01/09/2015
Στέλλα Καντζιλίδου, 41 ετών
Έχω γεννηθεί στην Κολωνία της Γερμανίας. Οι γονείς μου ήταν μετανάστες. Η μαμά μου ήταν μοδίστρα και ο πατέρας δούλευε σε διάφορες εταιρείες. Όταν ήμουν 6 ετών αποφάσισαν να γυρίσουμε πίσω για να πάω σε ελληνικό σχολείο, γιατί εκεί δεν υπήρχε. Μέχρι τότε, εκτός από το σπίτι μας, μιλούσα μόνο γερμανικά. Αν με ρωτήσει κανείς να πως κάτι στα γερμανικά, δεν θυμάμαι τίποτα!
Όταν ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, η μαμά μου δούλεψε σε μια εταιρεία ως γαζώτρια και μετά άνοιξε ένα μαγαζί όπου έκανε επιδιορθώσεις ενδυμάτων. Τα καλοκαίρια είχαμε μαγαζί με ρούχα στο Μαρμαρά στη Χαλκιδική. Ο πατέρας μου έκανε εγκαταστάσεις πυρόσβεσης, σε μια εταιρεία που είχε αναλάβει ένα σούπερ μάρκετ. Από αυτές τις δουλειές πήραν και τη σύνταξή τους.
Η προσαρμογή από τη Γερμανία ήταν στην αρχή δύσκολη. Παρ’ όλο που τα καλοκαίρια οι γονείς με έστελναν στους παππούδες για διακοπές, μου πήρε αρκετό χρόνο να συνηθίσω. Ήταν κάτι άλλο. Άλλες συνήθειες. Είχα και προφορά και στην αρχή με κορόϊδευαν οι συμμαθητές μου.
Τελείωσα τεχνικό Λύκειο στον τομέα της Νοσηλευτικής. Δεν κατάφερα, όμως, να ακολουθήσω αυτή την επαγγελματική κατεύθυνση γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πολλές ευκαιρίες. Έκανα αιτήσεις σε νοσοκομεία, δούλεψα σαν αποκλειστική σε διάφορες κλινικές, αλλά δεν είχα σταθερή δουλειά. Δεν έτυχε ποτέ να μπω ούτε με σύμβαση να δουλέψω σε κάποιο νοσοκομείο. Αυτό διήρκησε περίπου για δυο χρόνια.
Λίγο καιρό αργότερα, ήμουν σε μια σχέση με κάποιον άνθρωπο, αρραβωνιάστηκα, αλλά η σχέση μας είχε ένα δυσάρεστο τέλος. Ο άνθρωπος που ήμουν μαζί δε με άφηνε να κάνω πολλά, ούτε μου επέτρεψε να εργαστώ. Αισθανόμουν ότι ζούσα σε μια εξωτερική φυλακή. Ήθελα να κάνω πράγματα και δε μπορούσα. Περάσαμε αρκετά δύσκολα. Κι εκείνος ήταν άνεργος για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν μου επέτρεπε ούτε να προσπαθήσω να βρω μια δουλειά να βοηθήσω.
Όταν μετά από περίπου δώδεκα χρόνια χώρισα, τελείωσα σχολή σεφ σε κάποιο ιδιωτικό ΙΕΚ και ασχολήθηκα με αυτό το αντικείμενο για περίπου τέσσερα χρόνια, δουλεύοντας σεζόν σε κάποια ξενοδοχεία. Μετά, όμως, είχα ένα πρόβλημα με τη μέση μου και αναγκάστηκα να κάνω επέμβαση. Η μαγειρική είναι, δυστυχώς, αρκετά βαριά δουλειά και δε μπορούσα ούτε αυτό να κάνω, γιατί χρειάζεται να κουβαλάς πολύ βάρος, πράγμα το οποίο δε μπορούσα να το αντέξω. Ήταν ένα αντικείμενο που μου άρεσε, γι’ αυτό και το σπούδασα. Σταμάτησα να εργάζομαι το 2010. Το χειμώνα δούλευα σε μια διαφημιστική εταιρεία, παράλληλα, για περίπου οκτώ χρόνια, στη διανομή φυλλαδίων, αλλά η εταιρεία έκλεισε, οπότε έμεινα τελείως χωρίς δουλειά.
