01/12/2018
Παναγιώτης Δημητρίου, 70 ετών
— «Έχω αρχίσει να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, να ξαναστέκομαι στα πόδια μου. Αυτό το μόνιμο άγχος που είχα και με συνέθλιβε έχει φύγει πια»
Γεννήθηκα το 1948 στο ορεινό χωριό Αρραβωνίτσα της Αιγιαλείας. Ήμουν ο μικρότερος από έξι αδέρφια, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Οι γονείς μου ήταν αγρότες. Από μικρός, βοηθούσα τους γονείς μου στα χωράφια, μάζευα τις ελιές, άπλωνα τη σταφίδα. Δεν ήμουν, όμως, γεννημένος για αγρότης. Τα πρωινά που με ξύπναγε ο πατέρας μου να πάμε στα κτήματα, εγώ έκανα πώς δεν άκουγα. Τότε εκείνος άρχιζε τη γκρίνια και τις φωνές. Στο σχολείο, η δασκάλα με είχε τρελάνει στο ξύλο. Η αλήθεια ήταν ότι ήμουν πειραχτήρι και άτακτος. Όταν τελείωσα το δημοτικό, πήγα και γράφτηκα σε μια τεχνική σχολή στην Πάτρα, όπου πήρα την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου. Το έκανα περισσότερο γιατί ήθελα να ξεφύγω από την καταπίεση του χωριού. Έμενα με μια μακρινή ξαδέρφη του πατέρα μου. Μου έδινε, όμως, τα αποφάγια των παιδιών της. Κυριολεκτικά, υποσιτιζόμουν. Έφτασα στο σημείο ύστερα από ένα χρόνο να αρρωστήσω από κοιλιακό τύφο. Μοιραία, ο πατέρας μου με απομάκρυνε από εκείνην, και πήγα να συνεχίσω τις σπουδές μου στην ηλεκτρολογία σε μια τεχνική σχολή της Αθήνας. Έμενα μαζί με τον αδερφό μου. Παράλληλα με τη φοίτησή μου στη σχολή, δούλευα σε ένα μαγαζί στα Πετράλωνα. Ο εργοδότης, όμως, δεν μου κολλούσε ένσημα, ενώ το μεροκάματο ήταν μόλις ένα δεκάρικο. Έτσι, στα 16 μου, πήρα την απόφαση να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο. Τα πρώτα μου ταξίδια ήταν με ένα επιβατηγό που πήγαινε Πρίντεζι. Το πόστο μου ήταν λαντζιέρης. Έπλενα ολόκληρα βουνά από πιάτα. Αυτή η θέση, όμως, δεν με ικανοποιούσε. Πήγα, λοιπόν, σε ένα φορτηγό πλοίο, όπου δούλευα ως βοηθός καμαρώτου. Σε ένα ταξίδι πλέαμε από το Ρότερνταμ για την Κίνα. Κουβαλούσαμε δύο πυρηνικούς σωλήνες που προορίζονταν για το κινέζικο πυρηνικό πρόγραμμα. Έξω από τη Σιγκαπούρη, πέσαμε σε έναν φοβερό κυκλώνα. Η πλώρη και η πρύμνη ήταν στον αέρα, απάνω από τα κύματα. Οι πυρηνικοί σωλήνες ήταν που κράτησαν το πλοίο σε μια ισορροπία και δεν κόπηκε στα δύο. Τότε, ορκίστηκα στον Άγιο Νικόλα ότι δεν θα ξαναμπαρκάρω και ότι το πρώτο μου παιδί θα το βγάλω Νικόλα. Μόλις επιστρέψαμε στον Πειραιά, άρχισα να κάνω μεροκάματα ως ελαιοχρωματιστής μαζί με δύο φίλους. Για ένα διάστημα, είχα πιάσει δουλειά και σε ένα εργοστάσιο πλαστικών στου Ζωγράφου. Ένα βράδυ, όμως, κόντεψα να πεθάνω από τις αναθυμιάσεις. «Δεν κάνει αυτή η δουλειά για μένα», είπα και τα παράτησα. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας μου, στα 24 μου, η αδερφή μου, που είχε παντρευτεί Ελληνοαμερικανό και είχε εγκατασταθεί στο Ντιτρόιτ, μου έκανε πρόσκληση να πάω στις ΗΠΑ. Στο Ντιτρόιτ, δούλευα ως σερβιτόρος σε ελληνικό εστιατόριο. Έβγαζα πολύ καλά χρήματα, κυρίως από τα τυχερά. Η αδερφή μου είχε βαλθεί να με προξενέψει με μια Ελληνίδα που είχε καταγωγή από τη Φλώρινα. Βγαίναμε ραντεβού με την κοπέλα, ώσπου εκείνη έμεινε έγκυος. Δεν είχα βεβαιωθεί ότι ήθελα να προχωρήσω σε γάμο. Παντρεύτηκα λόγω της εγκυμοσύνης. Ο πρώτος μου γιος γεννήθηκε το 1976 και ο δεύτερος ένα χρόνο αργότερα. Ύστερα από έξι χρόνια γάμου, χωρίσαμε με τη σύζυγό μου. Δεν με άφηνε να έχω επικοινωνία με τα παιδιά μας. Μόλις έπαιρνα τηλέφωνο για να τους μιλήσω, μου το έκλεινε. Από θυμό, δεν της κατέβαλα κι εγώ διατροφή. Μετά το διαζύγιο, έζησα στο Σικάγο, όπου έγινα διευθυντής μιας ελληνικής ταβέρνας, και στη Χαβάη, όπου έγινα μάγειρας σε ένα εστιατόριο με τοπική κουζίνα. Εκεί πάτησα τον όρκο μου στον Άγιο Νικόλα. Ξαναμπήκα στη θάλασσα. Δούλευα στο «πλοίο της αγάπης», που έκανε κρουαζιέρες στα χαβανέζικα νησιά. Το 1982, καθώς με είχε κουράσει η ζωή στην Αμερική, επέστρεψα στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκα στα Σελιανίτικα, λίγο έξω από το Αίγιο. Εκεί δούλεψα ως μάγειρας στο εστιατόριο ενός ξενοδοχείου. Ξαναπαντρεύτηκα, αλλά ούτε αυτός ο γάμος έμελλε να στεριώσει. Όταν ήταν μικρός ο γιος μου, που γεννήθηκε το 1985, χωρίσαμε. Ξαναέφυγα για το εξωτερικό, εργαζόμενος ως μάγειρας για χρόνια σε εστιατόρια στη Δανία και τον Καναδά. Το 2000, έπιασα δουλειά σε μια ελληνική ταβέρνα στο Μόντρεαλ. Δούλευα όλη νύχτα. Για να κρατιέμαι ξύπνιος, έπινα δώδεκα φλιτζάνια καφέ. Ένα βράδυ, δεν άντεξα και κατέρρευσα. Ο γιατρός στο νοσοκομείο, όπου μεταφέρθηκα, ήταν κάθετος. Έπρεπε να ξεχάσω αυτή τη δουλειά. Για να βιοπορίζομαι, επί δώδεκα χρόνια, μάζευα χρήματα πόρτα πόρτα για λογαριασμό μίας κοινωνικής οργάνωσης υποστήριξης ατόμων με αναπηρία. Τον Ιούνιο του 2017, όμως, έληξε η άδεια παραμονής μου στον Καναδά. Μοιραία, έπρεπε να γυρίσω στην Ελλάδα. Έψαχνα παντού για δουλειά, κυρίως σε εστιατόρια, αλλά κανείς δεν με έπαιρνε λόγω ηλικίας. Δεν είχα δικαίωμα σε σύνταξη, γιατί δεν είχα τα απαιτούμενα ένσημα. Στις ΗΠΑ, για πολλά χρόνια δούλευα χωρίς ασφάλιση. Δεν είχα, επίσης, πού να μείνω. Έμενα σε ένα ξενοδοχείο στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο κέντρο της Αθήνας. Τελικά, έγινα δεκτός στον ξενώνα φιλοξενίας αστέγων στον Καρέα. Η κοινωνική λειτουργός του ξενώνα μου μίλησε για τη «σχεδία». Δεν δίστασα να χτυπήσω την πόρτα του περιοδικού. Πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο στις αρχές Οκτωβρίου. Μπορώ πια να αγοράσω ένα πιάτο φαγητό, μια κρέμα ξυρίσματος. Έχω αρχίσει να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου, να ξαναστέκομαι στα πόδια μου. Αυτό το μόνιμο άγχος που είχα και με συνέθλιβε έχ