Shedia

EN GR

01/10/2020

Γιάννης Πασσάκης

 

«...Άλλοι μου λένε: "έχω γιο άνεργο. Μην το βάζεις κάτω. Μπορούμε να τα ξεπεράσουμεαυτά όλοι μαζί". Αυτό μου δίνει κουράγιο, ότι δεν είμαι μόνος».

 

Γεννήθηκα στον 1970 στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης. Η μητέρα μου εργαζόταν ως καθαρίστρια και ο πατέρας μου ως εργάτης σε ανασκαφές. Από μικρός μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Μόλις ερχόμουν από το σχολείο, έπαιρνα την μπάλα και έβγαινα έξω να παίξω με τα παιδιά της γειτονιάς. Είχαμε φτιάξει και ομάδα. Λόγω ύψους, ήμουν πάντα ο τερματοφύλακας. Καβαλούσαμε τα ποδήλατα και γυρνούσαμε τον Εύοσμο, τη Μενεμένη, το Κορδελιό, επιστρέφαμε καλό βράδυ. Η μητέρα μου με μάλωνε συνεχώς: «Κάτσε να διαβάσεις να προκόψεις». Η αλήθεια είναι ότι δεν τα πήγαινα καλά με τα μαθήματα. Όνειρό μου ήταν να γίνω αστυνομικός, τους έβλεπα με τις μηχανές και είχα «κολλήσει». Όταν τελείωσα το γυμνάσιο, η μητέρα μου με έγραψε σε μία τεχνική σχολή για ξυλουργούς στο Ωραιόκαστρο. Τότε υπήρχαν πολλά ξυλουργικά εργαστήρια στον Εύοσμο και πίστευε πως θα μπορούσα να απασχοληθώ σε ένα από αυτά. Ήταν κάτι, όμως, που δεν το ήθελα και στον δεύτερο χρόνο παράτησα τη σχολή.

Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας, δούλεψα για δώδεκα χρόνια σε ένα εργοστάσιο που έκανε παρκέ. Κόβαμε τα ξύλα, τα πλανάραμε και τα βάζαμε σε παλέτες. Πληρωνόμασταν κάθε εβδομάδα, είχα το δικό μου χαρτζιλίκι και μπορούσα να συμβάλω πια κι εγώ στα έξοδα του σπιτιού. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όμως, το αφεντικό μας κάλεσε να ψάξουμε για άλλη δουλειά, καθώς θα έκλεινε το εργοστάσιο. Το μετέφερε στη Βουλγαρία. Έκτοτε, έκανα μεροκάματα από εδώ και από εκεί. Εργάστηκα σε βενζινάδικο, ως μεταφορέας. Είχα κάνει τα χαρτιά μου για οδοκαθαριστής, αλλά δεν με πήραν. Κάποια στιγμή, ένας φίλος με προέτρεψε να κάνω αίτηση να δουλέψω σε ένα εργοστάσιο στη Σίνδο. Δεν πίστευα ότι είχα τύχη, ότι χρειάζονταν και εκεί γνωριμίες. Τελικά, έπεσα έξω και με πήραν. Ήταν ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε αλουμινένιες συσκευασίες για καφέδες και τρόφιμα. Δουλεύαμε έξι επτά μήνες το χειμώνα, τους υπόλοιπους, όμως, έκλεινε. Τα χρήματα, ωστόσο, ήταν καλά. Εργάστηκα εκεί για δύο χρόνια, όταν και έληξε η σύμβασή μου. Για καιρό, έψαχνα μάταια για δουλειά, μέχρι που βρήκα εργασία ως σεκιούριτι. Έκανα τη δουλειά σχεδόν τέσσερα χρόνια, πότε σε γήπεδα, πότε σε καταστήματα. Ακόμη και στα έργα ανάπλασης της Νέας Παραλίας έχω εργαστεί ως φύλακας. Η βάρδιά μου ήταν από τις έξι το πρωί ώς τις έξι το απόγευμα. Και σε αυτή τη δουλειά, ωστόσο, δεν έμελλε να μακροημερεύσω. Η εταιρεία σεκιούριτι που με είχε προσλάβει έκλεισε. Άρχισα πάλι να ψάχνω για δουλειά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έκανα ό,τι μεροκάματο έβρισκα. Για παράδειγμα, αν κάποιος γνωστός ήθελε να μεταφέρει πράγματά του στο χωριό, τον βοηθούσα, δεν ντρεπόμουν. Ουσιαστικά, με συντηρούσαν οι γονείς μου. Το 2008, έχασα τον πατέρα μου από εγκεφαλικό. Μου κόστισε πάρα πολύ ο χαμός του. Πλέον, έπρεπε να φροντίζω τη μητέρα μου. Τη βοηθούσα στα ψώνια, στις δουλειές του σπιτιού. Συντηρούμουν από τη σύνταξή της.

Ήμουν κοντά έξι χρόνια άνεργος. Ο γαμπρός, μου που ήταν πωλητής της «σχεδίας»,  μου λέει: «Γιατί δεν έρχεσαι και εσύ στο περιοδικό;». Έτσι και έγινε. Ξεκίνησα το Μάιο του 2015. Όταν πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο, αισθάνθηκα αμήχανα. Αναρωτιόμουν: «Θα πάρουν το περιοδικό από μένα;». Μόλις, όμως, πούλησα το πρώτο μου περιοδικό, μόνο που δεν έβαλα τα κλάματα από τη χαρά μου. Πριν από τρία χρόνια, έχασα τη μητέρα μου. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα για μένα. Έμεινα πια μόνος μου στο σπίτι. Ευτυχώς, η αδερφή μου και ο γαμπρός μου με στηρίζουν όσο μπορούν. Με τα χρήματα που κερδίζω από τη «σχεδία» μπορώ να καλύψω τις άμεσες ανάγκες μου, τους λογαριασμούς, τα ψώνια του σουπερμάρκετ. Έχω βιώσει πολλή αγάπη και σεβασμό από τον κόσμο που αγοράζει το περιοδικό. Έρχονται να μοιραστούν μαζί μου τα προβλήματά τους, άλλοι μου λένε: «έχω γιο άνεργο. Μην το βάζεις κάτω. Μπορούμε να τα ξεπεράσουμε αυτά όλοι μαζί». Αυτό μου δίνει κουράγιο, ότι δεν είμαι μόνος μου. Μόνο από το ότι θα μου σφίξουν το χέρι και θα με πλησιάσουν με το χαμόγελο παίρνω μεγάλη δύναμη να συνεχίσω να αγωνίζομαι. Θα ήθελα, βέβαια, κάποια στιγμή να μπορέσω να κάνω οικογένεια.