Αγάπη σε τέσσερα πόδια
Άνθρωποι της «σχεδίας» μοιράζονται στιγμές και υπέροχα συναισθήματα από τη συμβίωση με τους τετράποδους συντρόφους τους.
του Γιώργου Αράπογλου
Το λογοτεχνικό –και όχι μόνο– κλισέ αναφέρει πως ο σκύλος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Η ζωή, ωστόσο, δεν αντιγράφει κλισέ, αλλά δημιουργεί εικόνες πολύ πιο δυνατές, που γεμίζουν με όμορφα συναισθήματα και σκέψεις ότι ο κόσμος και η καθημερινότητά μας μπορεί να γίνει καλύτερη χάρη στη συντροφιά ενός τετράποδου πλάσματος.
Για τους πωλητές περιοδικών δρόμου, η ζωή δεν ήταν εύκολη. Η ανεργία, η ανασφάλεια, η έλλειψη αξιοπρεπούς κατοικίας, ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση οδήγησε σε μοναχικούς δρόμους, κλειστές πόρτες και παράθυρα, σκοτάδι, απομόνωση, ακόμα και κατάθλιψη. Σε πολλές περιπτώσεις, η μοναξιά υπερνικήθηκε και η ζωή άλλαξε όταν οι άνθρωποι αναζήτησαν την επικοινωνία και τη συντροφικότητα στην παρουσία ενός κατοικίδιου. Δεν είναι μόνο οι επιστήμονες που λένε ότι η συνύπαρξη με ένα ζώο συντροφιάς μπορεί να φέρει ευεργετικά αποτελέσματα στην ψυχολογία και την υγεία του ατόμου. Το λέει η ίδια η ζωή. Το επιβεβαιώνουν και οι άνθρωποι των περιοδικών δρόμου.
Η πώληση ενός περιοδικού στο δρόμο μπορεί να γίνει μια μοναχική δουλειά. Για πολλούς, ωστόσο, η μέρα ξεκινά με τα χάδια σε έναν τετράποδο φίλο, σύντροφο και συνοδοιπόρο στα χρόνια της κρίσης, που μπορεί να αποτελέσει μια μοναδική διέξοδο για επικοινωνία.
Η «σχεδία» ζήτησε από τους ανθρώπους της να μας συστήσουν τους τετράποδους φίλους τους κι εκείνοι ανταποκρίθηκαν με χαρά. Μας μιλούν για το πόσο σημαντικό ρόλο έχουν παίξει οι σκύλοι στη ζωή και την καθημερινότητά τους, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην προσπάθεια διασφάλισης της τροφής για όλους, αλλά και το πόσο σπουδαίο κίνητρο για μια καλύτερη ζωή είναι να υπάρχει ένα τόσο αφοσιωμένο πλάσμα στο πλευρό τους. Το ρεπορτάζ συμπληρώνουν δύο εξομολογήσεις για τους δικούς τους τετράποδους φίλους δύο πωλητών του βρετανικού περιοδικού δρόμου «The Big Issue».
Αναστάσης Αλυσσανδράτος, Μέρσι και Σεσίλια
«Δεν μπορώ να πω ότι από μικρός είχα μεγάλη αγάπη για τα σκυλιά. Μάλλον σκυλοφοβία είχα! Είχα, ωστόσο, παπαγαλάκι, που δεν έρχεσαι σε τόσο άμεση επαφή, όπως γίνεται με τα σκυλιά. Όμως, κάποια στιγμή, ένας φίλος μού χάρισε ένα μικρό κουταβάκι και είπα να το κρατήσω. Εκείνη την περίοδο, ήμουν πολύ καιρό άνεργος, κι έτσι την ονόμασα Μέρσι, από την αγγλική λέξη που σημαίνει «έλεος» (mercy). Γέννησε αμέσως και έκανε πάρα πολλά, αλλά δεν είχα πού να τα δώσω. Τα έδωσα τελικά και κράτησα μόνο ένα, που το ονόμασα Σεσίλια. Τώρα, είναι τριών ετών. Αργότερα, έμαθα ότι κάποιοι από αυτούς που πήραν τα άλλα κουτάβια στην πορεία τα άφησαν.
