Ταϊλάν Τονάκ, 46 ετών
Γεννήθηκα στην Τουρκία το 1970, εν μέσω της οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Ήμασταν οικογένεια αλεβιτών κουρδικής καταγωγής. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος και αγρότης. Ήμασταν δέκα αδέρφια. Όλη η οικογένεια ήταν μπλεγμένη με τα πολιτικά, ο μεγάλος αδερφός μου ήταν ιδρυτής ενός από τα μεγαλύτερα κινήματα, οι υπόλοιποι σπούδαζαν με μανία. Όταν ήρθε η χούντα, διέλυσε τα πάντα. Ο πατέρας μου με μια βαλίτσα λεφτά γυρνούσε από πόλη σε πόλη να βρει αν ζούν τα παιδιά του. Όλοι εκτός από μένα και την αδερφή μου φυλακίστηκαν. Στα δέκα μου είχα βιώσει βασανιστήρια επειδή θεωρούσαν ότι η οικογένεια με προετοίμαζε για αντάρτη. Στα 13 μου ήμουν ήδη παράνομος. Άλλαξα πολλές πόλεις, έφυγα από την οικογένεια, καθώς όλο αυτό το κλίμα είχε δημιουργήσει βίαιες καταστάσεις. Δεν ήθελα να μπλέξω περισσότερο. Έβγαλα μια σχολή αγροτικής τέχνης που μου άρεσε πολύ. Σε όλη μου τη ζωή το θέμα μου ήταν να σταματήσει η βία. Το 1990, ξεκινήσαμε μια παρέα επτά ατόμων, περπατήσαμε έξι μέρες ώς τον Έβρο, διασχίσαμε το ποτάμι. Παραλίγο να με παρασύρει. Είχαμε συμφωνήσει από την αρχή πως όποιος δεν μπορεί μένει πίσω. Περπατήσαμε μέρες μέχρι να βρούμε κάπου να πάρουμε το τρένο χωρίς να μας πιάσουν. Όταν μας βρήκε η αστυνομία, μας οδήγησαν στην Ορεστιάδα και μετά από μέρες μας κατέβασαν στην Αθήνα με το πούλμαν, όπου μας άφησαν σαν αδέσποτα μια νύχτα στην Ομόνοια. Βρήκαμε κάτι Κούρδους που έμεναν στην Αθήνα και μας είπαν για ένα στρατοπεδο στο Λαύριο. Μείναμε εκεί και προσπαθήσαμε να κάνουμε μια καινούρια αρχή. Πηγαίναμε στην Ανάβυσσο και βρίσκαμε διάφορα μεροκάματα. Μια μέρα με πήρε κάποιος σε μια βίλα, όπου δούλεψα τελικά τέσσερα χρόνια στον κήπο. Για ένα διάστημα, προσπάθησα να βρω καλύτερη τύχη στη Γερμανία, αλλά δεν μου άρεσε και ξαναγύρισα εδώ. Ήθελα να πάω πανεπιστήμιο, να γνωρίσω τον κόσμο. Έμεινα ολομόναχος στο δρόμο. Έπρεπε να ξαναρχίσω από την αρχή. Βρήκα δουλειά σε μια εταιρεία με οικολογικά προϊόντα. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις με τους ανθρώπους , με βοήθησαν, μάλιστα, να μάθω και τη γλώσσα. Δούλεψα τέσσερα χρόνια και πήγαμε πολύ καλά. Μόνο με τον έναν από τους τρεις συνεταίρους είχαμε προβλήματα. Υπήρχε ένα καφέ μπαρ που σύχναζα και, κάποια στιγμή, μου ζήτησε ο ιδιοκτήτης να με προσλάβει. Στο μεταξύ, είχε λήξει το διαβατήριό μου. Για πολλά χρόνια ήμουν αναγνωρισμένος πολιτικός πρόσφυγας. Έγινε ένας νόμος το 2000, όμως, και έπαψαν να δίνουν πολιτικό άσυλο. Ξεκίνησα μια καμπάνια με δικηγόρους και δημοσιογράφους για να νομιμοποιηθώ. Πέρασαν χρόνια, μέχρι που τελικά το 2007 πήρα το τουρκικό διαβατήριο. Δούλευα ώς το 2009. Όταν ήρθε η κρίση, ισοπέδωσε τα πάντα. Με έδιωξαν από το καφέ, δεν μπορούσα να πληρώσω το ενοίκιο, να βρω δουλειά, είχα και προσωπικά προβλήματα και βρέθηκα να παλεύω με την κατάθλιψη. Δύο χρόνια δεν έβγαινα από το σπίτι, μέχρι που έτυχε και είδα στην τηλεόραση τον διευθυντή του περιοδικού «σχεδία». Με έπεισε, μου άρεσε η ιδέα, δεν είχα να χάσω τίποτα. Πήρα τηλέφωνο, ήρθα και ξεκίνησα. Ήταν το δεύτερο τεύχος. Εκτός από το οικονομικό, το πιο σημαντικό ήταν ότι απέκτησα ξανά την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Κάθε μέρα που περνάει με ανεβάζει περισσότερο, με γεμίζει αυτοπεποίθηση. Μιλώ στον κόσμο με σηκωμένο κεφάλι. Ακόμα, είμαι πιο αισιόδοξος ότι θα βρω δουλειά. Πάντα περιστασιακά μεροκάματα, και πολλές φορές έτυχε να σταματώ από το περιοδικό επειδή θα έβρισκα κάπου δουλειά. Πέρσι, βρήκα μια δουλειά σε μια επαρχιακή πόλη που το αντικείμενό της ήταν όνειρο ζωής, όμως, δεν κράτησε και επέστρεψα. Με πόνεσε πολύ. Έπεσε η ψυχολογία μου κατακόρυφα. Ήταν η τελευταία ευκαιρία να δημιουργήσω, να έχω μια σταθερή δουλειά. Χρειάστηκα μήνες για να το ξεπεράσω. Δεν ήμουν σε κατάλληλη ψυχολογική κατάσταση να βγω να πουλήσω το περιοδικό. Φοβόμουν οτι μπορεί να έβγαζα άσχημη συμπεριφορά, λόγω της πίεσης που ένιωθα. Πέρασαν μήνες, ξαναήρθα, ξεκίνησα με περισσότερη αποφασιστικότητα.
Να γυρίσω στην Τουρκία το αποκλείω. Θα είμαι πάλι μετανάστης. Η πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα είναι η καινούρια μου πατρίδα. Ζω εδώ 25 χρόνια και προσπαθώ να βγάλω φτερά.
Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος. Πάντα πιστεύω ότι, όταν ο κόσμος ασχολείται με τα κοινωνικά, οι αλλαγές γίνονται μόνες τους. Φτάσαμε μέχρι εδώ, πρέπει να αλλάξουμε σελίδα, να κάνουμε μια καινούρια αρχή. Ξέρω ότι η «σχεδία» δεν είναι για πάντα. Δίνει ευκαιρία και εργαλεία στον κόσμο να αλλάξει τη ζωή του. Δεν θα ήθελα, όμως, να κάνω και για πάντα αυτή τη δουλειά. Ο στόχος μου είναι να μου δώσει χρόνο να κάνω κάτι που να μου αρέσει. Μου έδωσε μια ζεστασιά, όπως θα έδινε μια οικογένεια. Είναι η οικογένειά μου.