Shedia

EN GR

12/02/2019 Το περιοδικό

H μοναξιά ενός like

του Σπύρου Ζωνάκη
 
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ούτε «παιδική χαρά» είναι ούτε «ιδιωτικός χώρος». Είναι σίγουρα, όμως, μια νέα μορφή εθισμού που μπορεί να οδηγήσει στην κατάθλιψη και στην απομόνωση. 
 
Είναι Σεπτέμβριος του 2013 και μία πρωτοποριακή έρευνα λαμβάνει χώρα με την επωνυμία «The World Unplugged», στην οποία συμμετείχαν 1.000 φοιτητές σε 12 πανεπιστήμια από 9 κράτη τεσσάρων ηπείρων: Ηνωμένες Πολιτείες, Μεξικό, Αργεντινή, Χιλή, Λίβανος, Χονγκ Κονγκ, Ουγκάντα, Ηνωμένο Βασίλειο και Σλοβακία: Για 24 ώρες δεν έπρεπε να έχουν καμία επαφή με το διαδίκτυο, όπως και κάθε πηγή ενημέρωσης. Τα αποτελέσματα ήταν άκρως αποθαρρυντικά, καθώς οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν το πείραμα, είχαν την αίσθηση ότι το κινητό και οι υπόλοιπες συσκευές αποτελούν μέρος του σώματός τους, η μη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ανέδειξε τη μοναξιά που βίωναν, ενώ δεν μπορούσαν να ανακαλύψουν νέες δραστηριότητες ώστε να καλύψουν το χρόνο τους. 
 
Ένα ανάλογο πείραμα, ωστόσο, πραγματοποιήθηκε και στη χώρα μας, στο πλαίσιο του μαθήματος «Επιχειρησιακές Επικοινωνίες» (στο γ’ εξάμηνο σπουδών) στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Θεσσαλίας. Ζητήθηκε από τους φοιτητές που παρακολουθούσαν σε τακτική βάση το μάθημα να παραμείνουν μακριά από κάθε μέσο κοινωνικής δικτύωσης για δύο ημέρες. Μετά το πέρας του 48ωρου όφειλαν να στείλουν ένα σύντομο κείμενο στο οποίο θα ανέφεραν για πόσο χρονικό διάστημα έμειναν μακριά από το διαδίκτυο, τι ένιωσαν και με ποιον τρόπο προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αυτή τη στέρηση. 
 
 
«Το πείραμα ξεκίνησε από την παρατήρηση των φοιτητών μου, οι οποίοι κατά τη διάρκεια των μαθημάτων ήταν συνέχεια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ είχαν και έναν άτυπο ανταγωνισμό μεταξύ τους για το ποιος θα έχει τα περισσότερα like στις αναρτήσεις του», σημειώνει ο επικεφαλής της έρευνας κ. Γιώργος Ασπρίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Θεσσαλίας. «Είκοσι παιδιά απέσυραν τη συμμετοχή τους μόλις έμαθαν τι πρέπει να κάνουν, ενώ από τους 30 που πήραν, τελικά, μέρος οι 25 ήταν απόλυτα εξαρτημένοι. Η πλειονότητα των φοιτητών δεν ολοκλήρωσε το πείραμα, αφού “δεν άντεξαν γιατί ήθελαν να επικοινωνούν με τους φίλους τους”. Όντως, έντονη ήταν, σύμφωνα με τις απαντήσεις, η έλλειψη επικοινωνίας τα βράδια λόγω της μοναξιάς. Στην πιο ακραία περίπτωση, φοιτήτρια δήλωσε ότι “αυτό που μας ζητήθηκε, μόλις το άκουσα, μου φάνηκε πολύ δύσκολο και, όταν προσπάθησα να το κάνω πράξη, το επιβεβαίωσα. Το μυαλό μου συνέχεια ήταν πότε θα πιάσω το κινητό στο χέρι να μπω στο Facebook, συνεχώς είχα νεύρα, μου έφταιγαν τα πάντα και δεν ήθελα να κάνω τίποτα άλλο εκτός από αυτό που δεν έπρεπε. Εν κατακλείδι, δυστυχώς, άντεξα μόνο μία ώρα. Μετά από αυτό, κατάλαβα ότι η εξάρτησή μου είναι μεγάλη”. Άλλος φοιτητής, δε, ανέφερε ότι “το βράδυ που γύρισα μετά τη βόλτα ήταν δύσκολο να κοιμηθώ, διότι η έλλειψη αυτού του μέσου κοινωνικής δικτύωσης ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής και δεν ήμουν χαλαρός, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα βράδια”. Για τις επόμενες εβδομάδες συζητήσαμε την έννοια της επικοινωνίας, της φιλίας, ότι δεν είναι δυνατόν να λες ότι έχω 1.000 φίλους στο Facebook και να το παινεύεσαι, καθώς δεν είναι πραγματικοί φίλοι», συμπληρώνει ο κ. Ασπρίδης. 
 
