Αλέξανδρος Νανόπουλος, 48 ετών
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καστέλλα. Από μικρός, είχα μεγάλη αδυναμία στο ποδόσφαιρο και στη μουσική. Έπαιζα στις ακαδημίες του Ολυμπιακού και γνώρισα παίκτες που μετά ανέβηκαν στην πρώτη ομάδα. Έλεγαν ότι έχω προοπτική να συνεχίσω, όμως κάποια στιγμή έπρεπε να πάω στρατιώτης και σταμάτησε η ενασχόλησή μου με το ποδόσφαιρο. Επιπλέον, όταν τέλειωσα το σχολείο, πήγα σε σχολή για DJ, φοίτησα δυο χρόνια, είχα και το ταλέντο και την τρέλα και δεν μου πήρε αρκετό χρόνο να μπω σε αυτό το επάγγελμα. Εργάστηκα ως επαγγελματίας 8 χρόνια, σε μεγάλα πάρτι, εκδηλώσεις, γάμους, ενώ κάθε καλοκαίρι δούλευα σε γνωστή ντισκοτέκ της Ρόδου.
Μετά το στρατό, άρχισα να κάνω διάφορες δουλειές. Έγινα σερβιτόρος, βοηθός μάγειρα, δούλεψα στις μεταφορές των κοντέινερ στο λιμάνι, όμως, λόγω προβλημάτων στη μέση, δεν μπορούσα να συνεχίσω.
Τότε, έκανα αίτηση στον ΟΛΠ να μου χορηγήσει μια άδεια μικροπωλητή, έκανα έναρξη βιβλίων και για δέκα χρόνια πουλούσα κουλούρια. Είχα πολύ καλό πόστο και όσο καιρό έμεινα εκεί έκανα πολλούς πελάτες, με τους οποίους είχαμε χτίσει πολύ καλές σχέσεις.
Αναγκάστηκα, όμως, να σταματήσω, γιατί δεν δίνονταν πια άδειες. Ήδη, είχαν αρχίσει να μπαίνουν οι καντίνες στο λιμάνι και υπήρχε ένα κυνηγητό προς εμάς τους κουλουράδες. Ο δεύτερος λόγος ήταν προβλήματα υγείας, τόσο προσωπικά μου όσο και των δικών μου ανθρώπων.
Η μητέρα μου εφτά χρόνια ταλαιπωρήθηκε με γιατρούς. Ήταν κατάκοιτη και η αριστερή της πλευρά ήταν παράλυτη, όμως είχε επαφή με το περιβάλλον και, δυστυχώς, ένιωθε ότι ήταν βάρος. Εγώ, τότε, πηγαινοερχόμουν στη Ρόδο, την τελευταία χρονιά, όμως, επιδεινώθηκε η κατάσταση της μητέρας μου και αναγκάστηκα να επιστρέψω. Ό,τι οικονομίες είχα τις διέθεσα για να τη βοηθήσω, όμως, το Φεβρουάριο του 2002 την έχασα από πνευμονικό οίδημα. Ο πατέρας μου, δύο χρόνια μετά, από τη στενοχώρια του και από άλλα προβλήματα υγείας που είχε, έπαθε εγκεφαλικό και μαράζωσε, μέχρι που τον έχασα κι αυτόν, το 2009. Έμεινα μόνος με τον αδερφό μου, ο οποίος είναι άτομο με αναπηρία και χρειάζεται συνοδό, κάτι που πολλές φορές με αναγκάζει να μην μπορώ να εργαστώ σε τακτική βάση.
Από το άγχος και τη στενοχώρια, το έριξα στο φαγητό, όμως, ευτυχώς, δεν έκανα άλλες καταχρήσεις.
Οικονομικά, σε αυτό το διάστημα, τη βγάζαμε πάρα πολύ δύσκολα. Σιτιζόμουν από την Εκκλησία στην ενορία μας και καμιά φορά παίρναμε κάποια χρήματα από το φιλόπτωχο ταμείο της. Ο αδερφός μου έπαιρνε κάποια λίγα χρήματα από την πρόνοια, ενώ, πλέον, παίρνει τη σύνταξη του πατέρα μου ως προστατευόμενο μέλος.
Το ενοίκιο για το σπίτι είναι 280 ευρώ, και με τους λογαριασμούς είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα, ενώ, λόγω κρίσης, το συσσίτιο της Εκκλησίας σταμάτησε εδώ και κάποιους μήνες.
Τη «σχεδία» την έμαθα από έναν συνάδελφο που τον είδα στο λιμάνι και μου σύστησε να έρθω. Μετά από δύο μέρες, τηλεφώνησα και ήρθα. Μάλιστα, έφερα και ένα φίλο μου μαζί. Κι έτσι, ξεκίνησα να είμαι πωλητής του περιοδικού.
Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι πρόκειται για ένα περιοδικό επικοινωνίας με τον κόσμο. Μπορείς και επικοινωνείς όχι μόνο για να του προσφέρεις το περιοδικό, αλλά για να τον βοηθήσεις να ξεπεράσει τα προβλήματά του.
Πολλές φορές, πετυχαίνω πελάτες που είχα στο λιμάνι ως κουλουράς. Αρκετοί έρχονταν, με αναγνώρισαν, ένας, μάλιστα, μου είπε ότι με είχε χάσει από το λιμάνι και με έψαχνε. Επίσης, υπάρχει κόσμος που δεν τον γνωρίζω και έρχεται και με ψάχνει να το πάρει από μένα, παρόλο που μπορεί λίγο πιο πάνω να υπάρχει άλλος συνάδελφος. Αρκετούς, όμως, τους θυμάμαι κι εγώ. Υπάρχουν άνθρωποι που σε συμπαθούν χωρίς να σε γνωρίζουν για καιρό. Αυτό το κερδίζεις με τη συμπεριφορά σου. Έχω μάθει πολλά, τόσα χρόνια στο δρόμο, και μπορεί να πιάσω κουβέντα με κάποιον να μου πει πως κυλά η μέρα του, να μου μιλήσει, χωρίς να χρειαστεί να πάρει το περιοδικό.
Ορισμένες φορές, χρειάζεται να είμαστε πιο κοντά στον κόσμο. Δεν είμαστε ψυχροί επαγγελματίες. Δεν είναι αυτό η «σχεδία». Είναι να μιλήσουμε με τους ανθρώπους, για πράγματα που μας βασανίζουν όλους και να συμπαραστέκεται ο ένας στον άλλο. Να ανταλλάσσουμε ιδέες για το πώς μπορούμε να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι όλα μπορούμε να τα αλλάξουμε και είναι στο χέρι μας. Μπορεί να περνάμε δύσκολα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δε μπορούμε και να γελάσουμε λίγο, να χαλαρώσουμε. Δεν σημαίνει ότι θα κλαίμε συνέχεια και όλοι θα είμαστε μόνο στην απογοήτευση. Μπορεί να κάνουμε πράγματα να γίνει η ζωή μας καλύτερη, κι ας μας την κάνουν δύσκολη.
Θέλω να πω στον κόσμο να πιστέψει το περιοδικό, γιατί κάνει μια πράξη όχι μόνο αλληλεγγύης, αλλά ανθρωπιάς. Είναι ο πολιτισμός μας να είμαστε άνθρωποι. Τον έχουμε ξεχάσει τον πολιτισμό μας, και, γι’ αυτό, νομίζω ότι πρέπει να δίνουμε απαντήσεις και μπορούμε να τις δίνουμε.