16/05/2022
Μιχάλης Βήχος
«Στην αρχή ντρεπόμουν, αλλά από τις πρώτες κιόλας ημέρες δέχτηκα τόσο πολλή αγάπη από τον κόσμο, που αισθάνθηκα μεγάλη ικανοποίηση».
Γεννήθηκα το 1964 στην Τρυπητή της Μήλου, όπου βρίσκεται το αρχαίο θέατρο και οι περίφημες κατακόμβες του νησιού. O πατέρας μου ήταν εργάτης στην τοπική βιομηχανία που επεξεργαζόταν περλίτη και μπετονίτη. Για να συνδράμω την οικογένειά μου, που ήταν φτωχή, έπιασα δουλειά σε ηλικία μόλις οκτώ χρονών σε ένα ζαχαροπλαστείο ως σερβιτόρος. Εργαζόμουν εκεί όποτε δεν πήγαινα σχολείο, από το πρωί ώς το βράδυ. Το ωράριο ήταν εξοντωτικό. Δεν προλάβαινα ούτε τη θάλασσα να απολαύσω ως παιδί. Με το πρώτο μου μηνιάτικο αγόρασα ένα ποδήλατο. Ο πατέρας μου με έδειρε, όμως, γιατί δεν έδωσα τα χρήματα για τις ανάγκες του σπιτιού και μου έσπασε το ποδήλατο. Με είχε κάνει σε μεγάλη ηλικία, και η μόνη επαφή που είχα μαζί του ήταν μέσα από το ξύλο.
Ενώ βρισκόμουν στα 14, ήθελα να σπουδάσω μάγειρας στη σχολή του ΕΟΤ, ο πατέρας μου, ωστόσο, δεν υπέγραφε για να μπορέσω να γραφτώ στη σχολή. Θεωρούσε ότι η μαγειρική είναι αποκλειστικά γυναικεία δουλειά. Με προόριζε για εργάτη στη βιομηχανία όπου δούλευε και εκείνος. Πολλοί εργαζόμενοι, δε, σε εκείνη τη βιομηχανία πέθαιναν από πνευμονοκονίαση, κυρίως μετά τα 55 τους χρόνια, καθώς δεν υπήρχαν μέτρα προστασίας της υγείας τους. Έτσι, το έσκασα από το σπίτι και ήρθα στην Αθήνα. Γράφτηκα σε μια σχολή του ΟAΕΔ, όπου πήρα την ειδικότητα του υδραυλικού, ενώ πήγαινα και σε εσπερινό σχολείο. Έμενα στο οικοτροφείο της σχολής. Για κακή μου τύχη, μόλις αποφοίτησα, συνεργάστηκα με εργολάβους οικοδομών που επιδίδονταν στον τζόγο και μας άφηναν για μήνες απλήρωτους.
Πήρα, λοιπόν, την απόφαση να δώσω εξετάσεις στον ΟΣΕ, όπου και μπήκα. Παράλληλα, τα βράδια δούλευα ως σερβιτόρος σε ταβέρνες και εστιατόρια. Το 1992, παράτησα το δημόσιο και γύρισα στο νησί μου, όπου παντρεύτηκα και έκανα αμέσως δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Δεν ήθελα τα παιδιά μου να έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας από μένα, όπως είχα εγώ από τον πατέρα μου. Στη Μήλο αγόρασα ένα παλιό καφενεδάκι και το έκανα ουζερί. Για περίπου οκτώ χρόνια, το μαγαζί πήγαινε πολύ καλά, μέχρι που άνοιξαν άλλα δύο πολύ μεγάλα μαγαζιά δίπλα μου. Προσπάθησα να το πουλήσω, αλλά δεν τα κατάφερα και αναγκάστηκα να το κλείσω. Στη συνέχεια, άνοιξα νέο ουζερί κοντά στον αρχαιολογικό χώρο, το οποίο μου στοίχισε πολλά χρήματα. Δεν πήγε, όμως, όπως το περίμενα, και βρέθηκα καταχρεωμένος. Άρχισα να έχω νευρικές κρίσεις, έγινα βουλιμικός, ενώ υποβλήθηκα και σε μια πολύ σοβαρή επέμβαση. Λόγω των κρίσεων που είχα, οι νευρολόγοι μού είχαν γράψει χάπια, μέχρι μου κάποιος μου έριξε την ιδέα, αντί να παίρνω χάπια, να πίνω. Μπήκε στη μέση, λοιπόν, το ποτό και τα διέλυσε όλα. Το μαγαζί έκλεισε το 2006. Είχα αποταθεί σε μία θεραπευτική ομάδα για το αλκοόλ, αλλά δεν ήμουν ακόμη έτοιμος να λάβω βοήθεια.
Το 2014, μετά το διαζύγιό μου, ήρθα στην Αθήνα, όπου εργάστηκα σε ένα λογιστικό γραφείο. Έκανα εξωτερικές δουλειές. Η εξάρτησή μου, όμως, από το αλκοόλ ήταν απόλυτη, μέχρι που πριν από δύο χρόνια επήλθε η καταστροφή. Βρέθηκα στο δρόμο, στο Κερατσίνι, με ένα πακέτο τσιγάρα, ένα κινητό και ένα κουτί χάπια για την πίεση. Κάποιος γείτονας που με είδε στο δρόμο ειδοποίησε την κόρη μου. Καθώς είχα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, βρέθηκα για έξι ημέρες στο νοσοκομείο. Με τη βοήθεια ενός γιατρού από τη Μήλο, άρχισα σιγά σιγά να συνέρχομαι. Τελικά, μπήκα σε κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης από το αλκοόλ. Πριν από λίγες ημέρες ολοκλήρωσα και το στάδιο της επανένταξης. Το τελευταίο διάστημα μένω στο Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων του Δήμου Αθηναίων, ενώ πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο της «σχεδίας» τον Ιανουάριο. Στην αρχή ντρεπόμουν, αλλά από τις πρώτες κιόλας ημέρες δέχτηκα τόσο πολλή αγάπη από τον κόσμο, που αισθάνθηκα μεγάλη ικανοποίηση. Μου πιάνουν την κουβέντα, μου φέρνουν μια τυρόπιτα ή έναν καφέ. Νιώθω ότι προσφέρω κάτι όμορφο, καλό, πουλώντας το περιοδικό, και ο κόσμος μου το ανταποδίδει.