναι φυσιολογικό και τι αφύσικο τους ορίζουν οι άντρες. Σε αυτήν τη δομή, η γυναίκα έχει θέση χαμηλότερη από εκείνη του άντρα και σαν δώρο παρηγοριάς… παίρνει τη μητρότητα», εξηγεί ο κ. Καλοβυρνάς. «Κάποιες πολιτισμικές κατασκευές υπηρετούν την αναπαραγωγή της πατριαρχικής εξουσίας, καθώς η γυναίκα που “γεννιέται μάνα” περιορίζεται στο σπίτι για να φροντίσει τα παιδιά της. Οριοθετείται στον οικιακό χώρο και αφήνει τον δημόσιο, το χώρο της εξουσίας, για τους άνδρες», συνεχίζει η κ. Τουντασάκη.
 
Στο πλαίσιο μέσα στο οποίο προκύπτει το αφήγημα αυτό αναφέρεται, από την πλευρά της, η Αλεξάνδρα Χαλκιά, καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. «Έχει ενδιαφέρον να ξεκινήσει κανείς από το εθνικό. Για παράδειγμα, κατά τη δεκαετία του 1990, στην Ελλάδα, τέθηκε το ζήτημα του δημογραφικού ως μείζον εθνικό πρόβλημα. Τότε ήρθε στο προσκήνιο το πρόβλημα της “υπογεννητικότητας” των Ελληνίδων, όχι βέβαια των Ελλήνων. Αυτό, εν μέρει, προκλήθηκε από μια εθνική αγωνία σχετικά με την είσοδο μεταναστών από τα Βαλκάνια. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, υπήρξε σημαντική αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην πληρωμένη εργασία. Υπήρχε, επομένως, μια αντίφαση: οι γυναίκες κατηγορούνταν ότι δεν γεννούσαν αρκετά παιδιά “για την Ελλάδα”, την ώρα που η οικονομία της Ελλάδας τις ήθελε στο εργατικό δυναμικό. Στον πυρήνα αυτής της συνθήκης, ήταν το σχήμα ότι, εντέλει, δεν είναι καλό και για την ίδια τη γυναίκα να μη γεννήσει. Διαμορφώθηκε, δηλαδή, μια νοηματοδότηση της Ελληνίδας ως ενός ανθρώπινου όντος που, ενώ μπορεί να εργάζεται έξω από το σπίτι, δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένο αν δεν τεκνοποιήσει».
 
 
Φωτογραφία: Deepak Kumar Dalai/ Pixabay
 
ΠΑΓΙΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
 
Ωστόσο, το συγκεκριμένο δεν φαίνεται να είναι το μοναδικό πλαίσιο. «Στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας, υπάρχει έντονος κατακερματισμός και μεγάλη αβεβαιότητα, που ενισχύουν ένα είδος αγωνίας για το πώς θα έπρεπε να είμαστε, προκειμένου οι ζωές μας να βγάζουν νόημα. Αυτή η αγωνία οδηγεί πολλούς στο να αναζητούν πάγιες, οικουμενικές αλήθειες, ώστε να αισθάνονται κάποιου είδους σταθερότητα. Πολλοί και πολλές βρίσκουν παρηγοριά σε ένα είδος συντηρητισμού, σε μια αφήγηση σύμφωνα με την οποία κάθε φύλο έχει κάποιες συγκεκριμένες δουλειές και η σημαντικότερη δουλειά της γυναίκας είναι να γεννάει και να μεγαλώνει τα παιδιά της», μας λέει η ίδια. Με άλλα λόγια, ναι μεν η γυναίκα μπορεί, πλέον, να εργάζεται εκτός σπιτιού, αλλά πρέπει να εκδηλώσει και την οργανικά δοσμένη φροντιστική της πλευρά. «Σε τρίτο επίπεδο, πρέπει να μιλήσουμε για το πλούσιο έργο του φεμινιστικού κινήματος, που καταδεικνύει ότι η γυναίκα μπορεί να είναι παραγωγική και να αισθάνεται ικανοποίηση από τη ζωή της χωρίς να κάνει παιδιά. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η ταύτιση της γυναίκας με τη μητρότητα και η αντίληψη ότι αυτός ο ρόλος είναι απαραίτητος για την “ολοκλήρωσή” της αναδύεται ως μια προσπάθεια καταστολής ενός είδους “απειλής” για την κοινωνική τάξη», καταλήγει η κ. Χαλκιά.
 
Στις κοινωνίες μας, θεμελιακός λίθος της κοινωνικότητας είναι η οικογένεια. «Οικογένεια εννοούμενη ως το ετερόφυλο ζευγάρι που παντρεύεται, αποκτά δικά του βιολογικά παιδιά, τα οποία ανατρέφει. Αυτό είναι το κυρίαρχο σχήμα», διευκρινίζει η κ. Τουντασάκη. Σε αυτές τις κοινωνίες, λοιπόν, ο κανόνας είναι όλοι να κάνουν οικογένεια, όχι απλώς να έχουν σύζυγο, αλλά να έχουν ένα δικό τους παιδί. «Είναι πολύ δύσκολο να αποκλίνεις από τον κανόνα, γιατί αυτό που ζητάμε οι περισσότεροι άνθρωποι είναι η κανονικοποίηση, να γίνουμε κανονικοί, και επομένως αποδεκτοί. Η μη επιθυμία τεκνοποίησης θεωρείται απόκλιση από το βιοπολιτικό ιδεώδες».
 
