Shedia

EN GR

21/04/2023

Ελένη Εμμανουηλίδη

 

Γεννήθηκα το 1977 και μεγάλωσα στα Πετράλωνα. Η μητέρα μου εργαζόταν ως αποκλειστική νοσοκόμα και ο πατέρας μου στο καφενείο που διατηρούσε ο παππούς μου. Βοηθούσα και εγώ από μικρή στο καφενείο. Όταν πέθανε ο παππούς, το 1988, ο πατέρας μου και τα αδέρφια μου το πούλησαν και εκείνος αγόρασε ένα μαγαζί και ασχολήθηκε με την ξυλουργική. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν πέντε χρονών, αλλά ήταν ένα βελούδινο διαζύγιο. Έμενα και με τους δύο, πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον. Έχω αδέρφια και από τον πρώτο και από τον τρίτο γάμο της μητέρας μου. Ο μικρότερος είναι μουσικός. Η αλήθεια είναι ότι θα μου άρεσε να είχα ολοκληρώσει το σχολείο. Έμεινα σε δύο τάξεις στο γυμνάσιο και τα παράτησα. Έκανα διαρκώς κοπάνες στα μαθηματικά. Από έναν συμμαθητή μου στο γυμνάσιο, έμαθα για την κεραμική. Πήγαινε σε μια σχολή κεραμικής στην Καλλιθέα. Έτσι, κόλλησα και εγώ και φοίτησα για δύο χρόνια στην ίδια σχολή. Με γοήτευε η επεξεργασία του πηλού. Δεν μπόρεσα, όμως, να βρω εργασία σε κάποιο εργαστήρι κεραμικής. 

Έκανα διάφορες δουλειές, ό,τι έβρισκα, άλλοτε μερικώς απασχολούμενη τηλεφωνήτρια, άλλοτε σε σουπερμάρκετ. Δούλεψα και ανασφάλιστη, ακόμα. Παντρεύτηκα το 1996, σε ηλικία μόλις 19 χρόνων, και έκανα τρία παιδιά. Ήταν μια δύσκολη περίοδος, δεν τα πηγαίναμε καλά. Δεν με άφηνε να δουλεύω ο τότε άνδρας μου. Μετά το χωρισμό μας, ξαναπαντρεύτηκα. Ο δεύτερος σύζυγός μου έχει τελειώσει ηλεκτρονικός. Το 2007, είχα βρει δουλειά ως καμαριέρα σε ένα ξενοδοχείο στην πλατεία Βάθη, αλλά μόλις έμαθαν την επόμενη χρονιά ότι ήμουν έγκυος  ο υπεύθυνος μου είπε ξεκάθαρα ότι για να με κρατήσει θα έπρεπε να ρίξω το παιδί. Φυσικά και δεν το έριξα, του έκανα καταγγελία και με κράτησε για ένα χρόνο και μετά έφυγα παίρνοντας όσα δικαιούμουν. Προσπαθούσα να βρω δουλειά ως καμαριέρα σε ξενοδοχεία, έκανα συνεχώς αιτήσεις και όλοι μου έλεγαν «θα σε ειδοποιήσουμε», αλλά δεν με ειδοποιούσαν ποτέ, παρόλο που είχα αρκετή προϋπηρεσία. Με ρωτούσαν όλοι πόσο χρονών είμαι, και αυτό εμένα με στενοχωρούσε. Προτιμούσαν πολύ πιο νέες κοπέλες. Στη συνέχεια, από  δούλευα από εδώ κι από εκεί, πότε ως τηλεφωνήτρια σε μια εταιρεία που, τελικά έκλεισε και πότε σε σουπερμάρκετ για την προώθηση προϊόντων του. 

Το 2012, τόσο εγώ όσο και ο σύζυγός μου, που εργαζόταν τότε ως σεκιουριτάς, μείναμε χωρίς δουλειά. Ευτυχώς που μας βοηθούσε η πεθερά μου. Το 2016, βρήκα δουλειά ως καθαρίστρια σε μια τράπεζα, αλλά δεν πληρωνόμουν. Και ο άνδρας μου δούλευε ανά διαστήματα, δεν είχε σταθερή εργασία. Μας είχαν έρθει ανάποδα τα πράγματα. Έπρεπε, παράλληλα, να φροντίζω και το παιδί. Το 2018, είχα βρει δουλειά ως καθαρίστρια σε ένα νοσοκομείο που δεν μας πλήρωνε, μας χρωστούσε χρήματα, και έτσι προσφύγαμε στο δικαστήριο. Από το 2020, δουλεύω ως καθαρίστρια σε μια εταιρεία, αλλά ο μισθός είναι μικρός και δεν φτάνει για τα έξοδα. Εξάλλου, είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου, οπότε υπάρχει μια ανασφάλεια, ενώ και ο άνδρας μου πια είναι χωρίς δουλειά. Τη «σχεδία» την έμαθα από τον μεγάλο μου γιο, που είχε έρθει πριν από κάποιους μήνες ως πωλητής. Τον Γενάρη, το πήρα απόφαση να έρθω κι εγώ. Να  μπορέσω, έστω, να εξασφαλίσω ένα επικουρικό εισόδημα. Στην αρχή ντρεπόμουν φορώντας το κόκκινο γιλέκο, αλλά η αγάπη και το χαμόγελο του κόσμου, οι «καλημέρες» που δέχομαι με έκαναν να το ξεπεράσω. Με γέμισαν χαρά και αισιοδοξία. Τα χρήματα που βγάζω από τη «σχεδία» πηγαίνουν στην πληρωμή χρεών και στο φροντιστήριο αγγλικών του παιδιού μου.