Παναγιώτης Παράσχος, 48 ετών
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς μου κατάγονταν από την Κοζάνη, αλλά ήρθαν εδώ για να βρουν καλύτερη τύχη. Ήμασταν μια εργατική οικογένεια, έχω μία αδερφή που έχει παντρευτεί και έχει κάνει δική της οικογένεια, ενώ ο πατέρας μου ήταν ελαιοχρωματιστής. Πολλές φορές πήγαινα κι εγώ να τον βοηθήσω, αλλά την τέχνη του δεν την έμαθα, ώστε να μπορέσω να την ακολουθήσω αργότερα. Σχολείο πήγα μέχρι την Γ’ Γυμνασίου. Με το που απολύθηκα από το στρατό μέσα σε λίγους μήνες βρήκα τη δουλειά, όπου έμεινα μέχρι και το 2009. Ήταν σε ένα εργοστάσιο κονσερβοποιίας, όπου έκανα πολλές - κυρίως βοηθητικές- δουλειές. Το 1993 παντρεύτηκα και αργότερα γεννήθηκαν οι δυο γιοι μου. Ο μεγάλος είναι σήμερα 22 ετών, ο μικρός 12. Η σύζυγος δεν εργάστηκε ποτέ. Συμφωνήσαμε ότι θα ήταν καλύτερο να μείνει στο σπίτι να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά μας.
Το 2009 άρχισαν τα μεγάλα προβλήματα. Η επιχείρηση που εργαζόμουν όλα αυτά τα χρόνια έκλεισε και εγώ έμεινα άνεργος. Η κατάσταση πλέον στην οικογένειά μας ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν μπορούσα να βρω ούτε ένα μεροκάματο να κάνω γιατί όλοι έλεγαν ότι είμαι μεγάλος και δε μπορούσα να ανταποκριθώ. Δεν είχα και κάποια ειδίκευση που θα μπορούσε να με βοηθήσει να βρω μια δουλειά. Γι’ αυτό και προσπάθησα τουλάχιστον να αξιοποιήσω το διάστημα αυτό κάνοντας μερικά επιδοτούμενα σεμινάρια, προκειμένου να βελτιώσω και τα τυπικά μου προσόντα. Με βοήθησαν στην αρχή να κάνω αρκετές αιτήσεις για δουλειά, όμως, ποτέ δεν πήρα μια θετική απάντηση, κυρίως λόγω ηλικίας.
Ευτυχώς, μένουμε σε δικό μας σπίτι κι έτσι δεν κινδυνεύσαμε να βρεθούμε στο δρόμο. Μας βοηθάει πολύ οικονομικά και ο κουνιάδος μου, ενώ φαγητό παίρνουμε αρκετές φορές από το συσσίτιο.
Τότε ήταν που ήρθε στη ζωή μου η «σχεδία». Ήμουν ήδη σχεδόν πέντε χρόνια άνεργος. Ένα απόγευμα κατέβαινα την Τσιμισκή κι εκεί συνάντησα έναν πωλητή του περιοδικού. Του μίλησα, μου εξήγησε πως λειτουργεί, μου έδωσε το τηλέφωνο. Έκλεισα ραντεβού, ήρθα στα γραφεία, ενημερώθηκα και αμέσως πήρα το γιλέκο να δουλέψω.
Όταν ξεκίνησα δεν είχα καθόλου άγχος. Ήμουν αποφασισμένος να τα καταφέρω και αυτό έγινε. Τα πρώτα δέκα περιοδικά που μου δόθηκαν δωρεάν ως αρχικό «κεφάλαιο», τα πούλησα σχεδόν αμέσως. Ήμουν αισιόδοξος, αλλά δεν το πίστευα ότι θα γινόταν έτσι. Πήρα μεγάλη χαρά και πήγα αμέσως στο γραφείο να πάρω και άλλα. Από τότε λέω ότι βρήκα την υγειά μου. Δεν έχω πρόβλημα να επικοινωνήσω με τον κόσμο. Αντίθετα, μου αρέσει πολύ. Μιλώ μαζί του, συζητάμε για την καθημερινότητά μας, μου λένε την άποψή τους. Μια κυρία μου είπε ότι είναι ακριβό το περιοδικό και θα ήταν καλύτερο να μειώσουμε την τιμή του. Της είπα ότι θα το μεταφέρω στους υπευθύνους. Το περιοδικό μου αρέσει πολύ και, ακόμα κι αν δεν το πουλούσα, θα το αγόραζα σαν αναγνώστης. Άσχημα λόγια δεν έχω ακούσει ούτε για το περιεχόμενό του ούτε για τους ανθρώπους που το πουλούν.
Ο μεγάλος μου γιος σπουδάζει στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας στη Σίνδο. Προσπαθεί να βρει μια δουλειά να εργαστεί να καλύψει τουλάχιστον τα δικά του έξοδα, αλλά ούτε και γι’ αυτόν είναι εύκολο. Σκέφτομαι να του πω αν θέλει να έρθει να δουλέψει κι εκείνος στο περιοδικό. Προς το παρόν έρχεται πολλές φορές να με δει στο πόστο που δουλεύω, να με χαιρετίσει και να μου ευχηθεί καλή δουλειά. Αυτό με κάνει να νιώθω ακόμα πιο χαρούμενος.
Αν δε βρει κάτι σύντομα, σκέφτεται να φύγει για το εξωτερικό. Κι εγώ, αν με ρωτήσει, θα τον συμβούλευα να το κάνει. Αν δεν είχα την οικογένεια, θα το σκεφτόμουν να το κάνω κι εγώ.
Κάνω προσπάθειες για μια πιο σταθερή δουλειά, αλλά όσο περνάει ο καιρός είναι ακόμα πιο δύσκολο. Θέλω να παραμείνω στη «σχεδία» γιατί μου αρέσει πολύ αυτή η επικοινωνία με τον κόσμο. Δεν υπάρχουν μέρες που δε νιώθω καλά για να δουλέψω. Το ίδιο το περιοδικό με βοηθά σε αυτό. Θέλω να έρθω στην Αθήνα, να δω πως λειτουργεί το περιοδικό στα «κεντρικά» και να γνωρίσω τους συναδέλφους μου. Πιστεύω θα το κάνω σύντομα και θα είναι μια όμορφη εμπειρία.