O κ. Καλοβυρνάς τονίζει πως «από πολύ μικρή ηλικία, τα κορίτσια εκπαιδεύονται προς την κατεύθυνση της γονεϊκότητας. Κάθε πράξη τους ερμηνεύεται ως “κοίτα τι καλή μαμά θα γίνει”, “κοίτα πώς φροντίζει τον αδερφό της”. Είναι τόσο μεγάλη η “πλύση εγκεφάλου”, που αυτή η ταύτιση ενσταλάζεται στα περισσότερα κορίτσια. Αντιθέτως, τα αγόρια όχι μόνο δεν ενθαρρύνονται να αναπτύξουν στοργικές συμπεριφορές, αλλά αποτρέπονται ενεργά από το ρόλο του φροντιστή. Είναι τόσο απόλυτη αυτή η φυσικοποίηση της μητρότητας για τις γυναίκες, που η άρνησή της οδηγεί σε αμφισβήτηση της φύσης τους». Αντιθέτως, ένας άντρας «μπακούρι» μπορεί μεν να δεχτεί κριτική, αλλά δεν αμφισβητείται η φύση του. «Η νόρμα θέλει την ελληνική οικογένεια να περιλαμβάνει τους γονείς και τουλάχιστον ένα παιδί. Έρχονται στο ιατρείο γυναίκες που
 
δέχονται μεγάλη πίεση από τον κύκλο τους να γίνουν μητέρες. Έχει τύχει μητέρα ασθενούς να μου τηλεφωνήσει και να μου ζητήσει να παροτρύνω την κόρη της να κάνει παιδί. Η πίεση είναι τόσο μεγάλη, που ακόμα κι όταν μια εγκυμοσύνη αντενδείκνυται, γιατί θέτει σε κίνδυνο τη ζωή της γυναίκας, υπάρχουν εκείνες που σου λένε: “πρέπει να προχωρήσουμε”. Ελάχιστες είναι οι γυναίκες οι οποίες συνειδητά έχουν αποφασίσει ότι δεν θα κάνουν παιδί και η οικογένειά τους τις στηρίζει», αναφέρει ο Πέτρος Στεφανής, μαιευτήρας χειρουργός γυναικολόγος, ειδικός στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
 
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗΣ
 
Από την άλλη, ο κ. Στεφανής κάνει λόγο και για την ουδέτερη στάση που οφείλει να έχει ένας επαγγελματίας υγείας. «Έχουν έρθει ασθενείς, λέγοντας ότι θέλουν να αλλάξουν γιατρό, γιατί δέχονται πίεση σε κάθε ραντεβού να κάνουν παιδί. Η θέση του γιατρού, ειδικά αν ασχολείται με την υπογονιμότητα, πρέπει να είναι υποστηρικτική. Χρειάζεται να σεβαστούμε την επιθυμία της γυναίκας, το δικαίωμά της στην αυτοδιάθεση». Το «θα το μετανιώσεις και θα με θυμηθείς», είναι η προειδοποίηση που ακούγεται περισσότερο από όλες. Πάντως, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι περισσότερες γυναίκες που επιλέγουν μια ζωή χωρίς παιδιά είναι σίγουρες για την απόφασή τους και δεν το μετανιώνουν.
 
Οι κοινωνιολόγοι Άννα Ριμπίνσκα και Φίλιπ Μόργκαν από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας ανέλυσαν δεδομένα περίπου 4.500 γυναικών, γεννημένες μεταξύ 1957 και 1965, τις οποίες παρακολούθησαν για 33 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ηλικίας, ρωτήθηκαν 19 φορές εάν περίμεναν να κάνουν παιδιά. Οι γυναίκες ρωτήθηκαν τελευταία φορά όταν ήταν μεταξύ 47 και 56 ετών. Σε εκείνο το σημείο, περίπου το 14% δεν είχε αποκτήσει βιολογικά παιδιά. Αν και κάποιες άλλαξαν γνώμη, οι γυναίκες που είπαν ότι δεν περίμεναν να κάνουν παιδιά ήταν πολύ πιο πιθανό να μην κάνουν. «Δεν ζούμε, πλέον, στην εποχή των σπηλαίων ούτε σε εποχές που οι γυναίκες δεν είχαν άλλες διεξόδους, που δεν τους δινόταν η δυνατότητα να σκεφτούν κάτι άλλο. Αν ένας άντρας έχει το δικαίωμα να μη θέλει παιδιά, γιατί να μην το έχει μια γυναίκα; Δεν έχουμε δικαίωμα να ζήσουμε τη ζωή μας όπως την έχουμε φανταστεί; Μόνες, με παρέα, με οικογένεια, χωρίς οικογένεια, με καριέρα, χωρίς καριέρα. Γιατί “πρέπει” η ευτυχία να ορίζεται σε συγκεκριμένα πλαίσια», αναρωτιέται η Μόιρα Τζίτζικα, ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια, κλινική σεξολόγος.