Αλέξανδρος Καϊάφας, 44 ετών
Γεννήθηκα στο Βόλο. Η οικογένειά μου ήρθε στην Αθήνα, όταν εγώ ήμουν δύο ετών. Εδώ γεννήθηκε και η μικρή μου αδερφή. Η ζωή μας κυλούσε ομαλά, όπως όλων των ανθρώπων. Μετά την απόλυσή μου από το στρατό, εργάστηκα συνολικά 16 χρόνια σε μια από τις μεγαλύτερες γαλακτοβιομηχανίες της χώρας τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή. Τα προβλήματα άρχισαν όταν έχασα τη δουλειά μου. Ευτυχώς, είμαι άνθρωπος που δεν τα παρατά εύκολα. Για πέντε χρόνια εργάστηκα ως διανομέας με μηχανάκι σε πιτσαρία. Στη συνέχεια, όμως, η δουλειά έπεσε πολύ και έμεινα και πάλι εκτός. Εργάστηκα ακόμα και σε νησιά ως σερβιτόρος για την καλοκαιρινή σεζόν. Τα τελευταία δυόμιση χρόνια είμαι άνεργος και σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση. Όλο αυτό το διάστημα έχω κάνει είκοσι μετρημένα μεροκάματα σε διάφορες δουλειές. Βοηθός σερβιτόρου, διανομή φυλλαδίων, μετακομίσεις, μερεμέτια. Δούλεψα και σε παιδικές εκδηλώσεις, παιδικά πάρτι για τις γιορτές.Ο,τι μου βρεθεί δεν θα πω όχι.
Χτύπησα όλες τις πόρτες που ήξερα. Οι περισσότεροι στα δύσκολα χάθηκαν. Υπήρξαν, όμως, πολλοί που ήθελαν, αλλά δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Έχω έναν πολύ καλό φίλο που όποτε του τύχαινε έστω ένα μεροκάματο με έπαιρνε αμέσως να μου δώσει. Δυστυχώς, όμως, δεν έβρισκα ποτέ κάτι σταθερό.
Με τον καιρό ήρθαν και τα προσωπικά προβλήματα. Συζούσα για χρόνια με μια κοπέλα, όμως, η ανεργία και των δύο μας, η πίεση και κάποια λόγια τρίτων μας έφεραν σε δύσκολο σημείο. Με το χωρισμό μας και χωρίς να έχω δουλειά για να συντηρήσω ένα σπίτι, έπρεπε να βρω κάπου να μείνω. Με την οικογένειά μου ζούσαμε πολλά χρόνια στην Καλλιθέα. Εκεί μένει ακόμα ο πατέρας μου, τη μητέρα μου την έχω χάσει. Δε μπορώ να μείνω, όμως, εκεί είναι μια μικρή γκαρσονιέρα και δεν χωράει ούτε ο ίδιος. Προσωρινά φιλοξενούμαι από την αδερφή μου μέχρι να καταφέρω να βρω κάποια δουλειά να στηριχτώ να νοικιάσω κι εγώ ένα μικρό διαμέρισμα να μείνω.
Τότε ήταν που έμαθα για την «σχεδία». Ήταν πάνω στην πιο δύσκολη στιγμή μου. Όταν είσαι όλη μέρα στον δρόμο και ψάχνεις δουλειά και δε βρίσκεις, συναντάς ανθρώπους, αφήνεις βιογραφικά παντού, σου υπόσχονται ότι θα σε πάρουν και δεν σε παίρνουν και παίρνεις τηλέφωνα σε αγγελίες και σου λένε ότι οι θέσεις έχουν καταληφθεί, μοιραία κάποιες στιγμές λυγίζεις. Εγώ είχα απογοητευθεί πολύ. Ένοιωθα ότι δεν ήμουν ικανός να κάνω τίποτα. Αφού δε με παίρνει κανένας για δουλειά, έλεγα ότι μάλλον είμαι άχρηστος. Γι’ αυτό με το περιοδικό ανέβηκε πολύ η ψυχολογία μου.