Τα πράγματα τότε δυσκόλεψαν πάρα πολύ, τα μεροκάματα μειώθηκαν στο ελάχιστο, χωρίς κιόλας να έχω κάτι σταθερό και μόνιμο. Μέχρι που για ένα χρόνο ήμουν εντελώς εκτός αγοράς εργασίας. Τότε από κάποιον πωλητή της «σχεδίας» πήρα το πρώτο περιοδικό στα χέρια μου. Δεν το εμπιστεύτηκα στην αρχή. Πήρα και ένα δεύτερο από μια πωλητρια. Είχα ακούσει στο ραδιόφωνο και το πήρα από περιέργεια. Μου άρεσε ως περιοδικό, γι΄αυτο πήρα και το επόμενο τεύχος. Τότε... κουνήθηκε ο εγκέφαλός μου και είπα ότι από τη στιγμή που κάθομαι, γιατί να μην το κάνω κι εγώ; Βρήκα τη διεύθυνση μέσα από το περιοδικό και επικοινώνησα με τους ανθρώπους τους. Συνεννοηθήκαμε, καταρχάς, ότι θα συναντηθούμε για την ενημέρωση μέσα στις επόμενες ημέρες, αλλά εγώ δεν κρατιόμουν και την επόμενη μέρα βρήκα μια πρόφαση να επισκεφθώ πάλι το γραφείο.
Ξεκίνησα άμεσα.Την πρώτη μέρα ήμουν λιγο αγχωμένη, αλλά το ξεπέρασα γρήγορα γιατί είμαι αρκετά κοινωνικό άτομο. Την πρώτη μέρα κατάφεραν να δώσω και τα δέκα πρώτα τεύχη πολύ γρήγορα. Όσο δύσκολο και να είναι, επειδή έχω ανάγκη, δεν έχω να φοβηθώ τίποτα. Μένω μόνη σε δικό μου μεν σπίτι, αλλά οι ανάγκες λειτουργίας του νοικοκυριού και να συντηρηθώ είναι πολλές.
Έκλεισα ήδη ένα χρόνο και νοιώθω ότι άλλαξε η ψυχολογία μου. Έχασα δέκα κιλά, άρχισα να βλέπω αλλιώς τα πράγματα, πιο αισιόδοξα. Ο κόσμος έχει αγκαλιάσει πολύ το περιοδικό, νιώθω ότι όλοι μαζί είμαστε μια μεγάλη αγκαλιά. Ο κόσμος πλησιάζει, ρωτάει και αυτό ειναι το πιο όμορφο. Αυτή η δουλειά κάθε μέρα με εκπλήσσει. Και ευχάριστα και δυσάρεστα. Το πιο δυσάρεστο ήταν όταν κάποτε κάποιος πέρασε, μου πέταξε ένα χαρτονόμισμα χωρίς να με κοιτάξει για να πάρει το περιοδικό και έφυγε. Δεν το κράτησα, αγόρασα κουλούρια και νερά για τους ανθρώπους που κάθονται στα πεζοδρόμια. Κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι ότι κάποτε ένα ζευγάρι τυφλών άκουσε που επικοινωνούσα το περιοδικό, χρησιμοποιώντας το μότο μου «Περιοδικό δρόμου ‘σχεδία’, βάζει γκολ στην ανεργία», γύρισαν και το αγόρασαν. Για πολλή ώρα δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου από τη συγκίνηση.
Βλέπω πιο θετικά τα πράγματα, είμαστε μια μεγάλη παρέα, μια αγκαλιά. Δεν ψάχνω για κάτι άλλο. Εδώ θα είμαι μέχρι τέλους. Θα ήθελα μια μέρα να κάνω μια δική μου δουλειά, ένα καφέ, ένα παιδότοπο. Όμως, η επέμβαση στη μέση δε μου αφήνει πολλές επιλογές για εργασία. Δεν έχω σκεφτεί να κάνω κάποιες επιπλέον σπουδές. Θέλω πολύ να μάθω μια ξένη γλώσσα. Αγαπώ πολύ τα ισπανικά και τα ιταλικά. Πιστεύω θα το κάνω σύντομα.
Στις δράσεις που κάνει η «σχεδία» είμαι παντού μέσα. Μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι μια ανάσα από την καθημερινότητα, ερχόμαστε πιο κοντά οι πωλητές μεταξύ μας, ανταλλάσσουμε απόψεις.
Όλα γίνονται με αισιοδοξία, μέτρο, σύνεση, δεν χρειάζεται πανικός. Αλλιώς πηγαίνουμε περισσότερο πίσω, παρά μπροστά.