Είναι το ταμπού της εξάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που προσπαθεί να σπάσει, από την πλευρά του, ο κ. Μπράιαν Πρίμακ (Brian Primack), καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ. «Δυστυχώς, οι μεγαλύτερες ψυχιατρικές οργανώσεις δεν αναγνωρίζουν την εξάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως εθισμό. Προτιμούν να κάνουν λόγο “για προβληματική χρήση του διαδικτύου”. Αρκετοί ερευνητές, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι η χρήση των social media συμβάλλει στην αποτροπή της κατάθλιψης», σημειώνει στη «σχεδία» ο κ. Πρίμακ. Και όμως, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ, που ξεκίνησε το 2014 σε δείγμα 1.787 νέων ενηλίκων ηλικίας 19-32 ετών σε όλες τις ΗΠΑ, υπό τη διεύθυνση του κ. Πρίμακ, τα συμπεράσματα είναι ριζικά διαφορετικά. 
 
Οι ζωές των άλλων
 
Συγκεκριμένα, κατά τα πορίσματα της μελέτης, όσοι χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πάνω από δύο ώρες την ημέρα εμφανίζουν 2,7 φορές περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν κατάθλιψη και κοινωνική απομόνωση σε σχέση με όσους τα χρησιμοποιούν είκοσι λεπτά ή λιγότερο. «Πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη στρέφονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να καλύψουν αυτό το κενό, το οποίο, όμως, με τη σειρά του, επιτείνεται. Και αυτό γιατί τα social media μπορούν να δώσουν μία παραμορφωμένη εικόνα του κόσμου. Οι χρήστες αναρτούν επιμελημένες εκδοχές της ζωής τους. Αυτή η έκθεση σε αρκετά ωραιοποιημένες αναπαραστάσεις της ζωής των άλλων μπορεί να προκαλέσει αισθήματα ζηλοφθονίας, όπως και τη διαστρεβλωμένη πεποίθηση ότι εκείνοι διάγουν έναν πιο ευτυχισμένο και πετυχημένο βίο. Ειδικά άτομα με χαμηλότερη αυτοεκτίμηση μπoρεί να ερμηνεύσουν τα “εξυμνητικά” ποσταρίσματα των άλλων, οι οποίοι κάνουν για παράδειγμα “τέλειες” διακοπές, ως επιβεβαίωση της δικής τους ανεπάρκειας», καταλήγει ο κ. Πρίμακ. 
 
 
Είναι τον τρόπο λειτουργίας του μηχανισμού της εξάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που μάς ξεκλειδώνει η ψυχίατρος κ. Στέλλα Χρηστίδη, επιστημονική υπεύθυνη του Τμήματος Προβληματικής Χρήσης Διαδικτύου του 18 ΑΝΩ. «Στα άτομα που είναι απορροφημένα στο διαδίκτυο ορισμένες νευρολογικοί οδοί ενεργοποιούνται με τον ίδιο άμεσο και έντονο τρόπο όπως συμβαίνει στον εγκέφαλο ενός ατόμου που κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ένας από τους λόγους που καθιστούν το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εθιστικά είναι η κοινωνικοποιητική τους διάσταση», τονίζει η κ. Χρηστίδη. «Ουσιαστικά, επιτρέπουν στα άτομα που πιέζονται από την πραγματικότητα που βιώνουν να αποσυμπιέζουν την προσωπικότητά τους, λειτουργώντας πολλές φορές μέσα από ένα χαρακτήρα που απέχει από τον πραγματικό. Είναι συχνό ένα άτομο που αντιμετωπίζει άγχος, κακή διάθεση, κατάθλιψη, απομόνωση, φόβο, σε ένα περιβάλλον γενικότερης κρίσης και κατ’ επέκταση ψυχοπιεστικό, να αναπτύσσει τάσεις φυγής μέσα από την αναζήτηση ανακούφισης στα social media. Μπαίνει μέσα εκεί για να χαλαρώσει –του προκαλεί ευχαρίστηση, για παράδειγμα, να κάνει μία ανάρτηση που θα πάρει 1.000 like–, αισθάνεται καλά, μέχρι που του δημιουργούνται ενοχές που είναι συνέχεια στα social media εις βάρος των υποχρεώσεών του, αποφασίζει να βγει, το κλείσιμο τού επιτείνει τη μελαγχολία και αναγκάζεται να ξαναμπεί», προσθέτει η κ. Χρηστίδη.
 