Μοίραζα φυλλάδια και είχα πάντα το μυαλό μου σε εγρήγορση μήπως δω κάποιον γνωστό να τον ρωτήσω αν έχει κάτι για μένα. Δεν θα είχα πρόβλημα να κάνω μία οποιαδήποτε δουλειά. Δίπλα μου ήταν ένας πωλητής του περιοδικού. Τον πλησίασα και ρώτησα πως θα μπορούσα να γίνω κι εγώ. Αυτό που με παρακίνησε ήταν ότι έβλεπα τον κόσμο που σταματούσε, του μιλούσε καλά, χαμογελούσαν. Ήταν μια όμορφη εικόνα και ήθελα να δω αν μπορούσα να την ζήσω κι εγώ. Μου εξήγησε, μου έδωσε ένα φυλλάδιο και το τηλέφωνο και με προέτρεψε να κάνω το ίδιο. Δεν έχασα στιγμή και αμέσως πήρα να ρωτήσω. Την επόμενη μέρα έκανα αίτηση. Δεν είχα καμία επιφύλαξη. Όταν είσαι σε άθλια οικονομική κατάσταση και σου δίνει κάποιος μια ευκαιρία δεν είσαι επιφυλακτικός. Το κάνεις και προσπαθείς να το κάνεις καλά. Έτσι και έγινε.
Θυμάμαι την πρώτη μου μέρα. Ήμουν στην πλατεία Κοραή. Έδωσα όλα τα περιοδικά που είχα και ένοιωσα πολύ καλά. Την δεύτερη μέρα δεν πήγα το ίδιο καλά, αλλά δεν με πήρε από κάτω. Μία άλλη μέρα έκανε πολύ κρύο και δεν κυκλοφορούσε κανένας στους δρόμου. Δεν είχα πουλήσει τίποτα, αλλά δεν τα παράτησα. Είχα αποφασίσει να μείνω έστω να πουλήσω μόνο ένα και μετά θα έφευγα. Έτσι και έγινε, έπειτα από ώρες έδωσα ένα και τότε αποφάσισα να φύγω. Τέτοιες μέρες δεν υπάρχουν πάντα. Το βασικό είναι να μην σε παίρνει από κάτω και να μην εγκαταλείπεις. Μετά από τρεις μήνες έχω αλλάξει πολύ και σαν πωλητής και σαν άνθρωπος. Έχω καλύτερη επικοινωνία με τον κόσμο. Είναι όμορφο να σου πιάσει κάποιος την κουβέντα και να συζητήσεις μαζί του για το περιοδικό. Είναι κάτι πολύ καλό.
Έχουμε ήδη αρχίσει να γνωριζόμαστε με τα ονόματά μας με τα παιδιά που πουλούν κινητή τηλεφωνία, τους κουλουράδες στα πόστα μας και νοιώθω ότι είμαστε όλοι μια ομάδα που δουλεύουμε παρέα. Όταν πάω σε ένα πόστο και ξέρω ότι θα είναι κάποιος οικείος, νοιώθω κι εγώ πολύ καλύτερα.
Άσχημα περιστατικά με τον κόσμο είναι ελάχιστα. Υπάρχουν φορές που κάποιοι με έχουν βρίσει, αλλά κι αυτά είναι μέσα στη δουλειά. Πρέπει να βρεις τρόπο να το αντιμετωπίσεις. Δεν δίνω σημασία. Ξέρω τι κάνω, ο περισσότερος κόσμος το αναγνωρίζει και γι’ αυτό μας τιμά κι έτσι δεν ασχολούμαι με τους κακοπροαίρετους.
Ο κόσμος είναι που φτιάχνει τη διάθεση. Και μόνο που θα πάρουν το περιοδικό και θα σου πουν μια καλημέρα ή θα σε κεράσουν έναν καφέ, σε κάνει να αισθάνεσαι πολύ καλύτερα. Νοιώθω ότι μπορώ να προσφέρω στην κοινωνία.
Κάθε μήνα έχω μια ανοδική πορεία και πάω διαρκώς και καλύτερα. Αυτό με κάνει αισιόδοξο ότι σύντομα θα καταφέρω να πετύχω το στόχο μου.