Shedia

EN GR

30/05/2014

Γιάννης Ανδρώνης, 62 ετών

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην περιοχή της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έζησα μέχρι τα 11 μου, όταν και μεταφερθήκαμε στην περιοχή του Φοίνικα. Ήμασταν μια μεγάλη και φτωχική οικογένεια με έξι παιδιά, τρία αγόρια, τρία κορίτσια.Τα γράμματα δεν τα ήθελα – με το ζόρι τελείωσα το δημοτικό – κι έτσι από πολύ μικρός πήγα δίπλα στο θείο μου και έμαθα καλά τη δουλειά του ελαιοχρωματιστή. Στα 13 μου εργάστηκα σε ένα βυρσοδεψείο, όμως, το μεγάλο μου όνειρο ήταν να φύγω μαζί με τον αδερφό μου να εργαστούμε στην Αμερική για να μπορέσουμε να βοηθήσουμε την οικογένειά μας. 

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πας από το να μπαρκάρεις. Ταξίδεψα σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Κάποτε φτάσαμε στη Ν. Υόρκη κι εκεί το έσκασα από το πλοίο, όπως έκαναν πολλοί εκείνα τα χρόνια. Έζησα στη Ν.Υόρκη μέχρι τα 18 μου,όμως, δεν κατάφερα να μείνω περισσότερο, γιατί με κυνηγούσαν ως παράνομο μετανάστη κι έτσι αναγκάστηκα να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη. Υπηρέτησα στο στρατό, όπου στο μεταξύ είχα κηρυχθεί ανυπόταχτος και υπηρέτησα 33 μήνες, αφού, παράλληλα, με έπιασε και η επιστράτευση. Όταν απολύθηκα, έφυγα για τη Γερμανία όπου εργάστηκα σε οικοδομές. Προσπάθησα να μείνω εκεί, άντεξα κάποιους μήνες, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερα να στεριώσω. Όταν επέστρεψα, εργάστηκα για αρκετά χρόνια σε ένα μαγαζί που πουλούσε καπνό. Τότε ήταν που γνώρισα τη γυναίκα μου και, όταν παντρεύτηκα, φύγαμε απο την Θεσσαλονίκη και ήρθαμε στην Αθήνα, όπου και αποκτήσαμε τα τρία παιδιά μας.

Στην αρχή εργάστηκα ως τεχνήτης υποδημάτων σε μια μεγάλη εταιρεία, όπου αποδειχθηκα αρκετά καλός κι έτσι κατάφερα να μείνω αρκετό καιρό. Αργότερα, όμως, προσωπικοί λόγοι με ανάγκασαν να αποχωρήσω κι έτσι εργάστηκα σε μια εταιρεία που αναλάμβανε δημόσια έργα, όπου ήταν αρχιμάστορας ο ξάδερφος της γυναίκας μου. Μετά από καιρό, ο ένας από τους δύο κουνιάδους μου που μοιράζονταν ένα ταξί με παρακίνησε να δουλέψω το μερίδιό του και δέχθηκα. Δούλεψα στο τιμόνι για περίπου 12 χρόνια και, αμέσως μετά έκανα τέσσερις οκτάμηνες συμβάσεις στο Δημοτικό Κοιμητήριο Μπραχαμίου, χωρίς παρ’ όλα αυτά να μπορέσω να μονιμοποιηθώ.

Η συνέχεια δεν ήταν καλή, αφού λόγω προσωπικών προβλημάτων αναγκάστηκα να φύγω από την Αθήνα και να ξαναχτίσω τη ζωή μου στη Θεσσαλονίκη. Παρ’ όλο που είχα πολλούς συγγενείς που με στήριξαν από την πρώτη στιγμή και έχω μόνο καλά λόγια και ευχαριστίες να τους πω, ο ίδιος δεν ήθελα να τους γίνομαι βάρος κι έτσι, έφτασα να μείνω έξω σε πάρκα και δρομους, ευτυχώς όχι για πολύ καιρό, περίπου δυο μήνες. Τότε, ο άνδρας της ανηψιάς μου που ήταν υπεργοβλάβος σε οικοδομές με πήρε κοντά του μέχρι που κατέθεσα τα χαρτιά μου για τη σύνταξη στα 58, αφού είχα πολλά βαρέα ένσημα. Έπαιρνα προσωρινή σύνταξη από το 2012 μέχρι το Νοέμβριο του 2013, όμως, με έναν νόμο του 2012, σύμφωνα με τον οποίο ζητούσαν τα ένσημα των τελευταίων ετών, η προσωρινή σύνταξη κόπηκε μια που δεν είχα συγκεντρώσει αρκετά και το όριο συνταξιοδότησής μου πήγε στα 67.

Στο μεταξύ, είχα αποκοπεί από την αγορά, η οικοδομή, άλλωστε, είχε τελειώσει πολλά χρόνια πριν και έμεινα από δουλειά για πολύ καιρό. Έφτασα να χρωστάω πολλά ενοίκια και ήμουν λίγο πριν την έξωση, όταν ένας φίλος που δούλευε από την πρώτη μέρα στη «σχεδία» της θεσσαλονίκης, που μετρούσε ήδη δύο εβδομάδες, με έφερε σε επαφή κι έτσι ξεκίνησα αμέσως.

Από την αρχή μου είχε φανεί πολύ καλή ιδέα και ήδη έχω αρχίσει να αλλάζω. Έχω καταφέρει μόνο από τα έσοδα της «σχεδίας» να αποπληρώσω σχεδόν όλα τα ενοίκια και προσωρινά έχω γλιτώσει την έξωση. Κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και να να αποκτήσει νόημα η ζωή μου. Ξυπνώ το πρωί και θέλω να βγω στο δρόμο, να έχω επαφή με τον κόσμο, να πουλήσω το περιοδικό μου.

Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Ο κόσμος μας έχει αγκαλιάσει με πολλή αγάπη, είναι  πολύ ευγενικός και έχω ήδη κάνει αρκετούς μόνιμους πελάτες. Περνούν, με χαιρετούν, ακόμα και νέα παιδιά, θα μου μιλήσουν, θα ρωτήσουν αν ειμαι καλά. Έχω την «επιχείρησή» μου και έρχονται οι δικοί μου «φίλοι» που περιμένουν να αγορασουν το περιοδικό από μένα. Αυτή είναι και η ουσία τους περιοδικού, Να κερδισεις τους ανθρώπους. Ακόμα και να μην αγοράσει κάποιος, πάντα τον υποδέχομαι με χαμόγελο και ευγένεια και αυτό ο κόσμος το προσέχει και το εκτιμά.

Το δικό μου το μέλλον είναι η «σχεδία». Μακάρι να είμαστε γεροί, να υπάρχει, να συνεχίσω. Μου αρέσει αυτή η δουλειά, την αγαπώ, θέλω να την κάνω όσο περισσότερο μπορώ. Το μόνο που θέλω είναι να έχω την υγεία μου και να μπορέσω να βοηθήσω τα παιδιά μου.