Γιάννης Δράμπαλης
Γεννήθηκα το 1967 και μεγάλωσα στην Ηλιούπολη. Ο πατέρας μου ήταν σιδεράς, ενώ η μητέρα μου ασχολούνταν με τα οικιακά. Έχω και δύο μικρότερες αδερφές. Στην πρώτη δημοτικού, στην αρχή της χρονιάς, κόλλησα ηπατίτιδα Β. Έμεινα όλο το χρόνο στο σπίτι. Έβλεπα τα παιδάκια από το μπαλκόνι να παίζουν στο δρόμο και ζήλευα. Την επόμενη χρονιά, αναγκάστηκα να επαναλάβω την τάξη. Το 1977, έφυγε ο πατέρας μου για δουλειά στη Λιβύη και εκείνο το διάστημα η μητέρα μου, που είχε ψυχολογικά προβλήματα, μπαινοέβγαινε σε ψυχιατρική κλινική. Έτσι, μέναμε με τη θεία μου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1981, με το σεισμό στις Αλκυονίδες, η μητέρα μου, όντας φοβισμένη, ξαναμπήκε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο. Θυμάμαι που πήγαινα, 14 χρονών, κάθε Σαββατοκύριακο με το λεωφορείο στην κλινική στην Πεντέλη, να της δώσω φαγητό και να την εμψυχώσω ώστε να παίρνει τα φάρμακά της, για να μπορέσει να βγει από εκεί και να είναι μαζί μας. Στην επιστροφή, πάντοτε έκλαιγα, με έπιανε το παράπονο. Αγαπημένη μου ασχολία ήταν ο στίβος και το ποδόσφαιρο. Σε μια αλάνα, μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς και κάναμε άλμα εις ύψος. Είχα βρει ένα στρώμα και είχα φτιάξει και πήχες. Συναγωνιζόμασταν μεταξύ μας. Μικρός ονειρευόμουν να γίνω αεροπόρος, αλλά σχολείο πήγα μόνο μέχρι την Γ’ Γυμνασίου. Ήθελα να εγγραφώ σε ποδοσφαιρική ομάδα στον Βύρωνα, και ο πατέρας μου δεν με άφηνε. Από τον εκνευρισμό μου, παράτησα το σχολείο. Το μετάνιωσα, βέβαια, στη συνέχεια. Μετά τη στρατιωτική μου θητεία, με πήρε ο πατέρας μου μαζί του να δουλέψω ως σιδεράς σε έναν εργολάβο. Εργάστηκα στην οικοδομή για δώδεκα χρόνια, από το 1988 μέχρι το 2000. Πήγα και σε διάφορα νησιά, ώς και την Κύπρο, όπου έκατσα δυόμισι χρόνια. Το 1995, παντρεύτηκα, είχα αφήσει έγκυο την κοπέλα μου. Ένα μήνα πριν από το γάμο έφυγε από τη ζωή η μητέρα μου, λόγω καρδιακής ανεπάρκειας. Ένα μήνα μετά το γάμο γεννήθηκε και ο γιος μου. Ένας γάμος που κράτησε επτά χρόνια. Μόλις εγκατέλειψα την οικοδομή, καταπιάστηκα με πολλές δουλειές, εργάστηκα, χαρακτηριστικά, σε βουλκανιζατέρ και ως αποθηκάριος σε σουπερμάρκετ. Συγκεκριμένα, στο πόστο αυτό σε ένα υποκατάστημα στην Καλλιθέα μιας αλυσίδας σουπερμάρκετ ήμουν για επτά χρόνια, ώς το 2012. Άλλαξε, όμως, η διεύθυνση και η συνεννόηση μαζί της ήταν πολύ δύσκολη. Μοιραία, τα παράτησα. Για δύο χρόνια, δεν μπορούσα να βρω δουλειά. Έμενα τότε με τον πατέρα του και ζούσα από τη σύνταξή του. Τον ντρεπόμουν, όμως, και έτσι πήγα για ένα διάστημα στην Κυπαρισσία, όπου μάζευα ελιές, ενώ έκανα και τον τσοπάνο. Το Νοέμβριο του 2015, σε μια περιήγηση στο διαδίκτυο, «έπεσα» στο σάιτ της «σχεδίας». Έτσι έμαθα για το περιοδικό. Μόλις πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο, στα τέλη Νοεμβρίου του 2015, αισθάνθηκα ότι υπάρχω και εγώ. Ο κόσμος με αγκάλιαζε, μου έλεγε μια «καλημέρα». Αυτό ήταν πολύ γλυκό. Η «σχεδία» είναι μια μεγάλη μου αγάπη. Η επαφή με τον κόσμο συνιστά για μένα ψυχική λύτρωση. Θυμάμαι που είχε έρθει ένα κοριτσάκι πέντε χρονών στο πόστο μου και μου ζήτησε το περιοδικό, ενώ μου έδωσε και μια τσαντούλα, που περιείχε ένα σάντουιτς και ένα χυμό. Η, δε, μητέρα του κοιτούσε από απέναντι. Ήταν κάτι το ανεπανάληπτο για μένα. Με είχε συγκινήσει πολύ αυτό το περιστατικό. Με τα χρήματα που κερδίζω από τη «σχεδία», πληρώνω το σουπερμάρκετ, τους λογαριασμούς. Ευτυχώς, δεν πληρώνω ενοίκιο. Το σπίτι όπου μένω μου το έχει παραχωρήσει η αδερφή μου. Μέχρι να βγω στη σύνταξη σε πέντε χρόνια, καθώς έχω τα ένσημα, θέλω να έχω μια καλή ζωή.