Shedia

EN GR

16/10/2024

Στάθης Παπαναστασίου

Γεννήθηκα το 1949 στο Κολωνάκι, όπου και μεγάλωσα, ενώ έχω και δύο μεγαλύτερες αδερφές. Ο πατέρας μου ήταν διοικητής του υποκαταστήματος της Αγροτικής Τράπεζας στην Κόνιτσα, την περίοδο του εμφυλίου και, καθώς είχε σώσει χρηματαποστολές και είχε πυροβοληθεί, πήρε τιμητική σύνταξη. Από δέκα χρονών κόλλησα με την μπάλα, αν και θεωρούσα τον εαυτό μου άσχετο. Παίζαμε σε αλάνες στο Μαράσλειο ή στη Ριζάρη, όπου πήγαινα και κατηχητικό. Παρόλο που με πήγαινε ο πατέρας μου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, εγώ είχα μεγάλη αγάπη στον Κώστα Νεστορίδη της ΑΕΚ. Ο πατέρας ήταν αλκοολικός, με αποτέλεσμα να έχει συνέχεια παραληρήματα. Καθώς χρωστούσαμε ενοίκια, αλλάζαμε συχνά σπίτι. Κάθε φορά που αλλάζαμε κατοικία, εγώ ξεχυνόμουν κατευθείαν στην κοντινότερη αλάνα. Υπήρχε, γενικά, μεγάλη αναστάτωση στο σπίτι, ενώ ο πατέρας μου δεν ήθελε ποτέ κόσμο. Στα 16 μου, ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο στην ομάδα του Ψυχικού, επιθετικό χαφ και φορ, ενώ στα 24 μου πήγα στον Αχαρναϊκό, που αγωνιζόταν τότε στη Β’ Εθνική.

Σε ηλικία 27 χρονών, έπιασα δουλειά ως κρουπιέρης στο καζίνο της Πάρνηθας. Θυμάμαι μια φορά που είχαμε αποκλειστεί από τα χιόνια για τέσσερις ημέρες. Εκεί, έκατσα δυο χρόνια, δεν σε κρατούσαν περισσότερο. Στα 28 μου, έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου. Του έκρυβε η μάνα μου το ποτό και κατάπιε ένα μπουκάλι που είχε, όμως, εκκαθαριστικό οξύ. Στη συνέχεια, μπάρκαρα. Είχα, δε, πάει στην Αίγυπτο να επιβιβαστώ σε ένα πλοίο που μετέφερε ζάχαρη. Θυμάμαι που ήταν σκισμένη η πλώρη και την τσιμεντάραμε. Είχε πάρει φωτιά η ζάχαρη, ενώ στα ανοιχτά της Μαυριτανίας ναυαγήσαμε (ο καπετάνιος του πλοίου είχε άλλα δύο ναυάγια στο ενεργητικό του). Κατεβήκαμε στις βάρκες και διασωθήκαμε από διερχόμενα πλοία. Από τους καπνούς δεν βλέπαμε τίποτα, ενώ πονούσαν τα μάτια μας. Ύστερα, δούλεψα για δυο χρόνια σε γκαζάδικα, αλλά ήμουν ανασφάλιστος και, στη συνέχεια, για αντίστοιχο χρονικό διάστημα σε πλοία που μετέφεραν σιτηρά από την Ουκρανία στη Βραζιλία και στον Κόλπο του Μεξικού. Εκεί έμαθα αγγλικά.

Μόλις άφησα τη θάλασσα, ένας δικηγόρος που γνώριζα με έστελνε στο υποθηκοφυλακείο, αλλά άλλαξε ο νόμος και έπρεπε να είσαι δικηγόρος για να μπαίνεις σε αυτό. Έτσι, με ένα φίλο μου, κάναμε καθαρισμούς πολυκατοικιών, για έξι χρόνια. Η εταιρεία ήταν στο όνομά μου. Στη συνέχεια, δε, καταπιάστηκα με απολυμάνσεις σε συνεργεία καθαρισμού. Το 2008, σταμάτησα να δουλεύω, για να προσέχω τη μητέρα μου. Είχε καταπέσει, ενώ είχε εμφανίσει και Αλτσχάιμερ. Τη φρόντιζα πέντε χρόνια, μέχρι που έφυγε από τη ζωή, το 2013.

 Ήρθα στη «σχεδία» το 2014, καθώς δεν είχα πια οικονομικούς πόρους. Έμαθα για το περιοδικό από πωλητή της «σχεδίας». Από την αρχή που φόρεσα το κόκκινο γιλέκο, δεν ντράπηκα καθόλου. Αισθάνθηκα ότι απέκτησα και εγώ μια ταυτότητα, γιατί, με όλη αυτήν την ανασφάλεια που βίωνα από παιδί, ένιωθα ότι είμαι ανερμάτιστος, ότι δεν είχα ταυτότητα. Έχω δεχθεί απεριόριστη αποδοχή, εμπιστοσύνη και συμπάθεια. Έλεγα: «Τι άνθρωποι είναι αυτοί, που πληρώνουν και παραπάνω και σου φέρνουν και τυρόπιτα». Οι υποστηρικτές και οι δημιουργοί της «σχεδίας» με φτάσατε 75 χρονών. Νιώθω πως, αν δεν βγω στο πόστο, θα πάθω κατάθλιψη. Με τα χρήματα που βγάζω, πληρώνω το ρεύμα, τους λογαριασμούς.