Shedia

EN GR

01/01/2017

Μανόλης Χατζόπουλος, 57 ετών

«Στη “σχεδία” είδα ότι υπάρχουν και οι άνθρωποι που βοηθούν και αγαπούν. Η επαφή µου µε τον κόσµο µε έκανε πιο κοινωνικό και ανθρωπιστή».

Γεννήθηκα το 1962 στην Κορωνίδα Νάξου, αλλά, όταν ήµουν ενός έτους, η οικογένειά µου εγκαταστάθηκε στο Γαλάτσι. Η µητέρα µου είχε χάσει δέκα παιδιά, εγώ µε τα τρία αδέρφια µου ήµασταν τα τελευταία. Ο πατέρας µου ήταν τσαγκάρης και είχε µετατρέψει ένα χώρο του σπιτιού σε τσαγκαράδικο. Κοιµόµασταν όλοι µαζί σε δυο δωµάτια. Ονειρευόµουν να γίνω µαθηµατικός, αλλά στη Β’ Γυµνασίου αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το σχολείο και να εργαστώ, ώστε να βοηθήσω την οικογένειά µου. Ζούσαµε πολύ φτωχικά. Θυµάµαι που το πρώτο µου παιχνίδι µού το έκανε δώρο η γυναίκα του αδερφού µου στα 12 µου. Δούλεψα σε ένα βενζινάδικο κι ένα σουπερµάρκετ και µετά στην οικοδοµή µαζί µε τον πατέρα µου. Ήταν µια δουλειά που, παρά το ότι την έµαθα καλά, δεν την αγάπησα ποτέ. Παντρεύτηκα στα 24 µου την αδερφή ενός συναδέλφου µου. Ίσα ίσα, µας έφθαναν τα χρήµατα για να επιβιώνουµε. Η γυναίκα µου, που ήταν µπέιµπι σίτερ, άλλοτε είχε δουλειά, άλλοτε όχι, ενώ και τα δικά µου µεροκάµατα δεν ήταν άξια λόγου. Είχα σκεφθεί να πάω σε νυχτερινό σχολείο αλλά δούλευα όλη µέρα, δεν είχα χρόνο. Το 1992 είχε ανοίξει ο αδερφός µου µία βιοτεχνία επίπλων και πήγα κι εργάστηκα δίπλα του ως µαραγκός. Ήταν µια δηµιουργική δουλειά, µου άρεσε που έφτιαχνα κάτι εγώ ο ίδιος. Το πρώτο χτύπηµα για µένα ήταν ο θάνατος της µητέρας µου, το 1997. Η σχέση µας δεν ήταν µόνο γονέα και παιδιού, ήµασταν πολύ καλοί φίλοι, συζητούσαµε τα πάντα. Ύστερα από τρία χρόνια θα έρθει ο χωρισµός µε τη γυναίκα µου. Ήταν τραυµατική εµπειρία. Είχε µπει σε µια θρησκευτική σέκτα και δεν ασχολείτο µε τίποτε άλλο όλη µέρα.  Έρχονταν πρεσβύτεροι στο σπίτι µας και της έκαναν µαθήµατα. Είχε γίνει πολύ κλειστή απέναντί µου, είχε αποτραβηχτεί τελείως από τον οικογενειακό βίο, µε εµένα να επωµίζοµαι, αναγκαστικά, όλες τις υποχρεώσεις.  Μετά το διαζύγιό µου είχα βρει µια πολύ καλή σύντροφο, µε την οποία ήµασταν µαζί για οκτώ χρόνια, αλλά η φτώχεια φτώχεια. Το 2003, έφυγα και από τη βιοτεχνία του αδερφού µου, καθώς δεν µπορούσε, πλέον, να πληρώνει υπαλλήλους. Τα επόµενα χρόνια µεταπηδούσα από τη µια δουλειά στην άλλη. Εργάστηκα σε καθαρισµούς κτιρίων, ως µάγειρας, σε εταιρείες πώλησης οικιακών ειδών, τα χρήµατα, όµως, που έβγαζα µόλις που κάλυπταν το ενοίκιο και τα έξοδα  του σπιτιού. Από το 2009, όταν και σταµάτησα να δουλεύω σε µια εταιρεία επαγγελµατικού εξοπλισµού καταστηµάτων, δεν µπορούσα να πληρώνω ούτε το ενοίκιό µου. Μου το πλήρωνε η αδερφή µου. Οι δουλειές που έκανα πια ήταν περιστασιακές, να φτιάξω τα ντουλάπια σε µια κουζίνα, να κάνω βαψίµατα σε κάποιο σπίτι. Επί µήνες, για να επιβιώσω, µάζευα αλουµίνια και  µπρούτζο από όπου έβρισκα και τα προωθούσα. Υπήρχαν µέρες που δεν είχα να φάω. Με ρωτούσε η αδερφή µου αν είχα φάει, και εγώ της έλεγα ψέµατα ναι. Δεν ήθελα να την επιβαρύνω µε τα δικά µου προβλήµατα. Είχα παραιτηθεί από τη ζωή. Πέρναγε από το µυαλό µου ακόµη και η αυτοκτονία, αλλά δεν είχα τη δύναµη να το κάνω. Το 2013, έµεινα για ένα µήνα και στο αυτοκίνητο, αφού ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που νοίκιαζα το είχε βάλει για πώληση. Είχαν αρχίσει, τότε, και τα προβλήµατα υγείας µου. Είχα χειρουργηθεί λίγο διάστηµα πριν, καθώς είχε µαζέψει υγρό ο πνεύµονάς µου. Με τη βοήθεια της αδερφής µου νοίκιασα ένα σπίτι στα Άνω Πατήσια. Την επόµενη χρονιά, θα µπω εσπευσµένα στο χειρουργείο για σκωληκοειδίτιδα, η οποία είχε σπάσει και είχε δηµιουργήσει περιτονίτιδα. Μετά το χειρουργείο, η κατάστασή µου επιβαρύνθηκε ακόµη περισσότερο. Δεν µπορούσα πια να συνεχίσω έστω αυτά τα µεροκαµατάκια που έκανα ως µαραγκός. Δεν µου επιτρεπόταν να σηκώνω βάρη. Φυτοζωούσα κάνοντας, πάλι, περιστασιακά, πιο ελαφριές δουλειές, να καθαρίσω κάπου κάπου έναν κήπο, άλλοτε φρόντιζα ηλικιωµένους, τους ψώνιζα, τους µαγείρευα, τους έκανα µπάνιο.
 