Σώζοντας αυτά τα δυο σκυλάκια, μου παραχώρησαν ένα χώρο να μείνω, στο πάρκο Δρακόπουλου, όπου μου ζητήθηκε να προσέχω και να εκπαιδεύω τα σκυλιά των ιδιοκτητών. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ. Είχα κάνει τρεις απόπειρες αυτοκτονίας και με βοήθησαν να ξεπεράσω την κατάθλιψη. Τα σκυλιά σε καλωσορίζουν, έρχονται και σου κάνουν χαρές, καταλαβαίνουν αν είσαι καλά ή όχι. Όταν είσαι καλά, το καταλαβαίνουν από το άγγιγμά σου.
Τώρα φυλάω τη Λουκία, την Πέπη, τον Φάτσα, τον Άργω, τον Λόκο και τον Γκούφι, ο οποίος είναι άρρωστος. Έχει πρόβλημα στα νεφρά του, ενώ έχει και καλά-αζάρ. Θα τον θεραπεύσουμε, όμως, και θα τον κάνουμε Σούπερ Γκούφι! Έχω συγγενείς στη Γαλλία που με περιμένουν να πάω να μείνω μαζί τους, αλλά δεν πάω χωρίς τα σκυλιά. Μου λένε κοίτα να σώσεις τη ζωή σου. Για άλλους είναι πιο εύκολο να τα παρατήσουν. Για μένα, και τα δυο μου τα σκυλιά θα έρθουν όπου είμαι κι εγώ. Όσες δυσκολίες και να περάσουν, δεν θα τα αφήσω μόνα τους».
Μαρία Δάλλα και Ρεξ
«Η συνάντησή μας με τον Ρεξ ήταν εντελώς τυχαία. Πουλούσα πλεχτά παπουτσάκια στο δρόμο, όταν ήρθε κοντά μου. Δεν ήξερα τι ράτσα είναι, μου είπαν ότι είναι τσομπανόσκυλο από τον Καύκασο. Άρχισε να μυρίζει γύρω γύρω. Είδα ότι είχε λουράκι και νόμιζα ότι είχε αφεντικό. Αμέσως με συμπάθησε, μου άπλωσε το ποδαράκι του σαν να μου έλεγε «χαίρω πολύ». Έκατσε αρκετή ώρα κοντά μου, μέχρι να έρθουν δυο άλλες σκυλίτσες και να φύγει μαζί τους. Τις επόμενες μέρες, όμως, ξανάρθε και γίναμε φίλοι. Ήταν, έμαθα από κόσμο που τον είχε ξαναδεί, ένα χρόνο στο δρόμο, κάποιος τον είχε αφήσει. Εγώ μένω στην Καλαμαριά, σε έναν μικρό χώρο που μου έχει παραχωρηθεί. Δεν είχα σκεφθεί τι όνομα να του δώσω, θυμήθηκα, όμως, τη σειρά με τον «Επιθεωρητή Ρεξ» που έβλεπα με τα παιδιά μου, και έτσι τον ονόμασα Ρεξ. Σημαίνει «Βασιλιάς». Αυτό είναι για μένα. Είναι ο καλύτερος φύλακας, με προσέχει, με φροντίζει, σέβεται και δεν πειράζει τίποτα που δεν είναι δικό του. Του έχω τον δικό του χώρο με το κρεβατάκι του, ένα πάπλωμα διπλωμένο στα τέσσερα και δεν πειράζει τίποτα άλλο. Δεν αφήνει κανέναν να με πειράξει. Μια φορά κάποιος με πλησίαζε επιθετικά. Τα σκυλιά καταλαβαίνουν την πρόθεση του άλλου. Δεν πρόλαβε να πλησιάσει περισσότερο, γιατί ο Ρεξ ήταν έτοιμος να τον αρπάξει. Ξυπνάει πιο νωρίς από μένα και τρώει το πρωινό του. Τον ακούω και ξανακοιμάμαι και πέφτει κι αυτός να χουζουρέψει