Shedia

EN GR

26/08/2021

Χρήστος Αράπης

 
«Βιώνοντας την αγάπη και τη ζεστασιά του κόσμου, ανέβηκα ψυχολογικά. Όταν βλέπεις ανθρώπους να ενδιαφέρονται για σένα πραγματικά, αισθάνεσαι πως δεν είσαι μόνος».
 
Γεννήθηκα το 1961 στην Ηλιούπολη, όπου και μεγάλωσα. Από παιδί ήθελα να γίνω αρχαιολόγος.  Με τραβούσαν τα παλιά κτίρια. Aκόμη και σήμερα, όταν βλέπω ένα παλιό κτίριο, θέλω να μαθαίνω την ιστορία του, το πώς ζούσαν εκεί οι άνθρωποι. Από μικρός καταπιάστηκα με το τζούντο. Ήμουν αθλητής ενός συλλόγου στους Αμπελόκηπους, του πιο φημισμένου τότε στην Αθήνα. Θυμάμαι που είχα και ιάπωνες προπονητές. Με γοήτευε ότι ήταν ένα άθλημα πνευματικό, φιλοσοφημένο, όπου ανέπτυσσες πραγματικά την άμιλλα. Ήθελα να ασχοληθώ κι επαγγελματικά με το τζούντο, αλλά δεν με άφησε o πατέρας μου. Πίστευε πως δεν θα μπορούσα να βιοποριστώ από αυτό και πως θα έπρεπε να μπω στην ξυλεμπορική επιχείρηση που διατηρούσε στην Ηλιούπολη.
 
Είχε ξεκινήσει από ξυλουργός και στην πορεία έγινε ξυλέμπορος. Αγόρασε, μάλιστα, δικό του κτίριο, ενώ νοίκιαζε και αποθήκες στην περιοχή. Μόλις αποφοίτησα από το σχολείο, πήγα νωρίτερα, εθελοντικά στο στρατό, στα 18 μου χρόνια, για να ξεμπερδεύω, και αμέσως μετά μπήκα κι εγώ στην επιχείρηση. Βοηθούσα ήδη από μαθητής λυκείου. Με εξαίρεση τον μεγαλύτερο αδερφό μου, που έγινε καθηγητής φυσικής, τα υπόλοιπα τρία αδέρφια ασχοληθήκαμε με την οικογενειακή επιχείρηση. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά. Πουλούσαμε ξυλεία  σε ξυλουργικά μαγαζιά, σε τεχνικές εταιρείες που έκαναν δημόσια έργα, ακόμα και  σε θέατρα. Ήταν δύσκολη και κοπιαστική δουλειά, αλλά την αγάπησα. Έκανα τα πάντα, μεταφορές με το φορτηγό στους πελάτες, χειριζόμουν τα εργαλεία, τη δισκέρα, το τρυπάνι. Τα απογεύματα, μάλιστα, έκανα και δουλειά γραφείου.
 
Στα 20 μου, έχασα τη μητέρα μου από καρκίνο στο στομάχι. Ήταν, συνεχώς, μια ανοιχτή πληγή για μένα. Στα 25 μου, το 1986, ήρθε και ο γάμος μου. Η γυναίκα μου είναι από τη Ρωσία, σκηνοθέτρια στο επάγγελμα. Ήξερα την αδερφή της και γνωριστήκαμε ένα καλοκαίρι που είχε έρθει διακοπές στην Ελλάδα. Τρία χρόνια μετά το γάμο, γεννήθηκε και η κόρη μας. Το 2004, ο πατέρας βγήκε στη σύνταξη και την επόμενη χρονιά έφυγε από τη ζωή. Έπασχε από καρκίνο του προστάτη. Ήδη πριν από την οικονομική κρίση, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, το μαγαζί δεν πήγαινε καλά. Ο κλάδος της οικοδομής είχε αρχίσει να πέφτει. Δεν χτίζονταν πολλά νέα σπίτια. Γίνονταν, κυρίως, ανακαινίσεις εσωτερικών χώρων.
 
Μετά το 2010 και την έλευση των μνημονίων, ήρθε η χαριστική βολή. Δεν είχαμε πια τζίρο. Είχαμε φτιάξει μια κοινοπραξία κάποιοι ξυλέμποροι και κάναμε εισαγωγές, όλα αυτά, όμως, σταμάτησαν. Δεν ήταν πια βιώσιμη η επιχείρηση. Εγώ αποχώρησα το 2010, και δυο χρόνια αργότερα η επιχείρηση έκλεισε. Έμενα πάνω από το μαγαζί. Είχα το δικό μου διαμέρισμα, όπως και ο αδερφός μου. Η μία από τις αδερφές μας είχε πάρει το πατρικό μας. Για ένα διάστημα, ζούσα με τα χρήματα που είχα στην άκρη. Όταν, όμως, αυτά εξαντλήθηκαν, πούλησα το σπίτι μου και πήγα με τη γυναίκα και την κόρη μου να μείνουμε σε μία θεία μου. Το 2012, η γυναίκα και η κόρη μου έφυγαν για τη Ρωσία, για να βρουν δουλειά. Η κόρη μου εργάζεται σε ναυτιλιακή εταιρεία και η σύντροφός μου έχει επανέλθει στη σκηνοθεσία.
 
Έψαχνα για δουλειά σε άλλα ξυλεμπορικά, αλλά οι συνάδελφοι ντρεπόντουσαν να με προσλάβουν. Με ήξεραν ως αφεντικό και ζητούσα δουλειά ως εργάτης. Μία κοπέλα από την κοινωνική υπηρεσία του δήμου Ηλιούπολης με προέτρεψε να καταφύγω στον ξενώνα φιλοξενίας αστέγων του δήμου Αθηναίων. Έτσι και έγινε. Ένας ένοικος του ξενώνα, που ήταν και πωλητής της «σχεδίας», μου μίλησε για το περιοδικό. Το 2015, ήρθα στη «σχεδία». Ταυτόχρονα, εντάχθηκα στο πρόγραμμα «Στέγαση και Επανένταξη» του υπουργείου Εργασίας, που διάρκεσε τέσσερα χρόνια. Εργαζόμουν ως τραπεζοκόμος σε μια μη κυβερνητική οργάνωση, ενώ νοίκιασα και ένα σπίτι στον Νέο Κόσμο. Στην αρχή, όταν φορούσα το κόκκινο γιλέκο, ντρεπόμουν. Βιώνοντας, όμως, την αγάπη και τη ζεστασιά του κόσμου, ανέβηκα ψυχολογικά. Όταν βλέπεις ανθρώπους να ενδιαφέρονται για σένα πραγματικά, αισθάνεσαι πως δεν είσαι μόνος. Πέρα από το ότι καλύπτω τα μικροέξοδα της καθημερινότητας, χάρη στην επαφή με τον κόσμο, έγινα πιο ευαίσθητος άνθρωπος. Θα ήθελα να μπορέσω κι εγώ κάποια στιγμή να πάω στη Ρωσία, να είμαι κοντά στην οικογένειά μου. Βλέπω τη γυναίκα και την κόρη μου μονάχα τα καλοκαίρι, όταν παίρνουν άδεια και έρχονται στην Ελλάδα.