Τη «σχεδία» την έµαθα στα τέλη του 2015, όταν γνωρίστηκα µε έναν πωλητή του περιοδικού στα Άνω Πατήσια. Του έκανα ερωτήσεις πώς δουλεύει το περιοδικό, µου εξήγησε και µε παρότρυνε να έρθω στα γραφεία. Ξεκίνησα ως πωλητής τον προηγούµενο Ιούνιο. Η «σχεδία» µού ξαναέδωσε την αξιοπρέπεια που είχα χάσει. Μου έδωσε τη δυνατότητα να δω τους ανθρώπους από ένα άλλο βλέµµα. Μέχρι τότε, στις διάφορες δουλειές που έκανα, είχα γνωρίσει ανθρώπους που µου είχαν φερθεί άσχηµα, µε εκµεταλλεύονταν. Είδα, όµως, ότι υπάρχει και η άλλη πλευρά, εκείνοι οι άνθρωποι που, πραγµατικά, βοηθούν και αγαπάνε τους άλλους. Η δουλειά µου στο περιοδικό, η επαφή µου µε τον κόσµο µε έκανε πιο κοινωνικό, θα έλεγα και πιο ανθρωπιστή. Με έκανε να δω τη ζωή µε άλλο µάτι, ότι υπάρχει µέλλον και για µένα.