ξανά. Λέμε καλημέρα μεταξύ μας. Στις βόλτες κάνουμε καινούριους φίλους, χαιρετάει γνωστά του σκυλάκια. Είναι ένας πολύ καλός φίλος, αλλά ταυτόχρονα είναι και το μωράκι μου. Χαίρεται και δείχνει τη χαρά του. Όταν είμαι στενοχωρημένη, δεν χρειάζεται να του το πω. Τις γιορτές, επειδή δεν ήξερα αν μπορώ να επισκεφθώ τα παιδιά μου, δεν ήμουν πολύ καλά. Κάποια στιγμή, άκουσα δίπλα μου έναν αναστεναγμό. Σήκωσα το βλέμμα και τον είδα κοντά μου. Ένιωσε ό,τι ένιωσα κι εγώ. Επειδή καταλαβαίνει τα πάντα, μπροστά του μιλάω μόνο για ευχάριστα πράγματα. Κάθε χρόνο, του κάνω όλα τα εμβόλια, ενώ φροντίζω να έχει και τα χάπια του για τα παράσιτα. Εγώ μπορεί να ζορίζομαι μερικές φορές, αλλά έχει ο Θεός. Για κάτι καλό που θες με την καρδιά σου, θα σου βρει τρόπο να τον ταΐσεις. Μου πέρασε από το μυαλό να τον αφήσω, αλλά δεν το έκανα, γιατί ήξερα ότι θα έμενε στο δρόμο. Ανακάλυψα οικονομικές λύσεις. Υπάρχει τρόπος πάντοτε. Δεν τον αποχωρίζομαι με τίποτα. Δεν θα ένιωθα καλά να τον αφήσω.
Μαρία Δάλλα και Ρεξ (φωτογραφία: Χρήστος Παπαχρήστος)
Γιάννης Κώτσος και Κους Κους
«Από μικρός κυνηγούσα τα σκυλάκια να τα χαϊδέψω. Η αγάπη μου για τα σκυλιά είχε γεννηθεί όταν άκουσα για πρώτη φορά την ιστορία του Άργου, του σκύλου του Οδυσσέα που περίμενε υπομονετικά το αφεντικό του για είκοσι χρόνια. Έτσι, έμαθα πόσο αφοσιωμένα ζώα είναι και τα αγάπησα πολύ γι’ αυτό. Η μητέρα μου στο πατρικό της είχε ένα Λαμπραντόρ, τον Αλήτη, ο οποίος ήταν πολύ καλός μου φίλος. Παίζαμε, κυλιόμασταν παντού και πάντα ήμουν γεμάτος σάλια και γρατζουνιές. Πριν από πέντε χρόνια, αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να απευθυνθούμε σε μια φιλοζωική εταιρεία στο Κορωπί για να πάρουμε έναν ακόμα σκυλάκο για συντροφιά στον Ίγκορ μας, ένα γέρικο σκυλί που είχαμε, ο οποίος ήταν άρρωστος, είχε καλά-αζάρ. Θέλαμε να πάρουμε ένα θηλυκό, αλλά μόλις πήγαμε εκεί, είδα ένα μικρούλι, διασταύρωση λυκόσκυλο με τσομπανόσκυλο, περίπου δυο μηνών, να με κοιτάει με κάτι μάτια που δεν μπορούσα να αντισταθώ. Αποφάσισα να τον πάρουμε αμέσως. Τον βάλαμε δίπλα στον Ίγκορ και είδαμε πόσο καλό του έκανε, αφού ένιωσε προστάτης, και στην προσπάθειά του να το μεγαλώσει, όπως μας εξήγησε και ο κτηνίατρος αργότερα, ξεπέρασε την ασθένειά του. Αργότερα, όταν πια μεγάλωσε και έγινε αυτόνομος, ο Ίγκορ αρρώστησε ξανά πιο βαριά, έπαθε και εγκεφαλικό και τελικά δεν άντεξε. Ήταν μια μεγάλη απώλεια.
