Μαρία Γάτου, 45 ετών
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Ήμουν μοναχοπαίδι, αρκετά μαζεμένη, σε μια οικογένεια παλαιών αρχών που μου είχε και μεγάλη αδυναμία. Ο πατέρας μου εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση του αδερφού του που ασχολούταν με εξαγωγές ελιών. Μέχρι που τελείωσα το σχολείο, ήθελα να γίνω δασκάλα. Έδωσα μια φορά Πανελλήνιες, δήλωσα μόνο Αθήνα, αφού δε νήθελα να φύγω από το σπίτι μου, όμως, δεν πέτυχα. Ο θείος μου με προσέλαβε στην επιχείρησή του και, παρ’ όλο που στα οικονομικά και στα ένσημα ήμουν λίγο ριγμένη, έμεινα εκεί μέχρι που η επιχείρηση χρεοκόπησε και τελικά έκλεισε το 2000. Στο μεταξύ, το ’95 έχασα τη μητέρα μου και το 2000 τον πατέρα μου, με τους οποίους ζούσα μαζί.
Τότε άρχισαν και τα προβλήματα. Επειδή δεν είχα πια εισόδημα, αφού δεν είχα μόνιμη δουλειά, αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω μια πιστωτική κάρτα, προκειμένου έχω μετρητά για να αντεπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου. Παράλληλα, προσπαθούσα να κάνω διάφορες δουλειές, κυρίως, μοίραζα φυλλάδια. Όμως, το εισόδημα δεν ήταν σταθερό για να μπορέσω να αντέξω για καιρό. Η κάρτα φορτώθηκε πολύ και με ειδοποίησαν ότι, αν δεν την εξοφλήσω, το σπίτι θα βγει σε πλειστηριασμό. Δεν είχα τη δυνατότητα να το καλύψω. Επιπλέον, ως άνθρωπος είμαι αρκετά ντροπαλή κι έτσι, δεν είχα το θάρρος να μιλήσω στους συγγενείς μου να βοηθήσουν. Φοβήθηκα τι θα πουν. Το σπίτι βγήκε σε πλειστηριασμό και χάθηκε. Μου μόνο ένα ελάχιστο ποσό ως διαφορά.
Φιλοξενήθηκα κυρίως σε φίλες, έμενα και σε κάποια φθηνά ξενοδοχεία στην Ομόνοια. Αυτή η κατάσταση κράτησε πολλά χρόνια.Κάποτε, άκουσα για τους ξενώνες του Δήμου Αθηναίων, αλλά τότε δεν είχαν θέσεις και με έστειλαν στον ξενώνα του Καρέα. Εκεί έμεινα περίπου ενάμιση χρόνο. Στο διάστημα αυτό, δούλεψα και για ένα δίμηνο ως τραπεζοκόμος στις κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων, μοίρασα φυλλάδια, προσπάθησα να κάνω και τηλεπωλήσεις, αλλά δεν τα κατάφερα. Έχω και άδεια σεκιούριτι, αλλά για τις γυναίκες οι επιλογές είναι πολύ λίγες. Παράλληλα, κάνω άπειρες αιτήσεις για δουλειά, ενώ περιμένω απάντηση από μία αίτηση που έχω κάνει για να συμμετάσχω σε κάποια επιδοτούμενα σεμινάρια.
Κάποια στιγμή μου είπαν από τον Καρέα ότι δε μπορώ να μείνω άλλο και αναγκάστηκα να μεταφερθώ στον ξενώνα της Βουλιαγμένης, αφού οι λίγες οικονομίες που είχα δεν μου έδιναν τη δυνατότητα να πληρώσω νοίκι έστω για ένα μικρό σπιτάκι. Εκεί δούλεψα πάλι για ένα δίμηνο σε ένα πρόγραμμα καθαριότητας, μέσω του Δήμου. Τότε, μαζί με έναν φίλο πήραμε την απόφαση να νοικιάσουμε μαζί μια μικρή γκαρσονιέρα για να μοιράσουμε τα έξοδα, με την ελπίδα ότι θα πιάσουμε και μια άλλη δουλειά και θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα. Δεν έγινε αυτό κι έτσι δε μπορέσαμε να το κρατήσουμε. Φιλοξενήθηκα πάλι σε μία φίλη, η οποία με βοήθησε πολύ. Όμως, δεν αισθανόμουν καλά να την επιβαρύνω, γνωρίζοντας ότι και η ίδια έχει αρκετά προβλήματα κι έτσι, τον περασμένο Νοέμβρη μπήκα στον ξενώνα του Δήμου.
Κάποια στιγμή ένας φίλος μου έφερε το φυλλάδιο της «σχεδίας» και σκέφτηκα να έρθω να δοκιμάσω την τύχη μου. Ήρθα σε επαφή και με κάλεσαν για την ενημέρωση. Μετά βρήκα πάλι επαφή, ήρθα στο περιοδικό και ξεκίνησα αμέσως. Δεν θα πω ότι δεν ήμουν φοβισμένη στην αρχή. Ήμουν αρκετά ντροπαλή, δε μιλούσα πολύ. Ξεκίνησα δειλά, αλλά σταδιακά το συνήθισα, το έμαθα καλύτερα και πλέον αρχίζω και αυξάνω και τις ώρες μου. Στην αρχή δεν είχα άνεση όπως τώρα, μετά από τόσο καιρό.
Αγαπώ το περιοδικό και πιο πολύ την επικοινωνία με τους ανθρώπους. Μάλιστα, ήδη προέτρεψα και μια από τις συγκατοίκους μου στον ξενώνα να έρθει να δουλέψει και το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. Μαζί με άλλους δύο φίλους από τον ξενώνα, με τους οποίους είμαστε μαζί και στη θεατρική του ομάδα, ένας εκ των οποίων είναι επίσης στη «σχεδία» σκεφτόμαστε, με τα λίγα χρήματα που μαζεύει ο καθένας μας να πιάσουμε ένα σπίτι από κοινού και να μοιραστούμε τα έξοδα, σχέδιο που είμαι αισιόδοξη ότι θα καταφέρουμε.
Ακόμα προσπαθώ να βρίσκω μεροκάματα και τα ψιλοκαταφέρνω. Έμαθα και υπολογιστές σε σχολή γραμματέων, πήγα σε ένα καλό επίπεδο στα αγγλικά, προσπαθώ να επιμορφώνομαι και με διάφορα σεμινάρια όπου έχω τη δυνατότητα.
Το όνειρό μου, όμως, είναι να έχω μια δουλίτσα και ένα σπιτάκι. Θα ήθελα να κάνω οικογένεια, να έχω έναν άνθρωπο δικό μου δίπλα μου.
Η επαφή με τον κόσμο είναι το μεγαλύτερο δώρο. Έχω γίνει πιο κοινωνική. Πάντα ντρεπόμουν ήμουν πιο ντροπαλή. Τώρα πια έχω αποκτήσει λίγο περισσότερο θάρρος. Θυμάμαι ένας δικηγόρος στην Ευελπίδων μου είπε «στην αρχή το έπαιρνα για να βοηθήσω. Τώρα το παίρνω γιατί είναι και καλό περιοδικό». Με βοηθάει να ακούω τόσο καλά σχόλια. Μου δίνει θάρρος να προχωρήσω και να προσπαθήσω περισσότερο. Θέλω γενικά να είμαι αισιόδοξη. Πιστεύω ότι το περιοδικό βοηθάει πολύ κόσμο. Μας φέρνει γενικά τύχη!