Αγώνας δρόμου
 
Αλήθεια, τι συμβαίνει με τους χρήστες εκείνους που δεν γνωρίζουν να βάζουν όρια ούτε στην «κανονική τους ζωή»; Ποιες είναι οι συνέπειες σε εκείνους που επενδύουν στις διαδικτυακές σχέσεις, που καλλιεργούν προσδοκίες και βιώνουν καταστάσεις θρήνου εξαιτίας της διάψευσης; Σε αυτά τα ερωτήματα αποπειράθηκε να απαντήσει σε έρευνά του αναφορικά με το Facebook ο επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου κ. Ευστράτιος Παπάνης. «Οι πρώτες ενδείξεις φαίνεται να συσχετίζουν τον αριθμό των φίλων με τα επίπεδα άγχους που προκαλούνται από τη διαχείρισή τους και με την αναποτελεσματική επίδοση στο σχολείο ή την εργασία. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί χρήστες, και ιδιαίτερα μαθητές, επιδίδονται σε έναν αγώνα προσθήκης νέων μελών στο προφίλ τους, πιστεύοντας πως αυτό αυξάνει τη δημοτικότητά τους. Η κατάληξη είναι, όμως, πολλές φορές, οδυνηρή, καθώς δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες κοινωνικές δεξιότητες για να χειριστούν τα διαρκώς αυξανόμενα αιτήματα. Αντίθετα, τα άτομα που με σύνεση και επιφύλαξη περνούν από έλεγχο κάθε καινούρια γνωριμία, που δεν αποκαλύπτουν προσωπικές στιγμές και με φειδώ δημοσιεύουν πληροφορίες που θεωρούνται κοινόχρηστες, διατηρούν ευκολότερα τη γαλήνη και την ισορροπία. Ακούγεται παράλογο, αλλά πoλλοί χρήστες εκλαμβάνουν ως υποχρέωσή τους να απαντούν σε όλα τα σχόλια, να επικαιροποιούν διαρκώς το προφίλ τους, σε σημείο που να παρουσιάζουν συμπτώματα εμμονής, άρνησης και κατάθλιψης. Η συνειδητοποίηση αργότερα πως τα προσωπικά δεδομένα, οι καταγεγραμμένες σκέψεις και οι επισκέψεις σε ιστοσελίδες δύσκολα μπορούν να διαγραφούν, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθούν με κακόβουλο τρόπο, συνήθως, επιτείνει κρίσεις πανικού». 
Τι παρακινεί, ωστόσο, ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να επιλέγουν ανά πάσα στιγμή την αυτοέκθεση στα social media και την εκούσια (συνεχόμενη) αποκάλυψη και των πλέον ιδιωτικών στιγμών της καθημερινής τους ζωής; «Κάτι τέτοιο καλύπτει τη δυστυχία που κρύβεται από κάτω. Έχουμε να κάνουμε με ένα άτομο που είναι κλεισμένο στο καβούκι του, φοβισμένο και τρομαγμένο, κατά κανόνα ένα παιδί που δεν έχει καταφέρει να μεγαλώσει, που έχει πέσει σε μια γωνίτσα και έχει κρυφτεί γιατί δεν αντέχει την κοινωνία των ενηλίκων. Με αυτόν τον τρόπο, καλύπτεις τη μοναξιά, την έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, τη δυσκολία που μπορεί να έχεις στις διαπροσωπικές σχέσεις, καλύπτεις ότι μπορεί να μην έχεις καθόλου φίλους και γίνεσαι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, ο παντοδύναμος, ο όμορφος, ο πετυχημένος, αποκτάς μια ταυτότητα που είναι φαντασιωτική, ονειρεμένη, ενώ στην πραγματική ζωή μπορεί να μην είσαι ούτε καν κομπάρσος», μας λέει ο κ. Αχιλλέας Ρούσσος, υπεύθυνος της Ειδικής Μονάδας Προβληματικής Χρήσης του Διαδικτύου του ΚΕΘΕΑ (που απευθύνεται σε εφήβους ηλικίας 15-22 ετών). «Σε αυτή την περίπτωση, έχω μεταφέρει το κέντρο βάρους της ζωής μου στο διαδίκτυο, γιατί εκεί προτιμώ να ζω, είναι κάτι που αντέχω, είμαι πλημμυρισμένος απο 5.000 φίλους, ενώ στην πραγματική ζωή μπορεί να είμαι μόνος. Είσαι, για παράδειγμα, σε κάποια εκδρομή με φίλους και εκείνοι, αντί να απολαύσουν το τοπίο, ασχολούνται με το πώς θα βγάλουν την καλύτερη φωτογραφία για να την ανεβάσουν στο Facebook. 
 
