Αντριατίκ Χούσι
— «Νιώθω σαν η "σχεδία" να μου άνοιξε τα μάτια, να με έβγαλε από το σκοτάδι στο οποίο είχα πέσει. Πρωτύτερα, αισθανόμουν σαν να είμαι απόβλητος».
Γεννήθηκα το 1969 στο χωριό Σέμαν κοντά στην πόλη Φιέρι της Αλβανίας. Ο πατέρας μου ήταν έγκλειστος για δέκα χρόνια ως πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές του Χότζα. Όντας στρατιώτης, είχε μοιράσει φυλλάδια εναντίον του καθεστώτος. Έτσι, και μετά την αποφυλάκισή του, ήταν τιμωρημένος να κάνει μονάχα αγροτικές δουλειές. Δούλευε με τη μητέρα μου στον κρατικό συνεταιρισμό του χωριού, που παρήγαγε σιτάρι, βαμβάκι και καλαμπόκι. Εκείνος είχε σπουδάσει θεολογία σε σχολή των Ιησουιτών στην Ιταλία. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Ήμασταν αποκλεισμένοι σχεδόν από τα πάντα. Αν και ήμουν άριστος μαθητής, οι δάσκαλοί μου με έβλεπαν με μισό μάτι, ενώ δεν με σήκωναν ποτέ να πω το μάθημα. Οι μισοί συμμαθητές μου, από την άλλη, κρατούσαν αποστάσεις από μένα. Δεν είχα το δικαίωμα να πάω μετά τις έξι το απόγευμα στον κινηματογράφο ή να κάτσω κάπου να πιω ένα χυμό. Σχολείο πήγα μέχρι το δημοτικό, που ήταν υποχρεωτικό, δεν με άφησαν να συνεχίσω. Καθώς δεν μου επιτρεπόταν να βγω έξω να παίξω, ο πατέρας μου, που είχε μεγαλώσει στο μειονοτικό χωριό Βουλγαράτες της Βορείου Ηπείρου, μου έδινε να διαβάσω βιβλία για την αρχαία Ελλάδα και τον Μέγα Αλέξανδρο.
Από δεκαπέντε χρόνων, έπιασα και εγώ δουλειά στον συνεταιρισμό του χωριού. Όλοι με αγαπούσαν γιατί προσπαθούσα να τους φτάσω, παρόλο που ήταν μεγαλύτεροι και δυνατότεροι. Εργάστηκα στον συνεταιρισμό μέχρι τον Γενάρη του 1990, οπότε και πήγα φαντάρος. Στο στρατό ήταν που με βρήκε η πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος την επόμενη χρονιά. Όλοι οι φαντάροι αυτομολήσαμε. Άλλοι πήγαν στην Ιταλία και άλλοι στην Ελλάδα. Εγώ πήγα με λεωφορείο μέχρι τους Αγίους Σαράντα και πέρασα με τα πόδια, στη συνέχεια, τα ελληνικά σύνορα. Με έπιασαν έλληνες στρατιώτες στο Καλπάκι. «Πεινάω», τους είπα. Ήταν από τις λίγες ελληνικές λέξεις που ήξερα. Μου πήραν τα στοιχεία και με έστειλαν σε ένα καμπ στην Καστοριά. Σε αυτό φιλοξενούμασταν 1.800 φυγάδες από την Αλβανία. Ύστερα από ενάμισι μήνα με επαναπροώθησαν στην Αλβανία. Τα επόμενα χρόνια καθόμουν δυο τρία χρόνια στη χώρα μου, όπου εργαζόμουν πότε ως σερβιτόρος και πότε ως μπάρμαν στο Φιέρι, και ερχόμουν για δυο τρεις μήνες το χρόνο στην Ελλάδα, όπου έκανα κάθε λογής βαριές δουλειές, στις ελιές, στα καπνά. Έχω δουλέψει σε όλη την Ελλάδα, την Καστοριά, την Αθήνα, τη Θάσο, την Κοζάνη.
Είχα κάνει οικογένεια στην Αλβανία και δύο γιους –τώρα είμαι χωρισμένος– και τα χρήματα τα έστελνα στους δικούς μου. Με τη γυναίκα μου, ήμασταν γείτονες στο χωριό. Τα σπίτια μας απείχαν μόλις πενήντα μέτρα.
Κάποια στιγμή, είχα γνωρίσει έναν καλλιτέχνη που έκανε κατασκευές με χαρτόνι, γυαλιά και μάρμαρα. «Αφού μπορεί αυτός, μπορώ κι εγώ», είπα στον εαυτό μου. Με τράβηξε αυτή η τέχνη και άρχισα να φτιάχνω από κορνίζες και φωτιστικά ώς εικονοστάσια. Δούλευα με παραγγελίες. Πριν από δύο χρόνια, ήρθα να μείνω οριστικά στην Ελλάδα, όπου θεωρούσα ότι υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για εργασία. Διέσχισα τα βουνά με τα πόδια. Αρχικά δούλεψα ως τσοπάνης και, στη συνέχεια, σε μια μάντρα στην Ελευθερούπολη Καβάλας. Δούλευα εννιά ώρες την ημέρα, κουβαλούσα 17-20 τόνους ξύλα. Κοιμόμουν μέσα στο μαγαζί. Έκανε, όμως, κρύο εκεί και ζήτησα από τον εργοδότη μου, που με πλήρωνε για part time, προκαταβολή 500 ευρώ από το μισθό μου. Τα χρήματα του μισθού τα κρατούσε εκείνος. Μου έδινε όσα είχα ανάγκη για να πάρω κάτι να φάω, για τα τσιγάρα μου. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε να μου δώσει τα χρήματα που είχα ανάγκη. Μοιραία, έφυγα και βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη αναζητώντας δουλειά. Για έξι μήνες έμενα σε μια οικοδομή κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Έτρωγα στα συσσίτια των εκκλησιών. Ένας κύριος μού συνέστησε το Κέντρο Ημέρας του δήμου. Εκεί μπορούσα να πλύνω τα ρούχα μου, να κάνω ένα μπάνιο. Από εκεί με έστειλαν στο Κέντρο Ένταξης Μεταναστών, όπου μια κοπέλα μού συνέστησε τη «σχεδία».
Πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο στις αρχές Μαρτίου. Στην αρχή ένιωθα σαν να είμαι ένα τίποτα, σαν να μην έχω αξία. Όταν πούλησα το πρώτο μου περιοδικό, αισθάνθηκα μια ζεστασιά. Νιώθω σαν η «σχεδία» να μου άνοιξε τα μάτια, να με έβγαλε από το σκοτάδι στο οποίο είχα πέσει. Πρωτύτερα, αισθανόμουν σαν να είμαι απόβλητος. Πλέον, μπορώ με τα χρήματα που βγάζω να πάρω κάποια απαραίτητα: κάλτσες, ρούχα. Εδώ και δύο μήνες μένω στο υπνωτήριο του δήμου Θεσσαλονίκης. Αυτό που θα ήθελα είναι να ανοίξω ένα εργαστήρι, όπου θα μπορώ να φτιάχνω τις κατασκευές μου.