Όσες δυσκολίες και να έχουμε περάσει, δεν έμεινε ποτέ νηστικός. Ζητούσαμε κόκκαλα από την αγορά που θα τα πετούσαν, ρύζι, μακαρόνια. Υπήρχαν πολλές φορές που δεν είχαμε ξηρά τροφή. Στις δυσκολίες, όταν ασχολούμασταν με τον Κους Κους, γελούσαμε και μας βοηθούσε να ξεχαστούμε λιγάκι. Είχαμε και οι δύο προβλήματα και τα μοιραζόμασταν. Φέρνουμε την κουβέντα στα δικά μας. Του μιλώ και μου μιλάει κι αυτός. Είναι κουτσομπόλης, γι’ αυτό τον έβγαλα Κους Κους. Έχουμε δικό μας τρόπο επικοινωνίας. Είναι στιγμές που σκέφτομαι ότι δεν αντέχω άλλο με τα σκυλιά, αλλά ξέρω ότι είναι μόνο σκέψεις της στιγμής. Δεν μου πηγαίνει να τον δώσω, δεν υπάρχει περίπτωση. Θα πέθαινε χωρίς εμένα».
Αλέξανδρος Καϊάφας και Σήφης
«Είχα πάει στην Κρήτη για να παρακολουθήσω έναν αγώνα της ΑΕΚ και εντελώς τυχαία βρήκα ένα μικρό γκριφόν-κανίς να έχει κουρνιάσει ανάμεσα σε έναν σκουπιδοτενεκέ. Έχω μεγαλώσει με σκυλιά όλη μου τη ζωή. Κάποια πέθαναν από γηρατειά, κάποια μου τα σκότωσαν με φόλες. Εκείνη την περίοδο, είχα χάσει τον προηγούμενο σκύλο μου από γεράματα και ήταν σαν μου τον έστειλε δώρο ο Θεός. Επειδή τον συνάντησα στην Κρήτη, τον ονόμασα Σήφη, για να τιμήσω και την… καταγωγή του. Του έκανα απολύμανση και θεραπεία για τσιμπούρια και ψύλλους.
Τα πράγματα δυσκόλεψαν όταν χώρισα με τη γυναίκα μου και για ένα μεγάλο διάστημα δεν είχα πού να μείνω. Φιλοξενήθηκα για κάποιο καιρό στην αδερφή μου, που έμενε σε μικρό σπίτι με την οικογένειά της, κι έτσι δεν μπορούσα να τον πάρω μαζί μου. Ήταν πολύ σκληρός ο αποχωρισμός. Με τα πολλά, κατάφερα να ορθοποδήσω, νοίκιασα ένα δικό μου σπίτι και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να φέρω πίσω τον Σήφη, το φιλαράκο μου.
Τώρα είναι 4,5 ετών. Είμαστε αχώριστοι. Τον παίρνω παντού μαζί μου. Δεν κάνει ακαθαρσίες και είναι τρομερή παρέα. Το μόνο που του λείπει είναι ότι δεν μιλάει. Όταν φεύγαμε με την Εθνική Αστέγων για τη Χιλή, όπου θα λείπαμε για αρκετές μέρες, μου κρατούσε μούτρα. Είχε ζήσει που με έβλεπε να μαζεύω βαλίτσες όταν χώρισα με τη γυναίκα μου, και με κοιτούσε σαν να πίστευε ότι θα το ξαναζούσε.
Με τον Σήφη μιλάμε, κάνουμε παρέα. Υπάρχουν πράγματα που δεν έχω πει σε άνθρωπο και τα έχω μοιραστεί μαζί του. Δεν είναι ζηλιάρης, το αντίθετο, είναι αρκετά δοτικός. Του αρέσει πολύ και να πηγαίνουμε βόλτες, ενώ από τα αγαπημένα του παιχνίδια είναι το μπαλάκι του, ένα κουκλάκι, ενώ τρελαίνεται να παίζει με μπουκάλια και να τους βγάζει τα καπάκια. Αυτή την περίοδο, ψάχνω να τον ζευγαρώσω. Όταν γυρίζω σπίτι και με βλέπει, πηδάει πάνω κάτω, γυρνάει πέρα δώθε, μου φεύγει όλη η κούραση, ξεχνώ τα πάντα. Είναι ο φίλος μου, ο σύντροφός μου. Και τώρα που ξαναβρεθήκαμε, δεν αποχωριζόμαστε με τίποτα».