Το άτομο, τότε, αντλεί ικανοποίηση από το διαδίκτυο και οι άλλοι που είναι μαζί του δεν είναι παρά το μέσο που θα του δώσουν υλικό για να τροφοδοτήσει τον ψευδή εαυτό του. Και όμως, o εθισμός στα social media είναι μια εξάρτηση με πολύ μεγάλη κοινωνική αποδοχή. Είναι εξωπραγματικό και μόνο να το θέσεις, με αποτέλεσμα όταν εγώ ως γονιός είμαι για ώρες στο διαδίκτυο, για ποιο λόγο να βάλω όρια στο παιδί μου; Το σίγουρο είναι πως η αναλογία προβλήματος και αιτημάτων είναι πολύ μικρή. Δεν ξεπερνούν στη μονάδα μας τα 30 το χρόνο. Συνήθως, οι γονείς απευθύνονται σε μας όταν το παιδί δεν πάει καλά στο σχολείο, είναι η κόκκινη γραμμή γι’ αυτούς», καταλήγει ο κ. Ρούσσος. 
 
ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

Θέλοντας, δε, να θέσει τέρμα στην έκθεση της προσωπικής ζωής των παιδιών στα social media, η Γαλλία είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που ποινικοποίησε την ανάρτηση φωτογραφιών των ανήλικων παιδιών στο Facebook, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, ακόμη και από τους γονείς τους, τιμωρώντας τους με πρόστιμο 45.000 ευρώ, αλλά ώς και με φυλάκιση ενός έτους, ενώ τα παιδιά μπορούν να αιτηθούν με την ενηλικίωσή τους τη διαγραφή των προσωπικών τους δεδομένων που έχουν ήδη ανέβει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Παράλληλα, ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην ΕΕ, που θα τεθεί σε ισχύ το Μάιο του 2018, προβλέπει ότι ένα παιδί, για να αποκτήσει Facebook, θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 16 ετών ή μεταξύ 13 και 16 ετών εφόσον υφίσταται η γονική συγκατάθεση. «Μου κάνει εντύπωση το πώς ακόμα και γνωστοί μου ανεβάζουν φωτογραφίες των παιδιών τους. Είναι και αυτό κομμάτι της επίδειξης. “Tο ωραίο μου παιδί που έκλεισε τα πέντε του χρόνια”. Το να εκθέτεις ως γονιός, ωστόσο, σε ευρεία δημοσιότητα την ιδιωτικότητα του παιδιού σου δεν είναι καθόλου δικαίωμά σου, ίσα ίσα συνιστά κακή χρήση της γονικής μέριμνας. Στις ενημερώσεις που κάνω στους γονείς, κυρίως σε σχολεία, προσπαθώ να τους φοβίσω, λέγοντάς τους ότι μπορεί να βρεθεί η φωτογραφία του παιδιού τους σε διαφήμιση ή σε σελίδα παιδικής πορνογραφίας. Οι περισσότεροι χρήστες του Facebook δεν φαίνεται να έχουν συνείδηση της σημασίας που έχει ο διαμοιρασμός και, εντέλει, η κοινοχρησία της (προσωπικής) πληροφορίας τους. Έχουν μία ψευδαίσθηση ιδιωτικότητας. Είναι το λεγόμενο “privacy paradox”. Από τη μία έχω συνείδηση πως ό,τι κοινοποιώ το βλέπουν πολλοί άνθρωποι, αλλά δεν αντιλαμβάνομαι τον δημόσιο χαρακτήρα αυτών των μέσων, ότι αποτελούν δημόσιο χώρο», υπογραμμίζει η κ. Λίλιαν Μήτρου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Μηχανικών Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Αιγαίου και πρόεδρος της ομάδας εμπειρογνωμόνων που συζήτησαν το σχέδιο του Γενικού Κανονισμού. 
 