Αλέξανδρος Καϊάφας και Σήφης (φωτογραφία: Γιάννης Ζινδριλής)
Γιάννης Ιωαννίδης και Μίκυ
«Είχα από μικρός ζώα και έχω εξοικειωθεί με την παρουσία τους. Με το σκυλάκο μου είμαστε μαζί από το 1999, όταν μου τον χάρισαν. Ήταν μικρόσωμος, διασταύρωση αλεπού με λύκο και κοκόνι, αλλά ήταν μικροσκοπικός σαν ποντίκι, γι’ αυτό και τον έβγαλα Μίκυ! Από μικρό τον είχα με μπιμπερό, σαν μωρό. Ξυπνούσε, τον τάιζα και τον έβαζα ξανά για ύπνο. Στην αρχή, ήμουν αυστηρός μαζί του. Τώρα δεν κάνει τίποτα. Έχει γεράσει αρκετά και είναι πολύ ήσυχος. Από μικρός ήταν έτσι. Δεν είναι από τα σκυλιά που τρώνε παντόφλες. Μόνο της γυναίκας μου έτρωγε, γιατί δεν την συμπαθούσε πολύ. Είναι και πολύ λιχούδης. Όποτε είχαμε, έτρωγε σοκολατάκια, ξηρούς καρπούς. Αγαπημένο του φρούτο ήταν το πεπόνι. Έπαιρνε ένα και το έκρυβε κάτω από τον καναπέ και το μασουλούσε στα κρυφά. Όταν γύριζα στο σπίτι από τη δουλειά, πάντα έτρεχε πρώτος, μου έφερνε τις παντόφλες και μου έπαιρνε τα άρβυλα.
Είναι πολύ καλό σκυλί, αλλά δεν τον λες και φύλακα. Στο σεισμό δεν πήρε χαμπάρι, ενώ και με τις γάτες όχι μόνο δεν τις κυνηγάει, αλλά τον στριμώχνουν κιόλας! Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να παίρνουμε μια μπάλα και να τρέχουμε κάτω στη θάλασσα. Τώρα πια ζούμε στο κέντρο της Αθήνας και δεν παίζουμε το ίδιο. Θέλω να πάω πίσω στον Πειραιά και για τον Μίκυ.
Συμμετέχει στα προβλήματά μου, στη στενοχώρια μου, κάθεται κοντά μου, με κοιτά, μου απαντά με το βλέμμα. Είναι δικός μου άνθρωπος, δική μου ψυχή. Θα μου κοστίσει όταν φύγει. Είναι μεγάλη ψυχούλα. Είναι η συντροφιά μου και πολλά περισσότερα».
Στέλλα Καντζιλίδου και Τζίλντα
«Πριν από μερικά χρόνια είχα ένα ημίαιμο κανίς-τεριέ, το οποίο έζησε μέχρι τα 12 του χρόνια. Όταν έφυγε, πέρασα μεγάλη στενοχώρια. Είχα πει ότι δεν θα ξαναπάρω σκύλο για να μην το ξαναζήσω. Κάποια στιγμή, μου έκανε δώρο ένας φίλος στα γενέθλιά μου ένα καλαθάκι με ροζ φιογκάκι. Μέσα ήταν η Τζίλντα, 35 ημερών. Έχει τριπλή ράτσα, η μαμά της είναι κοκόνι και ο μπαμπάς της διασταύρωση μαλτέζικο με γιορκσάιρ. Στην αρχή, ήθελε κι αυτή το χρόνο της κι εγώ το δικό μου για να συνηθίσει ο ένας τον άλλο. Μου είπε ότι την λένε Τζίλντα, αλλά εγώ τη φωνάζω «Σούστα», γιατί έχει αστείρευτη ενέργεια. Κοιμόμαστε μαζί. Χοροπηδάει μέχρι τον ώμο μου, έχει πολλή ενέργεια. Γαβγίζει στους ξένους στο ασανσέρ, είναι και φύλακας. Δεν είχε θέμα με το ότι ζούμε σε διαμέρισμα, γιατί και τις πρώτες μέρες της ζωής της σε διαμέρισμα τις πέρασε. Ζημιάρα δεν είναι. Τον πρώτο καιρό μόνο, όταν έβγαιναν τα δόντια της και μέχρι να της περάσουν οι ενοχλήσεις, μου είχε ξεριζώσει το πόδι του τραπεζιού! Αυτό που εισπράττω από την Τζίλντα, με απλά λόγια, είναι αγάπη δίχως όρους. Ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα να τη δώσω στα ζόρια. Στην ανάγκη θα φάμε από το ίδιο πιάτο. Και οι φίλοι και οι γονείς μου τη θέλουν και την αγαπούν, παρόλο που η μαμά μου γενικά δεν είχε συνηθίσει με τα σκυλιά. Είναι μέλος της οικογένειας. Είναι η μασκότ μας».