Ποια, όμως, είναι η έκταση της χρήσης από παιδιά και εφήβους των social media στη χώρα μας; Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μελέτη EUNETADB, στην οποία συμμετείχε η Μονάδα Εφηβικής Υγείας του Νοσοκομείου Παίδων «Π. & Α. Κυριακού» (που παρέχει στήριξη και συμβουλευτική σε εφήβους και γονείς σε θέματα ασφαλούς χρήσης του διαδικτύου), το 92% των εφήβων διατηρούν προφίλ σε ένα τουλάχιστον κοινωνικό δίκτυο, το 38% κάνει χρήση των δικτύων για δύο ώρες ή περισσότερο τις ημέρες του σχολείου (τις μέρες που δεν λειτουργεί φθάνει το 60%), ενώ στοιχεία μελέτης που διεξήγαγε η Μονάδα σε μαθητές της Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού σε σχολεία της Αττικής δείχνουν ότι το 51,2% είναι μέλος τουλάχιστον μίας σελίδας κοινωνικής δικτύωσης, δηλώνοντας ψευδώς μεγαλύτερη ηλικία. Μάλιστα, το ποσοστό εκείνων που εμφανίζουν δυσλειτουργικές διαδικτυακές συμπεριφορές ανέρχεται στο 12,7%. 
 
 
«Αυτό που έχει σημασία είναι η ποιοτική σχέση με το μέσο και όχι η ποσοτική με την αυστηρή έννοια του χρόνου. Το σημαντικό, δηλαδή, είναι αν η χρήση έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα, την καθημερινότητα, τις σχολικές υποχρεώσεις και τις σχέσεις του εφήβου, ενώ υπάρχουν, βέβαια, και τα σωματικά συμπτώματα, όπως διαταραχές ύπνου, παραμέληση σωματικής υγιεινής, διατροφικές παρεκτροπές. Σε τουλάχιστον 60% των περιπτώσεων κατάχρησης του διαδικτύου παρατηρούνται συνοδές καταστάσεις όπως διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα, καταθλιπτικό συναίσθημα, άγχος», σημειώνει η κ. Άρτεμις Τσίτσικα, επίκουρη καθηγήτρια Παιδιατρικής-Εφηβικής Ιατρικής επιστημονική υπεύθυνη της Μονάδας. «Αναφορικά με το Facebook, χρειάζεται να τηρηθεί η ισορροπία. Υπάρχουν έφηβοι που υπερβάλλουν σημαντικά και ξεχνούν τη γλώσσα του σώματος, τις εκφράσεις του προσώπου, τις κινήσεις των χεριών και την αμεσότητα της ζωντανής επικοινωνίας. Κάποιοι παρουσιάζονται με χαρακτηριστικά που θα ήθελαν να έχουν και όχι με αυτά που διαθέτουν ως εμφάνιση ή προσωπικότητα, δυσκολεύοντας την αυτοκριτική και την αυτοβελτίωση», τονίζει η κ. Τσίτσικα.
 
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι επιτυγχάνουν την απεξάρτηση από τα social media, ανανοηματοδοτώντας τη ζωή τους. Είναι τη δική της προσωπική εμπειρία με τον εθισμό στο Facebook και πώς κατάφερε να τον καταπολεμήσει που μοιράζεται στη «σχεδία» η Χριστίνα Σακαλή. 
 
«ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ»
 
«Είχα λογαριασμό στο Facebook από τότε που έκανα μεταπτυχιακά στη Βρετανία. Άρχισα να το χρησιμοποιώ εντατικά, όταν κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι η ζωή μου δεν με γέμιζε. Έκανα το διδακτορικό μου, είχα τη σχέση μου, αλλά η ζωή μου ήταν κλειστή και ήθελα όλο αυτό να αλλάξει. Επιθυμούσα να γνωρίσω κόσμο, να βγω προς τα έξω. Έγινα μέλος σε διάφορες ομάδες και σελίδες ποδηλατικές, για τα δικαιώματα των ζώων, κινηματικές. Είχα φθάσει και τους 1.000 φίλους στο Facebook. Ίσως, ενδόμυχα, μου άρεσε ότι θα φαίνεται πως είμαι δικτυωμένη και κάνω αρκετά πράγματα. Ήμουν συνδεδεμένη σχεδόν όλη τη μέρα και είχα το άγχος να ποστάρω για τις κοινωνικές δράσεις όπου συμμετείχα. Είχα το άγχος να μη μείνω απέξω, ότι οι άλλοι κάνουν κάνουν σημαντικά πράγματα κι εγώ θα τα χάνω. Όντας μέσα στα πράγματα, γινόμουν αποδεκτή από τον εαυτό μου και θεωρούσα, κατά συνέπεια, και από τους άλλους. Σχετιζόταν σίγουρα και με την αυτοπεποίθησή μου», μας λέει η Χριστίνα. «Όταν το Facebook, με έναν εξοργιστικό και υποκριτικό τρόπο, διέγραψε το λογαριασμό μου λογοκρίνοντας φωτογραφίες από τη συμμετοχή μου σε μία αθώα, περιβαλλοντική και κοινωνική δράση όπως αυτή της Γυμνής Ποδηλατοδρομίας, τσαντίστηκα. Αποφάσισα να ζήσω χωρίς Facebook όσο πάει. Κι έτσι έγινε. Έκλεισα ένα μήνα χωρίς Facebook. Η αλήθεια είναι πως τις πρώτες μέρες η αίσθηση ήταν πολύ περίεργη, ένιωθα λες και το Facebook είναι ένας τεράστιος θαυμαστός κόσμος, σαν μια μεγάλη παιδική χαρά και εγώ το παιδάκι που στέκεται έξω από τα κάγκελα. Αναρωτιόμουν πώς θα ενημερώνομαι για όλα όσα συμβαίνουν, όταν προηγουμένως λάμβανα αμέτρητες ειδοποιήσεις για εκδηλώσεις και για όσα συνέβαιναν στον κόσμο από το Facebook και ήμουν εθισμένη στο να μαθαίνω νέα, να τσεκάρω τις εκδηλώσεις για να είμαι σίγουρη ότι δεν θα χάσω όλα όσα είναι σημαντικά. Και οι φίλοι μου; Πώς θα επικοινωνώ μαζί τους; Πώς θα με βρίσκουν; Τελικά, έμαθα να ξαναχρησιμοποιώ το τηλέφωνο και το email. Και είναι πολύ διαφορετικό να μιλάς με κάποιον από το τηλέφωνο, να ακούς τη φωνή του, τις εκφράσεις, το γέλιο του. Έμαθα ότι οι φίλοι μου θα με βρουν με ή χωρίς Facebook. Έμαθα πώς είναι να σε ξυπνάνε οι φίλοι σου χτυπώντας το κουδούνι σου, ξαναθυμήθηκα τον ήχο στο θυροτηλέφωνό μου. Μέσα σε λίγες μέρες ένιωσα την παρουσία των φίλων μου πολύ πιο έντονη απ’ ό,τι όταν είχα Facebook. Έμαθα να μη μαθαίνω οτιδήποτε συμβαίνει στο Facebook ή τη δραστηριότητα των φίλων μου για ένα σωρό πράγματα που απλώς δεν με ενδιαφέρουν. Και έμαθα ότι είναι σε μεγάλο βαθμό απελευθέρωση. Έμαθα ότι είχα πολύ περισσότερο χρόνο, τον οποίο διοχέτευσα σε δημιουργικές δραστηριότητες που αγαπώ, όπως το γράψιμο. Έμαθα ότι ο χρόνος στο σπίτι μου κυλάει πιο ήρεμα χωρίς να έχω ανοιχτό το Facebook. Έμαθα να τα κάνω όλα με πιο αργές και χαλαρές κινήσεις, όχι τόσο λόγω εξοικονόμησης χρόνου όσο λόγω εξοικονόμησης ηρεμίας. Έμαθα να μη σκέφτομαι όλη την ώρα σε ποιους πρέπει να απαντήσω ή τι να ποστάρω. Πάνω απ’ όλα, έμαθα ότι μπορώ να ζήσω χωρίς Facebook», καταλήγει η Χριστίνα.  
 

comments powered byDisqus

Αρχειο

Κατηγοριες