Κρις και Τζορτζ (Hanley)
«Ο Τζορτς ήταν ο σκύλος της κόρης της συντρόφου μου, αλλά δεν μπορούσε να τον διαχειριστεί. Επρόκειτο να του βρούμε ένα νέο σπίτι, αλλά σε μια από τις βόλτες μας πήδηξε και γλίστρησε, από ένα βράχο και τσάκισε το πόδι του. Ήμασταν ένα μίλι μακριά από το αυτοκίνητο. Πήραμε το παλτό της συντρόφου μου και τον τυλίξαμε για να τον μεταφέρουμε πίσω στο αυτοκίνητο. Δεν έβγαλε ούτε έναν ήχο.
Τον βάλαμε στο πίσω κάθισμα και τον πήγαμε στον κτηνίατρο. Το επόμενο βράδυ του έκοψαν το πόδι. Φαντάζομαι είναι η αιώνια όρεξή του για τη ζωή που τον κρατά. Σκεφτήκαμε ότι τώρα με ένα πόδι λιγότερο ποτέ δεν θα του βρούμε ένα σπίτι, έτσι αποφασίσαμε να τον κρατήσουμε.
Έφτασε να σημαίνει τα πάντα για μένα. Όταν ήμουν άστεγος, αυτός ήταν ο λόγος που συνέχισα. Αντί να μένω απαθής και να μην κάνω τίποτα, έπρεπε να σηκωθώ, να τον φροντίσω.
Όταν διαλύθηκε η σχέση μου. δεν μπόρεσα να το διαχειριστώ, άρχισα να πίνω, έγινα αλκοολικός και στο τέλος κατέληξα άστεγος. Μόνο τότε κατάλαβα ότι πρέπει να σταματήσω να πίνω, γιατί έπρεπε να φροντίσω τον Τζορτζ. Υποθέτω ότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι με έσωσε από το ποτό. Είναι ένας άγιος».
Μαρκ και Κία (Μάντσεστερ)
«Ποτέ δεν είχα σκοπό να αποκτήσω σκύλο. Πήρα την Κία από μια πρώην φίλη μου. Συνέχισε να τη φέρνει μαζί της και να μου ζητά να τη φροντίζω, ένα Σαββατοκύριακο εδώ και ένα Σαββατοκύριακο εκεί. Αλλά στο τέλος, αποφάσισε να χωρίσουμε και έμεινα με το σκύλο . Τώρα κοιμάται στην άκρη κρεβατιού μου, παρ’ όλο που έχει το δικό της. Έρχεται και βάζει το κεφάλι της στο κρεβάτι και μόλις με βλέπει με την άκρη του ματιού της να της «Κία, είναι ώρα να σηκωθούμε» πετάγεται όρθια. Έχει τραφεί καλύτερα από εμένα. Αν υπάρχει μόνο ένα γεύμα στο σπίτι, θα το φάει εκείνη και εγώ θα μείνω νηστικός. Έτσι πρέπει να γίνεται».
#34 (Φεβρουάριος 2016)